Κυκλοφόρησε το τελευταίο βιβλίο του Μάνου Στεφανίδη από τις εκδόσεις Νίκας και τη σειρά Θέατρο με τίτλο «Τετραήμερος – Το Κοράκι.
Όπως αναφέρει ο συγγραφέας ο «Τετραήμερος» είναι ένα συμβολικό δράμα σε τρεις πράξεις και «Το Κοράκι» ένας σατιρικός μονόλογος.
Είχα την τιμή να γράψω τον πρόλογο στο βιβλίο του Μάνου Στεφανίδη, ενώ το εξώφυλλο - εικονογράφηση είναι του ζωγράφου Θανάση Μακρή.
Μια σύντομη παρουσίαση του βιβλίου με τα δύο θεατρικά έργα του Μάνου Στεφανίδη για τον Θάνατο και την Ανάσταση»
Ο γεννημένος στα Ταμπούρια του Πειραιά, ιστορικός και κριτικός τέχνης, ομότιμος καθηγητής του Ε.Κ.Π.Α., Μάνος Στεφανίδης, διέρχεται τη θύρα του θεατρικού κόσμου με μία ποιητική, συμβολιστική και συνάμα καυστική διάθεση, καθώς η πρόθεσή του να ασχοληθεί με το θέατρο και ως θεατρικός συγγραφέας τον οδήγησε να συγγράψει και να εκδώσει –στην παρούσα έκδοση– δύο έργα του, τα οποία διαρρέονται από έναν μεταφυσικό πραγματισμό, και που διακατέχονται από ένα μυστικιστικό ρίγος, ενώ συγχρόνως η κυτταρική τους σύσταση συγκροτείται από έναν μακάβριο σαρκασμό, που αποθεώνεται με το γέλιο.
Τα δύο έργα του αυτά είναι αλληλένδετα και λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία, μολαταύτα έχουν την ανεξαρτησία τους και είναι αποκομμένα από τον ομφάλιο λώρο που τα συνέδεε από καταβολής της δημιουργίας τους.
Το πρώτο θεατρικό έργο έχει τον διπλό τίτλο Ο Τετραήμερος ή Ο Θαυματοποιός και δραματοποιεί την επακολούθηση της νεκρανάστασης του Λαζάρου, με δραματικό χώρο δράσης, το σπίτι των δύο αδελφών του Λαζάρου, της μεγαλύτερης σε ηλικία Μάρθας και της μικρότερης Μαρίας.
[…]
Στο έργο αυτό ανασκάπτεται με ωμή ειλικρίνεια η σύγχρονη μοίρα των ανθρώπων που, αφού θρήνησαν και έκλαψαν πάνω στη χαίνουσα πληγή που δημιουργήθηκε από την απώλεια του αδελφού-παραστάτη-προστάτη, επιδιώκουν να ψιμυθιώσουν αυτήν την απώλεια, η οποία οδήγησε στην ευλογία, στο “θαύμα” της νεκρανάστασης, και είτε να το “αξιοποιήσουν” –όπως σκοπεύει να πράξει η Μάρθα–, είτε να εξακολουθήσουν να ζουν με αυτό το στίγμα με μοιρολατρική χαύνωση – όπως επιθυμεί να κάνει η Μαρία.
Μολαταύτα, ο Στεφανίδης δεν προτίθεται να καταγγείλει κάποια από τις δύο στάσεις ζωής των δύο αδελφών ούτε και να διορθώσει εκείνη που θεωρεί πως οδηγείται σε λανθάνουσα πορεία.
Το θεατρικό του έργο είναι συμβολικό και όχι θρησκευτικό ή αποστολικό. Ο συγγραφέας χλευάζει και εμπαίζει την αστική κοινωνία και τα αστικά κοινωνικά θέσφατα, με το να μην παίρνει ξεκάθαρα θέση υπέρ κάποιας συμπεριφοράς ή ιδεολογικής θέσης. Η χλεύη είναι το κυριότερο όπλο του για τους αποστεωμένους, λάθρα βιωμένους, έρποντες κοινωνικούς θεσμούς, οι οποίοι καταδεικνύονται ως καταγέλαστοι από τον Στεφανίδη.
[…]
Το δεύτερο θεατρικό έργο με τον τίτλο Το Κοράκι είναι έργο γραμμένο σαν παρτιτούρα και απαιτεί υποκριτική ερμηνεία υψηλών απαιτήσεων. […] Η κωμικότητα αυτού του θεατρικού κομματιού πηγάζει από την εκφραζόμενη άποψη του Νεκροπομπού –που δεν έχει, ούτε θέλει να έχει, σχέση με τους νεκροθάφτες, τα αποκαλούμενα “κοράκια”–, και από τον τρόπο που διηγείται στο κοινό τα καλά και τα κακά της δουλειάς του –του «λειτουργήματός» του, παρακαλώ–, τα ευτράπελα, τα τυχερά που δεν έχουν –εν αντιθέσει με τα άλλα επαγγέλματα που θησαυρίζουν καπηλεύοντας τη θλίψη των συγγενών–, τα παράπονα, τους ανάρμοστους “έρωτες” τους με τις πεθαμένες –οι οποίοι φυσικά μένουν ανεκπλήρωτοι!–, αλλά και τη μη αναγνώριση της χρησιμότητας και της αναγκαιότητας ενός Νεκροπομπού. […]».
(Αποσπάσματα από την «Εισαγωγή» που έγραψα για την έκδοση του βιβλίου που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΝΙΚΑΣ.)
(Απόσπασμα από το θεατρικό έργο Τετραήμερος)
[…]
ΜΑΡΙΑ: Μάρθα, τρελάθηκες; Τι είναι αυτά που μου λες; Μάρθα, δεν έχουν λογική τα λόγια σου. Ο άνθρωπος που είναι κλεισμένος εκεί μέσα…
ΜΑΡΘΑ: Ο αδελφός μας να λες!
ΜΑΡΙΑ: Έστω… Ο αδερφός μας λοιπόν είναι ένας δυστυχισμένος, ένας παραλογισμένος… τα μάτια του είναι ένα κενό… το βλέμμα του είναι ένα κενό… δεν ανήκει ούτε εδώ, ούτε εκεί…Όλη τη νύχτα χτες τον άκουγα να περπατάει χωρίς σταματημό, να μην ησυχάζει διόλου. Δεν βρίσκει ανάπαυση, τώρα περισσότερο από πριν, ακούς; Δεν ξέρει τίποτε, δεν θέλει να ξέρει, δεν καταλαβαίνει γιατί του συνέβη αυτό που του συνέβη… Αυτή είναι η αλήθεια. Δεν το ζήτησε. Ήταν τόσο ήρεμος μέσα στο φέρετρό του, τόσο γλυκός, τυλιγμένος σαν μωρό στο σουδάριο, σ’ έναν ύπνο τόσο βαθύ και τόσο λυτρωτικό που ποτέ δεν έκανε ζωντανός. Και τώρα; Τώρα! Τώρα δεν μπορεί καν να κοιμηθεί… δεν μπορεί πια να ζήσει, αφού δεν κατάφερε να πεθάνει. Αυτό είναι το θαύμα σου. Από αυτό το «θαύμα» νομίζεις πως θα κερδίσεις. Αντιλαμβάνεσαι τη φρίκη σαν ευλογία. Δηλαδή δεν έχεις καταλάβει τίποτε.
ΜΑΡΘΑ: Τι τρομερό! Εγώ δεν έχω καταλάβει; Άκου λόγια! Άκου αναίδεια! Εσύ μιλάς έτσι σε μένα; Εσύ που συνεχώς λιποτακτείς; Σε μένα που φέρνω όλο το σπίτι βόλτα μόνη μου τόσα χρόνια. Που δεν ασχοληθήκατε ποτέ και με τίποτα… ούτε εσύ, ούτε αυτός. Που σας υπηρετώ σαν δούλα εγώ. Εγώ! Ενώ είμαι το αφεντικό. Από πάντα! Εγώ που σκέφτομαι όσα δε σκεφτήκατε εσείς, ποτέ σας, αφού όλα τα βρήκατε έτοιμα. Όταν πέθανε ο Λάζαρος, αποφάσισα να πουλήσω αυτό το σπίτι. Όσο ζούσε, δεν μπορούσα, ήταν γραμμένο σ’ αυτόν –το έθιμο βλέπεις– μετά όμως τα πράγματα άλλαξαν δραματικά… Είχα ήδη βρει αγοραστή… όλα ήταν έτοιμα αλλά… εκείνος ξαναγύρισε. Πάνω που θα άλλαζε η ζωή μας. Μ’ έπιασε τότε πανικός. Αν καταλαβαίνεις τι λέω. Είχα προλάβει βλέπεις να πάρω και προκαταβολή. Δε γινόταν αλλιώς… Σκέψου… Η κηδεία, ο τάφος, το τραπέζι μετά, τόσα χρήματα. Εσύ δεν τα σκέφτηκες ποτέ όλα αυτά, ούτε καν σ’ ενδιαφέρει. Όπως κι αυτόν εξάλλου. Εγώ, τα πάντα εγώ. Πάντα. Για μένα η επιστροφή του ήταν περισσότερο εφιαλτική απ’ ό,τι για σένα κι όχι βέβαια επειδή… μυρίζει… Άκου λόγια! Ώσπου αιφνίδια –κι άλλο θαύμα– σκέφτηκα πως ο Λάζαρος είναι από μόνος του, έτσι όπως είναι τώρα, ένας θησαυρός. Αληθινός, ατόφιος θησαυρός. Και σε διαβεβαιώ πως θες δε θες αυτόν τον θησαυρό εγώ θα τον αξιοποιήσω. Με νύχια, με δόντια, με μυαλό. Κι αυτοί εκεί έξω θα δουν ποια είναι η αληθινή Μάρθα! Η μεγάλη αδερφή! Η υπεύθυνη! (Θριαμβευτικά προς το κοινό) Δε φοβάμαι εγώ τα νύχια και τα δόντια τους. Όχι πια. Όχι τώρα. Κλείσου λοιπόν στην κάμαρα σου, αν αυτό σ’ ανακουφίζει, μείνε με τις φοβίες σου, μεμψίμοιρη κι αχάριστη, αλλά άσε με εμένα να παλέψω με αληθινούς φόβους, με τους πραγματικούς εχθρούς… και να τους νικήσω.
[…]
(Απόσπασμα από το θεατρικό έργο Το Κοράκι)
[…]
Συγκινούμαι αυτήν τη στιγμή… το αντιλαμβάνεστε; Όχι από λύπη, από υπερηφάνεια. Εγώ, αυτά τα χέρια, αυτή η πλάτη, αυτό το παράστημα όταν έρθει ο χρόνος, σας μίλησα ήδη για τον χρόνο, πρόκειται για μέγιστο ζήτημα επιμένω, όταν λοιπόν έλθει, καλύτερα «επέλθει», η πιο ακριβής έκφραση, όταν επέλθει λοιπόν ο χρόνος, η Ειμαρμένη… σας βλέπω να απορείτε. Ναι, η Ειμαρμένη, η αρχαία θεότης… Δεν είμεθα, κυρίες και κύριοι, αγράμματοι οι νεκροπομποί. Πολλοί από εμάς έχουμε και πανεπιστημιακά διπλώματα, και όχι βεβαίως δανεικά και αγύριστα, μερικοί εξ ημών είναι αποτυχόντες ιερείς, εννοώ πρώην, άλλοι αποτυχόντες ιεροψάλτες… αλλά βεβαίως όλοι είναι, είμεθα, εννοώ, επιτυχημένοι νεκροπομποί. Έλεγα λοιπόν, ότι όταν επέλθει ο χρόνος, αυτά τα χέρια, αυτή η πλάτη, θα σας σηκώσει άπαντας, θα σας πάρει και θα σας σηκώσει. Σαν τον Άτλαντα… και εσένα και εσένα και εσένα και εσάς μαντάμ στο βάθος του οπτικού μου πεδίου που τώρα μου κρύβεστε. Γιατί κρύβεστε; Από τι κρύβεστε; Εγώ είμαι, ο νεκροπομπός σας!
Άρα, αντί να περιφρονείτε, να χλευάζετε, ή και να φοβάστε εμάς τους νεκροπομπούς, είναι προτιμότερο να μας γνωρίσετε και να μας αγαπήσετε. Ναι, καλά ακούσατε, να μας αγαπήσετε. Πολλοί άνθρωποι κάνουν παρέα με δημοσιογράφους χωρίς να ντρέπονται. Πηγαίνουν σε ταβέρνες με δικαστικούς, έχουν στενές σχέσεις με αστυνομικούς, ήμαρτον Κύριε, δημιουργούν δεσμούς με υπαλλήλους του ΙΚΑ ή της πολεοδομίας, χωρίς να αισχύνονται διόλου. Παντρεύονται ακόμη και εφοριακούς! Εντούτοις δεν συναναστρέφονται νεκροπομπούς. Αυτό είναι το παράπονό μας… και το προσωπικό μου παράπονο, η πικρία μου. Σε ένα τόσο κοινωνικό επάγγελμα να αντιμετωπίζουμε τέτοια αντικοινωνική συμπεριφορά. Κι όμως, εμείς οι νεκροπομποί, είμαστε οι καλύτεροι φίλοι για εσάς τους υπολοίπους… και τώρα και μετά… (Κλείνει το μάτι)
[…]