Είτε ως αυτοκρατορία την εποχή των Τσάρων (και ιδιαίτερα στον 18ο, 19ο και αρχές του 20ου αιώνα), είτε ως έτερος πόλος του διεθνούς συστήματος και παγκόσμια υπερδύναμη κατά τη διάρκεια της σοβιετικής εποχής (και ιδιαίτερα την περίοδο 1945-1991), η Ρωσία/ΕΣΣΔ παραδοσιακά διαδραμάτισε ιδιαίτερα σημαντικό διεθνή ρόλο. Μετά από περίπου μια δεκαετία εμφανούς εσωτερικής αδυναμίας και πολύ περιορισμένης διεθνούς επιρροής, η Ρωσία, υπό την ηγεσία του Βλαντίμιρ Πούτιν και των Σιλοβίκι (πρώην αξιωματούχων των μυστικών υπηρεσιών), προσπαθεί να επανακάμψει στα διεθνή δρώμενα και να ανακτήσει σημαντικό μέρος της παλαιότερης επιρροής της. Ενας πρώτος απολογισμός αυτής της προσπάθειας θα είχε θετικό πρόσημο, καθώς μια χώρα με σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα και τη μόλις 12η σε μέγεθος οικονομία του πλανήτη έχει καταφέρει να αναδειχθεί σε σημαντικό διεθνή «παίκτη», εκμεταλλευόμενη τους ενεργειακούς πόρους της (και παρά τη σημαντική μείωση των διεθνών τιμών υδρογονανθράκων τα τελευταία χρόνια), τη στρατιωτική ισχύ, την αποτελεσματική διπλωματία και τη χρήση υβριδικών μορφών ισχύος.
Ασφαλώς η εικόνα δεν έχει μόνο θετικά στοιχεία. Η Ρωσία βρίσκεται σε έντονη αντιπαράθεση με τη Δύση λόγω Ουκρανίας, αλλά και λόγω Συρίας, έχουν επιβληθεί εκατέρωθεν οικονομικές κυρώσεις, ενώ το πολιτικό θερμόμετρο καταγράφει υψηλές θερμοκρασίες στην ανατολική Ευρώπη, και ιδιαίτερα στην περιοχή της Βαλτικής, όπου η Ρωσία έχει αυξήσει σημαντικά τις στρατιωτικές δραστηριότητές της και το ΝΑΤΟ αυξάνει τη δυνατότητα (μη-μόνιμης) στρατιωτικής παρουσίας του.
Η κρίση στις σχέσεις με τη Δύση έχει επιταχύνει την προσέγγιση Μόσχας-Πεκίνου, η οποία είχε ξεκινήσει και στο πλαίσιο των ‘αναδυόμενων δυνάμεων’ (των λεγόμενων BRICS, από τα αρχικά Βραζιλίας, Ρωσίας, Ινδίας, Κίνας και Νοτίου Αφρικής). Βεβαίως, αυτή η προσέγγιση προχωρά με προσεκτικό τρόπο από τη ρωσική πλευρά, η οποία δικαιολογημένα ανησυχεί ότι η σχέση μπορεί να μετατραπεί σε ανισοβαρή, με την Κίνα ως κυρίαρχο εταίρο στο πλαίσιο των κινεζο-ρωσικών σχέσεων.
Όσον αφορά στο παρόν και το άμεσο μέλλον, οι όποιες ελπίδες για βελτίωση των ρωσο-αμερικανικών σχέσεων στην περίοδο Τραμπ, μάλλον αποδείχθηκαν φρούδες καθώς η Διοίκηση Τραμπ υποχρεώθηκε να υιοθετήσει τις κατηγορίες για ρωσική εμπλοκή στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Οι δε αναφορές στη Ρωσία στην προσφάτως δημοσιευθείσα αμερικανική Στρατηγική Εθνικής Ασφαλείας κινούνται στην κατεύθυνση του στρατηγικού ανταγωνισμού, αν όχι της ευθείας αντιπαράθεσης. Όσον δε αφορά στην Ευρώπη, η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και η οικοδόμηση μιας στρατηγικής εταιρικής σχέσης θα παραμείνουν μια δύσκολη υπόθεση μεταξύ δύο πλευρών που φαίνεται να έχουν μια πολύ διαφορετική στρατηγική κουλτούρα: «μετα-μοντέρνα» στην περίπτωση της ΕΕ, παραδοσιακή ρεαλπολιτίκ στην περίπτωση της Ρωσίας.
Η κρίση στην Ουκρανία σημαδεύτηκε από εσφαλμένες εκτιμήσεις και άστοχες επιλογές τόσο από την Ευρώπη/Δύση όσο και από τη Ρωσία, αν και όχι υποχρεωτικά στον ίδιο βαθμό. Πέραν όμως από τον εντοπισμό σφαλμάτων, βασική προτεραιότητα θα πρέπει να αποτελέσει η επιτυχημένη περαιτέρω διαχείριση της κρίσης και η αποφυγή μιας σοβαρής επιδείνωσης των ευρω-ρωσικών σχέσεων, κάτι που θα είχε σημαντικό κόστος και για τις δύο πλευρές. Οι δύο πλευρές πρέπει να υιοθετήσουν μια πιο σφαιρική, μακροσκοπική θεώρηση των σχέσεων τους. Υπάρχουν προφανείς διαφορές και αποκλίνοντα συμφέροντα σε μια σειρά ζητημάτων, αλλά η έμφαση θα πρέπει να είναι στα κοινά συμφέροντα (και ανησυχίες, όπως π.χ. τα ισλαμικά ριζοσπαστικά κινήματα) και τη δημιουργία ενός οδικού χάρτη για την οικοδόμηση της επιδιωκόμενης εταιρικής σχέσης. Δεν είναι όμως καθόλου βέβαιο ότι θα δούμε μια τέτοια ορθολογική θεώρηση των πραγμάτων και μια ουσιαστική βελτίωση των σχέσεων Ευρώπης/Δύσης και Ρωσίας μέσα στο 2018.
Όσον αφορά στις ενδο-ρωσικές εξελίξεις, η διαφαινόμενη απαγόρευση συμμετοχής του ηγέτη της αντιπολίτευσης Αλεξέι Ναβάλνι επιβεβαιώνει τις εκτιμήσεις για τα σοβαρά προβλήματα που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει η δημοκρατία στη Ρωσία. Ο Βλαντίμιρ Πούτιν προσανατολίζεται στο να συμμετάσχει ως ανεξάρτητος υποψήφιος και αναμένεται να επανεκλεγεί, ενώ οι ειδικοί Κρεμλινολόγοι προσπαθούν να κατανοήσουν τους συσχετισμούς δυνάμεων μεταξύ μετριοπαθών, σκληροπυρηνικών και «σκληρών ρεαλιστών» στα ρωσικά κέντρα εξουσίας.
Σε περιφερειακό επίπεδο, η Ρωσία προσπαθεί να διευρύνει την επιρροή της στη Βαλκανική Χερσόνησο, με κεντρικό άξονα τη Σερβία και βασικό εργαλείο την ενέργεια, χωρίς θεαματική επιτυχία μέχρι στιγμής. Αντίθετα, στη Συρία ο ρωσικός ρόλος είναι πολύ πιο σημαντικός, καθώς η Μόσχα έχει εξελιχθεί σε ρυθμιστή των εξελίξεων, συνεργαζόμενη με την Τεχεράνη και την Άγκυρα. Η ρωσο-τουρκική συνεργασία κατέστη εφικτή λόγω των θεαματικών κυβιστήσεων του κ. Ερντογάν και έχει λάβει σημαντικές διαστάσεις στον ενεργειακό και στρατιωτικό τομέα, πέραν των παραδοσιακών οικονομικών σχέσεων. Παραμένουν, όμως, σημαντικές διαφωνίες όσον αφορά στο μέλλον της Συρίας και ιδιαίτερα το ζήτημα των Κούρδων και θεωρούμε ότι πρόκειται περισσότερο για μια ευκαιριακή σχέση (ως συνέπεια και των δύσκολων σχέσεων των δύο πλευρών με την Ουάσιγκτον), παρά για μια μακροπρόθεσμη στρατηγική συνεργασία.
Τέλος, όσον αφορά στα καθ’ ημάς, οι διμερείς ελληνο-ρωσικές σχέσεις δεν διανύουν την καλύτερη περίοδο τους, κυρίως –αλλά όχι αποκλειστικά- ως αποτέλεσμα της πώλησης σύγχρονων οπλικών συστημάτων (S-400) στην Τουρκία, ενώ οι αμερικανικές παρεμβάσεις έχουν δυσχεράνει την υλοποίηση σχημάτων οικονομικής συνεργασίας. Η δε κατασκευή του ελληνικού τμήματος του αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου Turkish Stream θα προχωρήσει μόνο κατόπιν έγκρισης από τις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον. Βεβαίως, παρά τους όποιους περιορισμούς θέτει εκ των πραγμάτων η ιδιότητα της χώρας μας ως μέλους της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, αυτή η δύσκολη σχέση με τη Ρωσία δεν αποτελεί φυσιολογική ή μη αναστρέψιμη κατάσταση και η εύρεση τρόπων βελτίωσης των διμερών σχέσεων θα πρέπει να απασχολήσει και τις δύο πλευρές.