Η επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Άγκυρα, τη Δευτέρα 13 ΜαΪου, έχει χαρακτηριστεί ως «ορόσημο» ή «κρας τεστ» για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Έχει μεν προηγηθεί μία περίοδος σχετικής ηρεμίας - με εξαιρέσεις, όπως η πρόσφατη κίνηση της κυβέρνησης Ερντογάν να δώσει επίσημα καθεστώς τεμένους στην ιστορική Μονή της Χώρας, όμως η επίσκεψη παραμονές των ευρωεκλογών της 9ης Ιουνίου δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση.
“Εάν δεν καταφέρουμε να συνεννοηθούμε, να συμφωνήσουμε σε ό,τι αφορά την οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και υφαλοκρηπίδας, τότε τουλάχιστον να μπορέσουμε να φτιάξουμε ένα συνυποσχετικό και να πάμε σε μία διεθνή δικαιοδοσία.”
Ο Ελληνας πρωθυπουργός έχει ήδη ανακοινώσει ότι σκοπεύει να θέσει στον Τούρκο Πρόεδρο το ζήτημα της μετατροπής της Μονής της Χώρας σε τζαμί, παρακάμπτοντας το παρελθόν ενός ιστορικού μνημείου παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς που αναγνωρίζει η UNESCO. Η ελληνική αντίδραση υπήρξε ήδη έντονη, ενώ είναι δεδομένο ότι ο Μητσοτάκης θα ανεβάσει τους τόνους, εάν ο Ερντογάν του δώσει αφορμή. Τέσσερις εβδομάδες πριν από τις ευρωεκλογές του Ιουνίου, κάθε διαφορετική κίνηση θα ήταν αδιανόητη.
Γεραπετρίτης: Τουλάχιστον να μπορέσουμε να φτιάξουμε ένα συνυποσχετικό και να πάμε σε διεθνή δικαιοδοσία για ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα
Το πρωί της Πέμπτης 9 Μαϊου, ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης έδωσε μία ολοκληρωμένη απάντηση στον δημοσιογράφο Παύλο Τσίμα (ΣΚΑΪ), δηλώνοντας ευθέως ότι - ναι - η ελληνική κυβέρνηση βλέπει την Χάγη ως πιθανή τελική διέξοδο για την επίλυση του κρίσιμου ζητήματος της οριοθέτησης ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας. Είναι μία θέση που σταδιακά παγιώνεται, τουλάχιστον σε επίπεδο επίσημης ρητορικής. Ταυτόχρονα, όμως, ο Γεραπετρίτης ξεκαθαρίζει ότι δεν βρισκόμαστε ακόμα εκεί - βρισκόμαστε καθ′ οδόν και απομένει πολύς δρόμος. Με το δεδομένο ότι πρόκειται για κομβικό ζήτημα, ο λόγος του υπουργού Εξωτερικών είναι πάρα πολύ σαφής:
«Θέλω να σας πω ότι πράγματι, όσο υφίσταται το αγκάθι της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, δεν μπορούμε να θεωρούμε δεδομένο ότι θα έχουμε μία μακρά ειρήνη στην περιοχή μας. Και για τον λόγο αυτό άλλωστε, τόσο ο Πρωθυπουργός όσο και εγώ έχουμε τονίσει ότι είναι μέσα στις δικές μας επιδιώξεις κάποια στιγμή να συζητήσουμε και το υποκείμενο αυτό ζήτημα, να μπορέσουμε να δούμε όλες τις τεχνικές του διαστάσεις. Γιατί είναι ένα θέμα το οποίο έχει κατεξοχήν τεχνικές διαστάσεις επί τη βάσει του Διεθνούς Δικαίου. Είμαστε μέλη και οι δύο χώρες μιας μεγάλης διεθνούς οικογένειας. Δεν μπορούμε να αποκλίνουμε από αυτό και να μπορέσουμε να καθίσουμε στο τραπέζι και να έχουμε ένα όσο το δυνατόν πιο απτό δείγμα σύμπλευσης στο θέμα αυτό. Εάν δεν καταφέρουμε να συνεννοηθούμε, να συμφωνήσουμε σε ό,τι αφορά την οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και υφαλοκρηπίδας, τότε τουλάχιστον να μπορέσουμε να φτιάξουμε ένα συνυποσχετικό και να πάμε σε μία διεθνή δικαιοδοσία. Αν με ρωτάτε αν είμαστε έτοιμοι γι’ αυτό, βλέπω στο πρόσωπό σας ότι αυτή θα ήταν η ερώτησή σας…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Πόσο κοντά είμαστε σε αυτό;
Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ: Θέλω να σας πω ότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα, διότι η πρώτη και μεγάλη προϋπόθεση είναι να υπάρχει αμοιβαία στοιχειώδης κατανόηση και ειλικρίνεια. Από την άλλη πλευρά, θα περιμένω να δω και τα αποτελέσματα των συμφωνιών που έχουμε. Να δούμε ότι πράγματι έχουν υπάρξει θετικά αποτελέσματα. Σε πολλές περιπτώσεις πράγματι, οι συμφωνίες που έχουμε κάνει έχουν λειτουργήσει ευεργετικά και βεβαίως να υπάρξει η πολιτική βούληση έτσι ώστε να ξεκινήσει ο διάλογος αυτός. Ακόμα δεν έχουμε βρεθεί στο σημείο αυτό. Τα δύο επόμενα μεγάλα βήματα είναι η Δευτέρα που θα συναντηθούν οι δύο ηγέτες και τον Ιούλιο που θα συναντηθούν στην Ουάσιγκτον στο πλαίσιο της Διάσκεψης του ΝΑΤΟ. Αυτά είναι τα δύο επόμενα μεγάλα ορόσημα.»
“...υπάρχουν πολλά προβλήματα που οι διπλωμάτες μπορούν να περάσουν χρόνια προσπαθώντας να λύσουν και ίσως να αποτύχουν να βρουν λύση εάν ο μοναδικός στόχος είναι να εστίαση στους προβληματικούς τομείς.”
Μεχμέτ Τσελίκ: Οι διαπραγματεύσεις για τα δύσκολα θέματα δεν πρέπει να γίνουν εμπόδια για άλλους τομείς
Την ίδια ώρα, σε μία άκρως ενδιαφέρουσα χρονική σύμπτωση, ο Μεχμέτ Τσελίκ - βασικός αρθρογράφος της τουρκικής φιλοκυβερνητικής Sabah, επιχειρεί να δώσει τη δική του απάντηση στην «ερώτηση του 1 εκατομμυρίου δολαρίων»: Αυτή η συγκεκριμένη συνάντηση, την ερχόμενη Δευτέρα, ανάμεσα σε Ερντογάν - Μητσοτάκη, μπορεί να οδηγήσει σε συγκεκριμένα βήματα προόδου στις ελληνοτουρκικές σχέσεις;
O Τσελίκ αρχίζει περιγράφοντας το πλαίσιο και τις συνθήκες μέσα στις οποίες θα γίνει ο διάλογος στην Άγκυρα:
«Εν μέσω παγκόσμιων εντάσεων, η ενίσχυση των ελληνοτουρκικών δεσμών είναι απαραίτητη για την περιφερειακή σταθερότητα και ειρήνη», γράφει ο βασικός πολιτικός αναλυτής της Sabah.
Παρακάτω, φτάνει στην ουσία των προβλημάτων και, εδώ, έχει μεγάλη σημασία η λεπτομέρεια: Το ύφος του αναλυτή που περνάει τη «γραμμή» της φιλοκυβερνητικής Sabah είναι χαρακτηριστικά ήπιο. Προσπαθεί με όλους τους τρόπους να περάσει το μήνυμα, ότι δεν είναι ώρα για διαφωνίες και συγκρούσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις:
«Δεν είναι μυστικό ότι η Άγκυρα και η Αθήνα έχουν έντονες διαφωνίες και ότι μέρος της κοινής ιστορίας και οι λύσεις τους είναι πολύ δύσκολα, αν όχι «αδύνατα». Από το Κυπριακό έως τις διαφωνίες για την υφαλοκρηπίδα και την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών σε άλλα ιστορικά ζητήματα που σχετίζονται με τις μειονότητες, υπάρχουν πολλά προβλήματα που οι διπλωμάτες μπορούν να περάσουν χρόνια προσπαθώντας να λύσουν και ίσως να αποτύχουν να βρουν λύση εάν ο μοναδικός στόχος είναι να εστίαση στους προβληματικούς τομείς. Ωστόσο, το ποτήρι δεν είναι εντελώς άδειο. Είναι μισογεμάτο. Με άλλα λόγια, ενώ οι συζητήσεις, οι διαπραγματεύσεις και οι προσπάθειες εξεύρεσης λύσεων σε αυτά τα προβλήματα μπορούν να συνεχιστούν, αυτές οι προσπάθειες δεν θα πρέπει να λειτουργούν ως εμπόδια σε τομείς όπου οι δύο γείτονες μπορούν να έχουν μια αμοιβαία αμοιβαία σχέση. Ο τουρισμός και το νέο σύστημα χωρίς μέγγενη για ορισμένα ελληνικά νησιά είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της προσέγγισης που θα ωφεληθεί. Φυσικά, υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες», γράφει ο Τσελίκ, που θυμίζει μία φράση - κλειδί από τις δηλώσεις Ερντογάν στην Αθήνα, κατά την τελευταία δική του επίσκεψη στην Ελλάδα:
«Πρέπει να ζήσουμε ειρηνικά, να αναζητήσουμε λύσεις στις διαφορές μας», είχε πει ο Τούρκος Πρόεδρος.
Η μετατροπή της Μονής της Χώρας σε Τζαμί Kariye
Ο Μεχμέτ Τσελίκ αγγίζει και το πλέον πρόσφατο «κρούσμα» τουρκικής προκλητικότητας, που ενόχλησε την Αθήνα και προκάλεσε την αντίδρασή της. Γράφει για τη Μονή της Χώρας (που ο ίδιος αποκαλεί ”τζαμί Kariye” - όπως το βάφτισαν οι Τούρκοι δηλαδή): «Την Τετάρτη, ο Μητσοτάκης σχολίασε τα εγκαίνια του τζαμιού Kariye στην Κωνσταντινούπολη. Το τζαμί, το οποίο αρχικά χτίστηκε ως εκκλησία και αργότερα μετατράπηκε σε τζαμί κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Σουλτάνου Βαγιαζήτ Β′ από τον Μεγάλο Βεζίρη Hadım Ali Pasha (Atik Ali Pasha), μετατράπηκε σε μουσείο υπό τη Διοίκηση του Μουσείου το 1948. Ωστόσο, ανέκτησε το καθεστώς του ως τζαμί το 2020 και το κτήριο του τζαμιού έχει υποστεί αποκατάσταση για τέσσερα χρόνια.
Αναμενόμενο, (ο Μητσοτάκης) εξέφρασε δημόσια την έντονη δυσαρέσκειά του «για την εντελώς περιττή μετατροπή ενός ιστορικού βυζαντινού ναού, της Μονής της Χώρας, σε τζαμί». Είπε ότι «θα θέσει σίγουρα αυτό το ζήτημα» στον Πρόεδρο Ερντογάν όταν συναντηθούν τη Δευτέρα».
Ο Τούρκος αναλυτής μένει εκεί. Δεν γράφει τίποτα περισσότερο,ούτε προτρέπει (όπως ίσως θα περίμενε κάποιος στην Ελλάδα) τον Ερντογάν να δώσει απάντηση, εάν ακούσει μία τέτοια τοποθέτηση από τον Μητσοτάκη. Και, ίσως, δεν είναι καθόλου τυχαίο αυτό, την ώρα που το Στέιτ Ντιπάρτμεντ παρενέβη ευθέως, καλώντας την Άγκυρα να σεβαστεί την Ιστορία...
Ο επίλογος του Τσελίκ δεν χρειάζεται σχολιασμό και, σίγουρα, δεν θυμίζει την οξεία τουρκική ρητορική των προηγουμενων ετών: «Κατά την άποψή μου, η τρέχουσα ατμόσφαιρα είναι πολύ ώριμη για να προχωρήσουμε βήματα στο επόμενο επίπεδο όσον αφορά τους δεσμούς μεταξύ γειτόνων. Από την πολιτική ηγεσία μέχρι τους επιχειρηματίες και τα μέλη των μέσων ενημέρωσης, αυτή η ευκαιρία πρέπει να αξιοποιηθεί θετικά και να μετατραπεί σε συγκεκριμένα αποτελέσματα. Μια άλλη καταστροφή (όπως ο καταστροφικός σεισμός στην Τουρκία) δεν χρειάζεται για να φέρει τα δύο έθνη πιο κοντά.»