Τον θυμάμαι, τον θυμάμαι σαν τώρα. Είμαι από τους ελάχιστους, στους οποίους είχε επιτρέψει να παρεισφρήσουν στο σιωπηλό κέντρο του. Και είμαι εδώ για να μαρτυρήσω τα μυστικά του που επιδέξια απέκρυψε στα Κατάλοιπά του, αλλά φωτίζουν τα λόγια του. Γιός ράφτη από την περιφέρεια, υιός χειρώνακτα, θα παραμείνει ο ίδιος χειρώναξ, καταγινόμενος δια βίου με τη γραφή. «Ο πατέρας σου είναι όλη τη μέρα στο ραφείο, εσύ στο γραφείο», του έλεγε η μητέρα του. Μετά την ολοκλήρωση σπουδών Νομικής στη συμπρωτεύουσα, έφυγε για το Φράιμπουργκ για σπουδές Φιλοσοφίας, με ελάχιστες γνώσεις της γερμανικής γλώσσας, γλώσσα στην οποία μυήθηκε από μοναχός του, μελετώντας τις ιστορίες και τα διδάγματα του Ευαγγελίου. «Γνωρίζοντας ήδη το περιεχόμενο της Καινής Διαθήκης, έμαθα να διαβάζω και να μιλάω γερμανικά από ένα μόνο βιβλίο».
Τον θυμάμαι να μιλάει με πάθος για τον Φρίντριχ Χέλντερλιν, ο «Υπερίωνας» του οποίου τον είχε ενθουσιάσει. Εγκαταστάθηκε για σπουδές στην καταπράσινη πόλη, ανάμεσα στο τριεθνές κομμάτι Γαλλίας, Γερμανίας, Ελβετίας, κοντά στον Μέλανα Δρυμό. Τον θυμάμαι να διηγείται με μύχιο κλυδωνισμό τις περιπέτειες του Χέλντερλιν, το ανέφικτο του έρωτά του με τη «Διοτίμα», να μιλάει για τον Σέλλινγκ, τον Σίλερ, τον Νίτσε, τον Γκαίτε, σα να τους είχε γνωρίσει προσωπικά. Μα τους είχε «ζήσει» όσο πιο προσωπικά γινόταν.
Ο Άγγελος Ξένος διακόνησε επί σειρά ετών την τέχνη της μετάφρασης, μεταφέροντας σημαντικά έργα της γερμανικής ποίησης και λογοτεχνίας στη μητρική του γλώσσα. Ακάματα και διακριτικά, ενώ ταυτόχρονα εξέδιδε ανά τακτά διαστήματα ποίηση και πρόζα. Η τελευταία του μελέτη υπήρξε το «Κάτω από τον ανοιχτό ουρανό» με θέμα τον Φάουστ του Γκαίτε. Πώς χάθηκε, πώς αναχώρησε στο φως που τόσο αγαπούσε ή στο σκότος όπως του άρεσε δηκτικά να αναφέρει, ο Άγγελος Ξένος ουδείς γνωρίζει. Μία ημέρα βρήκα πάνω στο γραφείο έναν κλειστό κίτρινο φάκελο, δίχως όνομα παραλήπτη, μήτε αποστολέα. Ένας μικρός το δέμας, καλαίσθητος τόμος σε σκούρες αποχρώσεις έφερε τον τίτλο «Φωτεινό κέντρο», με υπότιτλο ως επεξήγηση «Από τα κατάλοιπα του Άγγελου Ξένου».
Θυμάμαι τα χρόνια που τον παίδευαν αυτά τα σπαράγματα λόγου που κατέγραφε σε οιοδήποτε κομμάτι χαρτιού έβρισκε μπροστά του, διαφόρων σχημάτων, χρωμάτων, διαφορετικών ποιοτήτων, να επαναλαμβάνει σχεδόν μονότονα: «Δεν θα σου αρέσει, δεν θα σου αρέσει, είναι λίγο σκοτεινό, κάπως αποσπασματικό». Κι όμως τώρα που εκείνος δεν είναι πια εδώ, ο επιμελητής της έκδοσης επέλεξε από τους εννέα τίτλους που εκείνος είχε αφήσει με κεφαλαία γράμματα, τον πρώτο, τον πιο φωτεινό και έκκεντρο.
Το βιβλίο είναι ο εσωτερικός διάλογος ενός περιπατητή με φόντο τη σημερνή Αθήνα, ο οποίος αφού έχει λύσει τις όποιες διαφορές με τον εαυτό του, συνομιλεί με την πόλη, τη συλημένη φύση του άστεως, τα πολιτισμικά θραύσματα του παρελθόντος, τις βελανιδιές, τις συμβάσεις, την υλοφροσύνη, την κερδαλεοφροσύνη, την εγωπάθεια, τον ναρκισσισμό. Ο Άγγελος Ξένος τονίζει ότι «τα μεγάλα έργα σε όλες τις γλώσσες και σε όλη την οικουμένη δεν είναι πάνω από χίλια, ίσως ούτε καν χίλια, τα υπόλοιπα είναι, στην καλύτερη περίπτωση, λογοτεχνία, και το μεγαλύτερο μέρος απλώς και μόνο κατασπατάληση χάρτου». Τόνιζε επίσης, ότι τα περισσότερα βιβλία που είχε διαβάσει, και είχε μελετήσει πολλά, «έπασχαν στον ρυθμό, στον σωστό τόνο που είναι μάλλον το σπουδαιότερο και το μεγαλύτερο μυστικό», ενώ διερωτώμενος τι είναι αυτό που τον κάνει να πλήττει όταν παίρνει να διαβάσει ένα περιπλεγμένο μυθιστόρημα, καταλήγει:
«Στον τόπο μας σήμερα παράγεται μεγάλη ποσότητα λογοτεχνίας αλλά ατροφεί απελπιστικά η τέχνη του λόγου που αναζητά τα πιο κρυμμένα μυστικά στα πιο βαθιά νερά και είναι πρώτα απ’ όλα η υποταγή στη γλώσσα, υποταγή και παράδοση στη βαθύτερη κίνηση της γλώσσας, δέος μπροστά στο μυστήριο που είναι κατά βάθος η γλώσσα».
Το βιβλίο από την πρώτη του σελίδα σε «πιάνει από τα μαλλιά» και δεν σ’ αφήνει να ησυχάσεις παρά μόνο αν τελειώσεις και τις τελευταίες του αράδες. Και μόνο όταν το ολοκλήρωσα, κατάλαβα ότι ο Άγγελος Ξένος μου είχε επιτρέψει να τον πλησιάσω διότι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Οι κοινοί και οικείοι τόποι είναι πολλοί: Ο Γιώργος Χειμωνάς, επίσης, στο Εχθρός του Ποιητή, δημιουργεί μία περσόνα, την Ελένη Ξένου, με συνώνυμο μάλιστα επίθετο. Ο Μπλέζ Πασκάλ, στις Σκέψεις δεν άφησε ολοκληρωμένο έργο, αλλά σπαράγματα πίστεως, τα οποία «συναρμολογήθηκαν» αργότερα. Ο Νίτσε και ο πρώτος μεταφραστής του εν Ελλάδι το 1913, ο Νίκος Καζαντζάκης, είναι οιονεί παρόντες μέσα στο κείμενο.
Αλλά, πάλι σκέφτομαι, ότι έτσι κάπως είναι οι στιγμές της αληθινής φιλίας, στιγμές απόλυτης γύμνιας.
Μυρένα Σερβιτζόγλου
Για το βιβλίο του Θανάση Λάμπρου Φωτεινό κέντρο, Από τα κατάλοιπα του Άγγελου Ξένου, θα μιλήσουν την Πέμπτη, 13 Ιουνίου 2019 (ώρα 19:30), στις Εκδόσεις Αρμός, Μαυροκορδάτου 11, Αθήνα, η Μυρένα Σερβιτζόγλου, Ακόλουθος Τύπου, ο Κωνσταντίνος Μπούρας, κριτικός λογοτεχνίας, ο Αλέξανδρος Μαλλιάς, Πρέσβης ε.τ. και ο συγγραφέας.