Οι δημόσιες συμβάσεις ήταν ανέκαθεν ο τομέας όπου η διαφθορά (η οποία μπορεί να οριστεί ως η χρήση της δημόσιας εξουσίας για προσωπικό όφελος) βρίσκει πρόσφορο έδαφος και ευδοκιμεί. Η διαφθορά στις δημόσιες συμβάσεις δεν κοστίζει μόνο σε χρήμα (από το αυξημένο κόστος λόγω μη αξιοκρατικών/οικονομικών κριτηρίων κατά την επιλογή του αναδόχου), αλλά έχει επίσης αρνητικές επιπτώσεις στις αξίες και τους θεσμούς (η εμπιστοσύνη στους οποίους υποβαθμίζεται σε ανησυχητικό επίπεδο), στη δημοκρατία και στο κράτος δικαίου (καθώς η παρανομία και η αδικία κυριαρχούν στην κοινωνία), για να αναφέρουμε μερικές μόνο από τις σοβαρές συνέπειές της.
Ωστόσο, οι δημόσιες συμβάσεις αποτελούν μια από τις πιο κρίσιμες διοικητικές διαδικασίες - μέρος μιας ευρύτερης δημόσιας πολιτικής που ρυθμίζει την οικονομία και τη σχέση της με το κράτος - με απώτερο στόχο την προώθηση της ευημερίας και της ανάπτυξης σε όλα τα επίπεδα της ζωής των πολιτών και των επιχειρήσεων.
Πολλοί οργανισμοί έχουν ασχοληθεί με τη διαφθορά στις δημόσιες συμβάσεις, όπως ο ΟΟΣΑ, η Διεθνής Διαφάνεια, τα Ηνωμένα Έθνη κ.ά., και έχουν εκδώσει σχετικές εκθέσεις και κατευθυντήριες γραμμές για την καταπολέμησή της. Και, παρόλο που οι κυβερνήσεις προσπαθούν να μειώσουν τη διαφθορά στις δημόσιες συμβάσεις, κυρίως, με νομοθετικές ρυθμίσεις, το πρόβλημα όχι μόνο επιμένει αλλά εξακολουθεί να είναι τεράστιο. Σύμφωνα με την έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το 2023 “Stepping up the EU’s to tackle corruption: cost of non-Europe”, μόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 κρατών-μελών, η διαφθορά έχει κοστίσει 29,6 δισεκατομμύρια ευρώ μεταξύ 2016 και 2021.
Έτσι, είναι εύλογο να αναρωτηθούμε, πόσο ειλικρινείς και αποτελεσματικές είναι οι ρυθμίσεις και τα μέτρα που λαμβάνουν οι κυβερνήσεις;
Ας προσπαθήσουμε να απαντήσουμε συνοπτικά στο παραπάνω ερώτημα συζητώντας την περίπτωση της Ελλάδας. Η Ελλάδα, κράτος-μέλος της Ε.Ε. και χώρα με μάλλον κακή κατάταξη στους δείκτες World Rule of Law και Transparency International Corruption, θα μπορούσε να αποτελέσει χαρακτηριστικό παράδειγμα χώρας που ισχυρίζεται ότι αγωνίζεται για την καταπολέμηση της διαφθοράς με ελάχιστα θετικά αποτελέσματα.
Για χρόνια, το κανονιστικό πλαίσιο για τις δημόσιες συμβάσεις ήταν κατακερματισμένο σε διάφορα νομοθετήματα, με αποτέλεσμα αναποτελεσματικές, αδιαφανείς και δαπανηρές σε χρόνο και χρήμα διαδικασίες. Το 2016, η Ελλάδα έπρεπε να προσαρμόσει τη νομοθεσία της στις οδηγίες της Ε.Ε., οπότε εκδόθηκε ο νόμος υπ’ αρ. 4412. Παρά τα πολλά οφέλη του νέου νόμου, η διαφθορά δεν έχει ουσιαστικά αντιμετωπιστεί, όπως δείχνουν διάφορες εκθέσεις και οι επιδεινούμενοι δείκτες διαφθοράς.
Είναι σίγουρα θέμα κουλτούρας και βαθιά ριζωμένων παθογενειών, οι οποίες δεν αλλάζουν εύκολα. Είναι όμως και θέμα καλών ή κακών νόμων. Και όταν έχεις έναν νέο, σύγχρονο, επιβαλλόμενο από την Ε.Ε. νόμο, μπορεί κανείς να τον αξιοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο, αλλά οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν το έκαναν.
Όπως αναφέρουν οι Σωτηρόπουλος κ.ά. στην εκτεταμένη έκθεσή τους το 2020, μεταξύ άλλων προβλημάτων, στο όνομα της ευελιξίας και της ταχύτητας ο νέος νόμος θυσιάζει τη διαφάνεια, η κατάτμηση του πεδίου εφαρμογής των δημόσιων συμβάσεων εξακολουθεί να αποτελεί συνήθη πρακτική και οι συμβάσεις απευθείας ανάθεσης (οι οποίες επιτρέπονται για δημόσιες συμβάσεις ύψους έως 30.000 συν ΦΠΑ) παραμένουν η κύρια διαδικασία για τις δημόσιες συμβάσεις, δημιουργώντας οργανωτικά και λειτουργικά προβλήματα στη δημόσια διοίκηση. Είναι επίσης η διαδικασία όπου οι δημόσιες αρχές έχουν το δικαίωμα να επιλέξουν έναν συγκεκριμένο προμηθευτή, ενώ τα κριτήρια επιλογής είναι ασαφή ή ανύπαρκτα. Ως εκ τούτου, φαίνεται να είναι η διαδικασία έντονης πολιτικής παρέμβασης και ένας τομέας όπου η διαφθορά είναι έντονη.
Έρευνα που πραγματοποιήσαμε πρόσφατα για ακαδημαϊκούς σκοπούς σχετικά με τη διαδικασία των συμβάσεων απευθείας ανάθεσης επιβεβαιώνει ότι προτιμώνται από τις δημόσιες υπηρεσίες κατά 74% σε σχέση με τον διαγωνισμό. Ο κύριος λόγος φάνηκε να είναι η ταχύτερη ολοκλήρωση της διαδικασίας (66%). Ο δεύτερος κύριος λόγος (63%) ήταν η δυνατότητα προτίμησης συγκεκριμένου προμηθευτή, ενώ μόνο ένα 7,9% των ερωτηθέντων διενεργεί έρευνα τιμών και αγοράς για την επιλογή προμηθευτή.
Ταυτόχρονα, το κύριο μειονέκτημα της διαδικασίας (77%) διαπιστώθηκε ότι είναι η πολιτική παρέμβαση- ο επικεφαλής της υπηρεσίας, π.χ. ο δήμαρχος, υποδεικνύει αυτόν που παίρνει τη δουλειά με δικά του, υποκειμενικά κριτήρια, τα οποία δεν έχουν ως βάση πάντα με το δημόσιο συμφέρον.
Επιπλέον, το 75% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι οι οικονομικοτεχνικές μελέτες είναι (τυχαία;) ασαφείς, λανθασμένες και γενικά ανεπαρκείς και ακατάλληλες τόσο για την ποιότητα της διαδικασίας όσο και για τον επακόλουθο έλεγχο, αποτελώντας έτσι το τρίτο κύριο πρόβλημα της διαδικασίας. Επιπλέον, υπάρχει η τάση οι μελέτες να προσαρμόζονται στο ποσό της απευθείας ανάθεσης και όχι στις πραγματικές ανάγκες των υπηρεσιών (είτε προς τα πάνω, επιπλέον των πραγματικά απαιτούμενων ποσοτήτων, είτε προς τα κάτω για αποφυγή του διαγωνισμού).
Ο συνδυασμός αυτών των ευρημάτων, και χωρίς να υπεισέλθουμε στα υπόλοιπα ευρήματα της έρευνας, συνεπάγεται μειωμένη αποτελεσματική συμμετοχή των διοικητικών υπαλλήλων και περιθώρια υποκειμενικότητας, αδιαφάνειας, αυθαιρεσίας, παρατυπιών και διαφθοράς, που επιτρέπει ο ίδιος ο νόμος.
Το πρώτο και σημαντικότερο που πρέπει να αλλάξει, είναι το άνοιγμα της διαδικασίας σε κάθε δυνητικό προμηθευτή. Με αυτόν τον τρόπο, τα πολύ γνωστά πλεονεκτήματα του υγιούς ανταγωνισμού θα μπορούσαν να ωφελήσουν τον δημόσιο τομέα.
Πληθώρα άλλων απλών, αλλά αποτελεσματικών μέτρων θα μπορούσαν να εφαρμοστούν προκειμένου να αυξηθεί η αξιοπιστία της διαδικασίας, όπως, ενδεικτικά, η ψηφιοποίηση και η τυποποίηση της διαδικασίας με την καθιέρωση ηλεκτρονικών υποδειγμάτων-εντύπων, τυποποιημένων τεχνικών προδιαγραφών, όπου είναι δυνατόν, και η δημοσίευση ενημερωτικών και εκπαιδευτικών εγχειριδίων για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Ακόμη, η συνεχής κατάρτιση και εκπαίδευση των μάνατζερ και των υπαλλήλων θα τους ενδυνάμωνε και θα προωθούσε την ανάπτυξη μιας κουλτούρας ηθικής, επαγγελματισμού, λογοδοσίας, νομιμότητας, αποτελεσματικότητας και επιδίωξης να κάνουν καλά τη δουλειά τους, παρά τις όποιες παρεμβάσεις, αντί της σημερινής απομάκρυνσης από τους σκοπούς και τις αξίες του επαγγέλματός τους.
Αλλά όλα τα παραπάνω και η βελτίωση του νόμου, σημαίνουν, φυσικά, την αποτροπή της πολιτικής παρέμβασης στη διαδικασία των συμβάσεων, δηλαδή, καταπολέμηση των πελατειακών σχέσεων. Και αυτό με τη σειρά του, απαιτεί αλλαγή νοοτροπίας, ισχυρές πολιτικές αποφάσεις και δέσμευση της πολιτικής ηγεσίας.