Το έντονο φαινόμενο της μείωσης των γεννήσεων στην Ελλάδα έχει δημιουργήσει διττό πρόβλημα. Αφενός ο πληθυσμός συρρικνώνεται και αφετέρου γερνάει. Και φθάνουμε στο σημείο να αναρωτιόμαστε ποιο θα είναι το μέλλον της πατρίδας μας, όταν, μάλιστα, νιώθει έντονα την πίεση του μεταναστευτικού από χώρες όπου οι πολίτες της έχουν συνηθίσει να γεννούν πολλά παιδιά, ανεξαρτήτως οικονομικών συνθηκών και περιβάλλοντος στο οποίο ζουν. Όμως αυτό δεν είναι ζήτημα, καθώς δεν μπορείς να απαγορεύσεις σε κανέναν να θέλει να αποκτήσει παιδιά. Το ζήτημα έγκειται στο πώς ο Ελληνας θα γεννήσει παιδιά.
Ως προς αυτό, οι συνθήκες στην Ελλάδα δεν είναι οι κατάλληλες. Εάν κάποιος έχει συγγενή στο εξωτερικό που έχει οικογένεια, γνωρίζει ότι εκεί τα κράτη δείχνουν μεγαλύτερη επιμέλεια στις οικογένειες. Και δεν είναι μόνο τα καλύτερα επιδόματα για κάθε παιδί, αλλά είναι το σύνολο των παροχών.
Στην Ελλάδα, ο χαμηλής και μέσης οικονομικής κατάστασης γονέας υφίσταται έντονο προβληματισμό, για το πώς μπορεί να μεγαλώσει με αξιοπρέπεια το ή τα παιδιά του. Και αυτός είναι ο κυρίαρχος λόγος των νέων που προβληματίζονται να κάνουν οικογένεια: με ποιες συνθήκες θα μεγαλώσουν τα παιδιά τους.
Ας ξεκινήσουμε χρονικά. Μολονότι αυξήθηκε σημαντικά το επίδομα για τη γέννηση ενός παιδιού, εντούτοις φαντάζει μικρό για να καλύψει τις αρχικές ανάγκες. Το βρεφικό γάλα και όλα τα είδη πρώτης ανάγκης που χρειάζεται ένα βρέφος, δημιουργούν πονοκέφαλο και αποτελούν ίσως το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού της νέας οικογένειας.
Εν συνεχεία, στους βρεφονηπιακούς σταθμούς που μπαίνουν εισοδηματικά όρια, λες και οι γονείς που έχουν ένα μέσο εισόδημα δεν πληρώνουν φόρους, αποκλείονται τα παιδιά τους από τους δημόσιους σταθμούς (γίνονται προσπάθειες να αμβλυνθεί η κατάσταση) και καταφεύγουν στους ιδιωτικούς με τη σχετική επιβάρυνση.
Ερχεται το Δημοτικό, όπου ενώ τα παιδιά θα έπρεπε να κάνουν την προπαρασκευή των μαθημάτων για την επόμενη μέρα στο Ολοήμερο, όπως συμβαίνει στα άλλα κράτη. Εδώ ναι μεν έχουμε Ολοήμερο αλλά με 30 μαθητές ο ένας δάσκαλος τι να πρωτοπρολάβει και επιπλέον υπάρχει και το θέμα της σίτισης, που και εκεί επιλαμβάνεται ο δάσκαλος. Τραγική κατάσταση για ένα Ολοήμερο που υπολειτουργεί. Γι αυτό και δημιουργήθηκαν απέναντι από σχεδόν σε κάθε σχολείο και από ένα Μαθητικό Κέντρο ή όπως αλλιώς το ονομάζει ο κάθε ιδιοκτήτης, διότι οι γονείς εκεί καταφεύγουν, ώστε τα παιδιά τους να είναι «διαβασμένα» για την επόμενη μέρα, έχοντας σιτιστεί κιόλας. Και, βέβαια, ο γονέας πάλι καλείται να πληρώσει.
Παράλληλα, έχουμε και τις ξένες γλώσσες, που ενώ είναι τουλάχιστον δύο οι υποχρεωτικές στο σχολείο, ουδείς λαμβάνει πτυχίο με την αποφοίτηση. Γι αυτό και οι γονείς στέλνουν τα παιδιά στα φροντιστήρια ξένων γλωσσών, πληρώνοντας και πάλι πολλά χρήματα.
Κι ερχόμαστε στο Γυμνάσιο όπου πολλοί γονείς ξεκινούν την ενίσχυση των παιδιών τους, στέλνοντάς τα σε Μαθητικά Κέντρα για τα μαθήματα του Σχολείου και αυτή η κατάσταση ενδυναμώνεται στο Λύκειο όπου έχουμε τα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα στο σπίτι, με πολλαπλάσια έξοδα.
Κι όλα αυτά για να «περάσει» ένα παιδί στην επαρχία, σε κάποια σχολή, που ο γονέας θα κληθεί -αν δεν είναι τυχερός να βρει στέγη το παιδί του σε μαθητική εστία- να καταβάλλει ένα πολύ μεγάλο ποσό μηνιαίως, για τουλάχιστον 4 χρόνια.
Το… μαρτύριο δεν τελειώνει ούτε μετά το Πανεπιστήμιο, διότι ίσως χρειαστούν μεταπτυχιακά.
Για να φθάσουμε, τελικά, σε μια κοινωνία, όπου μολονότι υπάρχουν πολλές διαθέσιμες θέσεις εργασίας, δε συνάδουν όλες με τις σπουδές που έκαναν τα παιδιά (εδώ ποτέ δεν εφαρμόσαμε τον επαγγελματικό προσανατολισμό), με αποτέλεσμα να έχουμε παιδιά να φεύγουν στο εξωτερικό, άλλα να κάνουν επαγγέλματα του ποδαριού και άλλα να γεμίζουν καφετέριες σπαταλώντας τα ελάχιστα χρήματα γονέων και παππούδων. Ως προς την τελευταία περίπτωση φέρουν ευθύνη και πολλοί γονείς, που προτιμούν τα παιδιά τους να μένουν άνεργα, να παίρνουν τα όποια πενιχρά επιδόματα του κράτους, το οποίο έχει ευθύνη για την κατάσταση με τα επιδόματα, παρά να κάνουν μια τίμια δουλειά ξεκινώντας με λίγα χρήματα και να διεκδικήσουν περισσότερα στη συνέχεια.
Χρειάζονται, λοιπόν, γενναίες αποφάσεις, ώστε να αλλάξουμε τη φιλοσοφία μας ως προς την κοινωνία, να τη διατηρήσουμε -αν θέλουμε- στην ελεύθερη οικονομία, αλλά να μη στενάζουν οι γονείς και αναστενάζει η χώρα.