Βασιλεύουσα, Οκτώβριος του 829 μ.Χ. Ο εικονομάχος πρίγκιπας Θεόφιλος στέφεται αυτοκράτορας του βυζαντινού θρόνου μετά τον θάνατο του πατέρα του, Μιχαήλ Β΄ του Τραυλού.
Τίποτα δε μαρτυρά τα δυνατά πάθη που κρύβει μέσα του, τον καταδικασμένο έρωτά του για την Κασσιανή, που, από ένα πείσμα της στιγμής, απαρνήθηκε επιλέγοντας για σύντροφό του τη Θεοδώρα.
Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, ο Θεόφιλος και η Κασσιανή θα αναμετρηθούν με το πεπρωμένο τους· το όραμα εκείνου για την ανάγκη μιας βαθιάς θρησκευτικής μεταρρύθμισης χωρίς τα είδωλα των εικόνων, για δωρεάν παιδεία και δικαιοσύνη, η δική της επιθυμία να χτίσει το μικρό της μοναστήρι και να αφοσιωθεί στον Θεό, να γράψει τους ύμνους για τους οποίους ένιωθε ότι ήταν προορισμένη.
Δίπλα τους, κρυφοί εικονολάτρες και εικονομάχοι, φωτισμένοι λόγιοι και μοναχοί, πιστοί φίλοι και αδίστακτοι αξιωματούχοι, μια αυτοκρατορία όπου κανείς δεν εμπιστεύεται κανέναν.
«... Τα βήματά του τον έφεραν έξω από το αρχοντικό της Κασσιανής. Στάθηκε σε κάποια απόσταση και έψαξε με τη ματιά του. Η κόρη φορούσε ακόμα το λευκό φόρεμα, όπως την είχε δει στον κήπο του παλατίου. Ρέμβαζε καθισμένη σε ένα μαρμάρινο ανάκλιντρο πλάι σε τρεχούμενα νερά. Και τι δεν θα ’δινε να ήξερε τι σκέφτεται. Προχώρησε λίγα βήματα. Εκείνη έστρεψε το κεφάλι και τον είδε. Ταράχτηκε. Όμως δεν πήρε το βλέμμα της από το δικό του. Σαν να υπήρχε μια αμοιβαία έλξη, ένας παράξενος μαγνητισμός. Το βλέμμα της έμεινε ακίνητο να τον κοιτάζει, μια ολόκληρη στιγμή, σαν να συνομιλούσε η ψυχή της μαζί του...»
Πριν από λίγες μέρες κυκλοφόρησε το βιβλίο «Θεόφιλος και Κασσιανή» (εκδόσεις Πατάκη), το τελευταίο βιβλίο της Μαρίας Λαμπαδαρίδου Πόθου.
Ιστορικό μυθιστόρημα, μυθιστορηματική βιογραφία, μυητικό ταξίδι αυτογνωσίας, αποτίει φόρο τιμής σε μια εξέχουσα γυναικεία μορφή του βυζαντινού κόσμου, την ποιήτρια και υμνογράφο Κασσιανή, το τροπάριο της οποίας ψάλλεται τη Μεγάλη Τρίτη στις εκκλησίες.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα
Στις 15 Ιουνίου 2023 έφυγε από τη ζωή η διακεκριμένη Ελληνίδα ποιήτρια και συγγραφέας Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου, κληροδοτώντας μας μια πλούσια εργογραφία.
Γεννήθηκε στη Μύρινα της Λήμνου, στις 15 Οκτωβρίου 1933. Η βιβλιογραφία της περιλαμβάνει είκοσι δύο μυθιστορήματα με πολλαπλές ανατυπώσεις, έξι βιβλία πεζής ποίησης, δύο δοκίμια αφιερωμένα στον Οδυσσέα Ελύτη και στον Samuel Beckett (Οδυσσέας Ελύτης, ένα όραμα του κόσμου και Samuel Beckett) και δεκατέσσερις ποιητικές συλλογές.
Επιπρόσθετα, παράλληλα με την ποίηση και την πεζογραφία, έγραφε θεατρικά έργα, τα οποία ανέβηκαν στο σανίδι, τόσο εντός των ελληνικών συνόρων όσο και εκτός.
Το έργο της μεταφράστηκε σε τρεις γλώσσες, στην αγγλική, τη γαλλική και τη σουηδική, και διδάσκεται σε πολλά πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού. Το 1966 της απονεμήθηκε, από την «Ομάδα των Δώδεκα», ομάδα απαρτιζόμενη από 12 εξέχοντες Έλληνες λογοτέχνες (που την αποτελούσαν οι κορυφαίοι της εποχής, μεταξύ των οποίων οι Ελύτης, Τερζάκης, Θεοτοκάς, Αθανασιάδης, Άλκης Θρύλος), το βραβείο «Φέξη» για τη συνολική μέχρι τότε λογοτεχνική δράση της και ως πολλά υποσχόμενη νέα συγγραφέα.
Το 1987 έλαβε βραβείο από την Aκαδημία Aθηνών για το μυθιστόρημα H Mαρούλα της Λήμνου. Έπειτα, το 1995 έλαβε το βραβείο πεζογραφίας από το «Ίδρυμα Ουράνη» της Ακαδημίας Αθηνών για το μυθιστόρημα Με τη λάμπα θυέλλης.
Η Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου αποτελεί αναμφισβήτητα ένα σημαντικό κεφάλαιο για τη λογοτεχνία της χώρας. Το ταλέντο και τη ποικιλομορφία των έργων της τα παραθέτει η Λίτσα Ψαραύτη με μια σύντομη αλλά τόσο ουσιαστική φράση: «Με λόγο ποιητικό και διεισδυτικό, όπως είναι γραμμένα όλα τα βιβλία της, και με την αμεσότητα της αλήθειας και της διαίσθησης, της βαθιάς ενόρασης που χαρακτηρίζει τη γραφή της, καταγράφει και σχολιάζει όχι μόνο περιστατικά που αφορούν την προσωπική της ζωή, αλλά και το κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, παράλληλα με τις προσωπικές της υπαρξιακές και μεταφυσικές αγωνίες και αναζητήσεις».
Όπως αναφέρει η εκδότρια Άννα Πατάκη «Η Μαρία έλεγε πως το Θεόφιλος και Κασσιανή είναι το κύκνειο άσμα της, εγώ, για να είμαι ειλικρινής, πίστευα πως θα έχει τη χρονική, ευχέρεια να γράψει κι άλλα, η δύναμη, η αυτοκυριαρχία, το πάθος της μ’ έκαναν, ίσως, να παραβλέπω τον χρόνο που, όντως, βαραίνει πάνω μας από ένα σημείο και πέρα, και να μην πιστεύω στα λόγια της. Η Μαρία είναι πια στην αγκαλιά της Μύρινας της Λήμνου. Και αγναντεύει τη θάλασσα, είμαι σίγουρη».