Θεόφιλος Βουρλιώτης: «Πρεσβευτής» της Ελλάδας, του Θεού και της μουσικής

Συνέντευξη

Οι Αγγελιαφόροι σχηματίστηκαν στην Αθήνα στα τέλη του 1968 και ήταν το πρώτο – και πιθανότατα μοναδικό – φωνητικό κουαρτέτο στην μουσική Ιστορία της Ελλάδας, πόσο μάλλον το μόνο σχήμα από τη χώρα μας που μελέτησε σε βάθος και ασχολήθηκε τόσο εκτενώς με τα αμερικανικά θρησκευτικά τραγούδια, τα gospel και τα spirituals. Στη σύντομη, περίπου τριετή, διαδρομή τους πραγματοποίησαν πολλές συναυλίες στην Αττική και ηχογράφησαν ένα και μοναδικό, συλλεκτικό προ πολλού, single. Εις εκ των τεσσάρων, ο Ζάχος Τερζάκης, έγινε στη συνέχεια διεθνώς καταξιωμένος τενόρος αλλά και οι υπόλοιποι, παράλληλα με σπουδές και άλλες δραστηριότητες τους, δεν έπαψαν ποτέ να ασχολούνται με την μουσική, σε λιγότερο ή περισσότερο ερασιτεχνικό και κάποιοι επαγγελματικό επίπεδο.

Ενας από αυτούς ήταν ο Θεόφιλος Βουρλιώτης ο οποίος είχε μια τουλάχιστον πολύ ενδιαφέρουσα πορεία ζωής. Μετοίκισε στην Αμερική και συγκεκριμένα στο Οκλαντ της Καλιφόρνια, αρχικά μόνο για μεταπτυχιακές σπουδές οικονομικών που ήδη όμως πριν τις ολοκληρώσει είχε αρχίσει την πολύ επιτυχημένη ενασχόληση του με τις επιχειρήσεις και μάλιστα σε αρκετούς διαφορετικούς τομείς. Παράλληλα με την επιχειρηματική δραστηριότητα του την δεκαετία του ’70 ίδρυσε μαζί με τον αδελφό του Πέτρο Βουρλιώτη την θρησκευτική/ανθρωπιστική οργάνωση Έλληνες για τον Χριστό/Greeks for Christ η οποία στη συνέχεια εξελίχθηκε σε φιλανθρωπική και μάλιστα διεθνούς εμβέλειας αλλά και δεν σταμάτησε να ασχολείται με την μουσική κυκλοφορώντας μία σειρά CD που εκσυγχρόνιζαν μουσικά αρκούντως το παραδοσιακό ιδίωμα του gospel ενώ τέλος εξέδωσε το πρώτο βιβλίο του.

Εχοντας επαναπατριστεί οριστικά εδώ και μερικά χρόνια – αν και, όπως ομολογεί ο ίδιος, νοσταλγώντας όχι τόσο την ίδια την Αμερική όσο τον «πολύ πιο λογικό και εύκολο για τους κανονικούς ανθρώπους τρόπο ζωής της» - συνεχίζει πλέον εδώ όλες τις δραστηριότητες του, την φιλανθρωπική, την συγγραφική μα και την μουσική. Οσον αφορά στην τελευταία η πλέον «δυναμική» κίνηση του μέχρι τώρα ήταν μια συναυλία στην Μουσική Βιβλιοθήκη «Λίλιαν Βουδούρη» του Μεγάρου Μουσικής τον Απρίλιο στην οποία παρουσίασε το έργο του «Άνωθεν» και σημείωσε πολύ μεγάλη επιτυχία. Με αφορμή την επικείμενη κυκλοφορία σε CD της ηχογράφησης αυτής της συναυλίας είχα μαζί του μια μακρά συνομιλία για διάφορα θέματα η οποία όμως αναπόφευκτα εντέλει επικεντρώθηκε στις δύο μεγαλύτερες αγάπες της ζωής του, τον Θεό και την μουσική. Αν και μέσα από την συζήτηση δεν αργείς να καταλάβεις ότι για εκείνον αυτά τα δύο τελικά δεν είναι παρά διαφορετικές όψεις του αυτού πράγματος, κάτι που με την σειρά του λέει πολλά για αυτή την ιδιοσυγκρασιακή ίσως αλλά και σαγηνευτική προσωπικότητα που ακούει στο όνομα Θεόφιλος Βουρλιώτης.

Πώς σχηματίστηκαν οι Αγγελιαφόροι, υπό την έννοια καταρχήν ότι ναι μεν για το εξωτερικό και ειδικά για την Αμερική ένα φωνητικό κουαρτέτο δεν ήταν καθόλου ασυνήθιστο αλλά για την Ελλάδα των rock και ποπ συγκροτημάτων της εποχής πρέπει να φαινόταν σχεδόν...εξωγήινο;

Η Ιστορία τις πιο πολλές φορές γεννιέται όχι από σχεδιασμό αλλά από συγκυρίες. Οι τρεις από εμάς, ο Ζάχος Τερζάκης, ο Ιάκωβος Καρακωστάνογλου και εγώ, συμμετείχαμε στη Μικτή Χορωδία Θρησκευτικής Μουσικής (ΜΧΘΜ) η οποία ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1964 και ερμήνευε από φωνητικά έργα κλασικής μουσικής των Μπαχ, Τσαϊκόφσκι κ.ά. μέχρι αμερικανικά gospel και spirituals. Ο τέταρτος και πλέον έμπειρος ως μουσικός, o Πάνος Ζαχαρίου, ήταν γνωστός του Ιάκωβου και εμένα.

Υπήρχε αλήθεια κάποιο ξένο φωνητικό σχήμα της εποχής που είχατε ως πρότυπο;

Όχι. Για εμάς που αγαπούσαμε αυτό το ιδίωμα ήταν φυσικό να το τραγουδήσουμε, σαν μέλη χορωδίας, σαν κουαρτέτο αλλά και καθένας μας ως σολίστ. Ισως να νομίζαμε πως και άλλοι έκαναν το ίδιο, δεν είχαμε ιδέα πως ήμασταν το πρώτο και μοναδικό φωνητικό κουαρτέτο αυτού του ιδιώματος στην Ελλάδα. Οπως δεν γνωρίζαμε επίσης ότι ήμασταν το πρώτο φωνητικό κουαρτέτο στα μουσικά χρονικά της χώρας μας.

Αν το ότι ήσασταν φωνητικό κουαρτέτο ήταν παράξενο το gospel στοιχείο πρέπει να φαινόταν απίστευτο για τα δεδομένα της εποχής, υποθέτω ότι ελάχιστοι γνώριζαν ακόμα και την ύπαρξη του ιδιώματος. Πώς συνέβη λοιπόν εσείς οι τέσσερις πού όχι μόνο το γνωρίζατε και το αγαπούσατε αλλά και ασχολούσαστε ενεργά μαζί του να συναντηθείτε και να γνωριστείτε;

Ηταν ο Πάνος Ζαχαρίου που πρότεινε στους υπόλοιπους από εμάς, αφού διαθέταμε ερμηνευτικό ταλέντο και ήμασταν περίπου συνομήλικοι, να σχηματίσουμε ένα φωνητικό κουαρτέτο για να τραγουδήσουμε τα αγαπημένα μας gospel και spirituals. Αν θυμάμαι καλά δεν κάναμε ούτε καν πρόβες, απλά πήγαμε στο στούντιο της Columbia και ηχογραφήσαμε δύο τραγούδια, τα «Καθώς Περιπατώ» και «Ω! Μέσα Στη Ζωή» σε μία και μοναδική λήψη. Πολλά χρόνια αργότερα ο συλλέκτης δίσκων (και ιδρυτής της εξειδικευμένης στο ελληνικό rock και όλα τα συναφή του ιδιώματα ανεξάρτητης δισκογραφικής εταιρείας B-Otherside Records) Δημήτρης Βασιλειάδης μας είπε ότι, μετά από ενδελεχή έρευνα, ανακάλυψε ότι τότε κυριολεκτικά γράψαμε (μουσική) Ιστορία!

Ας πάμε όμως στην προσωπική σου διαδρομή. Πριν από όλα και όσο παράξενο και αν ίσως φαίνεται, έχεις σκεφτεί ποτέ ότι το όνομα σου, όποιος και αν είναι ο λόγος που στο έδωσαν, μπορεί να καθόρισε την σχέση σου με τον Θεό αλλά ίσως και με την μουσική;

Είμαι ο τέταρτος και τελευταίος γιος της οικογένειας μου. Οι προηγούμενοι πήραν τα ονόματα των παππούδων και ενός μοναδικού συγγενούς. Δεν είχε μείνει όνομα για εμένα, άσε που με περίμεναν κορίτσι (γέλια). Ο πατέρας μου λοιπόν πρότεινε στη μητέρα μου ονόματα από την Βίβλο αρχίζοντας από τους τέσσερις Ευαγγελιστές, Ματθαίος, όχι λέει η μάνα μου, δεν μου αρέσει, Μάρκος, όχι, Λουκάς, όχι, Ιωάννης είναι ο δεύτερος αδελφός μου. Χμμ, κάνει ο πατέρας μου, εδώ λέει για κάποιον Κράτιστο Θεόφιλο. Τι θα έλεγες να τον ονομάσουμε Θεόφιλο, μου αρέσει. Και εμένα μου αρέσει, συμφώνησε η μάνα μου. Ιδού λοιπόν ο μικρός, κατά συγκυρία και πάλι, ονομασθείς Θεόφιλος, φίλος Θεού ή αγαπητός από τον Θεό. Δεν ξέρω αν το όνομά μου καθόρισε τη σχέση μου με τον Θεό ή ακόμα και με την μουσική αλλά πιστεύω ότι και με άλλο όνομα πάλι ο ίδιος θα ήμουν.

Πώς ξεκίνησε η σχέση σου με την μουσική, πώς συνεχίστηκε (σπουδές κ.λπ.) και πώς προέκυψε η προσωπική αγάπη σου για το gospel;

Η μητέρα μου καταγόταν από νησί (Τήνος) και χωριό καλλιτεχνών και της άρεσε το ωραίο, η καλή μουσική, οι ωραίοι πίνακες κ.λπ. Ο πατέρας μου έγραφε, αν και χωρίς ποτέ να εκδώσει/δημοσιεύσει οτιδήποτε και κυρίως τραγουδούσε, είχε πολύ όμορφη και μελωδική φωνή. Θυμάμαι ότι ήμουν πέντε ή έξι ετών όταν ο μεγάλος αδελφός μου γνώρισε έναν Αμερικανό, τον Καρλ, που υπηρετούσε στην τότε αμερικανική βάση του Ελληνικού. Όταν ο Καρλ επαναπατρίστηκε άφησε στον αδελφό μου το πικάπ του και μια τεράστια συλλογή δίσκων, LP αλλά και 45άρια singles, gospel, spirituals, soul, blues, country, soft rock και πολλά άλλα. Τα άκουγα με μεγάλο ενδιαφέρον και ευχαρίστηση σχεδόν καθημερινά. Αργότερα ο δεύτερος αδελφός μου που είναι εξαίρετος μουσικός (ιδρυτής και μαέστρος της ΜΧΘΜ) προσέθεσε στην συλλογή πάρα πολλούς δίσκους κλασικής μουσικής. Από δώδεκα μέχρι δέκα οκτώ ετών έκανα ιδιαίτερα μαθήματα κλασικής μουσικής με τον Νάσο Χρονόπουλο. Επίσης για δύο χρόνια, από τα δέκα έξι μέχρι τα δέκα οκτώ, έκανα μαθήματα άλτο σαξοφώνου με τον Θανάση Αραπίδη, μέλος της ορχήστρας του Γιώργου Κατσαρού.

Η αγάπη σου για τον Θεό προϋπήρξε αυτής για το gospel, την ακολούθησε ή ήταν ταυτόχρονες;

Ναι, προϋπήρξε, ίσως επειδή μεγάλωσα σε μια οικογένεια η οποία πίστευε αληθινά. Επίσης στα δέκα έξι μου ήμουν από τα ιδρυτικά μέλη της ΜΧΘΜ. Όμως στα δέκα οκτώ άρχισα να αμφιβάλλω για τις αρχές με τις οποίες γαλουχήθηκα και επί τρία χρόνια έκανα προσωπική έρευνα όλων σχεδόν των γνωστών θρησκειών μέχρι που πείστηκα ότι ο χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία αλλά η σχέση ανθρώπου - Θεού μετά τη μοναδική έλευση στη γη, θάνατο και Ανάσταση του ίδιου του Θεού.

Τι σε έκανε να μεταναστεύσεις στην Αμερική και γιατί επέλεξες συγκεκριμένα το Οκλαντ, αν δεν ήταν θέμα συγκυρίας;

Έφυγα για το Πανεπιστήμιο του Σάσεξ στην Αγγλία για να συνεχίσω τις σπουδές μου με business administration. Τον δεύτερο όμως μήνα που βρισκόμουν εκεί έλαβα πρόσκληση από τον τρίτο αδελφό μου που ήταν στο Όκλαντ της Καλιφόρνια, στην περιοχή του κόλπου του Σαν Φρανσίσκο, για να συνεχίσω τις σπουδές μου στην Αμερική. Έτσι πήγα για δύο χρόνια και έμεινα...τριάντα πέντε! Άρχισα να ασχολούμαι με επιχειρήσεις πριν καν ολοκληρώσω τις σπουδές μου, πολύ εύκολο το να κάνεις business στην Αμερική.

Η δημιουργία της οργάνωσης Έλληνες για τον Χριστό ήταν καθαρά εσωτερική ανάγκη σου ή προέκυψε κατόπιν σκέψης και για εντελώς συγκεκριμένους λόγους;

Δεν είναι οργάνωση αλλά μια προσπάθεια πνευματικής ενημέρωσης και υποστήριξης στη γλώσσα μας, πρωτίστως των ομοεθνών μας οι οποίοι ζουν στην αχανή Αμερική. Προέκυψε από δύο διαπιστώσεις, ότι οι Έλληνες στην Αμερική δεν πηγαίνουν στην εκκλησία εκτός από Χριστούγεννα και Πάσχα και ότι έχουν πολύ περισσότερες ανάγκες από όσους εξακολουθούν να ζουν στην Ελλάδα και για αυτό κάποιος πρέπει να τους βοηθήσει. Ετσι γεννήθηκε αυτή η δραστηριότητα που απευθύνεται στον απανταχού Έλληνα και μιλάει υπέρ του Χριστού και εναντίον κανενός. Δεν αντιμάχεται οποιοδήποτε χριστιανικό δόγμα και εκκλησία αλλά μάλλον βοηθάει αμφότερα.

Θα έλεγες ότι αυτή η οργάνωση είχε έστω και την ελάχιστη σχέση με εκείνες των λεγόμενων «ευαγγελιστών» οι οποίες, ειδικά τότε αλλά και τώρα ακόμα, έκαναν θραύση στην Αμερική;

Ευαγγελιστές είναι οι τέσσερις συγγραφείς των ισάριθμων Ευαγγελίων και δεν υπάρχουν άλλοι! Μόνον ευαγγελικοί που είναι οι διαμαρτυρόμενοι...Ο Χριστός έφτιαξε αγαπημένα αδέλφια, τους χριστιανούς από το όνομά του, αν και δεν τους το έδωσε Εκείνος αλλά οι εθνικοί της Αντιόχειας ως παρωνύμιο. Ο άνθρωπος λοιπόν έβαλε σε αυτά τα αδέλφια και επώνυμο, κάνοντάς τα ξαδέλφια που αδιαφορούν ή καμιά φορά ακόμα και μισούν τα μεν τα δε, ορθόδοξοι, καθολικοί και διαμαρτυρόμενοι χριστιανοί. Η δραστηριότητα μου αυτή απευθύνεται σε όλους τους χριστιανούς, πριν από όλουυς βέβαια στους Έλληνες, χωρίς διακρίσεις και ανεξαρτήτως...επωνύμου. Όπως ακριβώς και η μουσική μου απευθύνεται σε όλους τους χριστιανούς και φυσικά σε όλους τους Έλληνες. Στην πλειοψηφία τους οι Αμερικανοί είναι ευαγγελικοί, διαμαρτυρόμενοι κατ’ όνομα ή κατ’ ουσία. Όλοι οι Έλληνες στην Αμερική, Καναδά και στις υπόλοιπες αγγλόφωνες χώρες έχουν σχετικά ακούσματα και εμπειρίες.

Ποιο θεωρείς το μεγαλύτερο προτέρημα της ελληνικής ομογένειας στην Αμερική και ποιο το μεγαλύτερο ελάττωμα, αν βέβαια πιστεύεις ότι υπάρχει και τέτοιο;

Είναι πολλά, πάρα πολλά τα καλά και τα κακά του λαού μας, άσχετα από το αν βρίσκεται εντός ή εκτός συνόρων. Από αυτές τις αντιθέσεις όμως βγαίνουν και τα μεγαλύτερα αριστουργήματα - εντός και εκτός Ελλάδας - που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα!

Ασχολήθηκες και με μη θρησκευτική μουσική στην Αμερική; Αν ναι τι σε ώθησε σε αυτό, με ποια ιδιώματα και γιατί με καθένα συγκεκριμένα;

Έχω γράψει και μη θρησκευτικά τραγούδια αλλά δεν είχα την ευκαιρία να τα κυκλοφορήσω. Συνήθως είναι μπαλάντες που παρουσιάζουν κάποιες αναπάντεχες πλευρές της ζωής. Βλέπω ή ακούω κάτι ή σκέφτομαι θέματα της ζωής, ιδίως με απρόσμενη κατάληξη και τα κάνω τραγούδια.

Αντίστοιχα τι σε έκανε να εισάγεις ηλεκτρονικά και άλλα «ξένα» προς αυτό στοιχεία στο gospel;

Μια ακόμα συγκυρία...Αρχικά γράφτηκε η μουσική το «Το Θηρίο» από εμένα και τον φίλο μου Γιώργο Αργυρόπουλο. Όταν το ολοκληρώσαμε αποφάσισα να γράψω τους κατάλληλους στίχους. Έγραψα λοιπόν για τα κομπιούτερ που θα άλλαζαν τη ζωή μας προς το καλύτερο, όπως όλοι πίστευαν στο τέλος της δεκαετίας του ’70. Στο στούντιο είπα στους ηχολήπτες να δημιουργήσουν πρωτότυπους ηλεκτρονικούς ήχους ή να διαμορφώσουν ανάλογα τους ήχους των οργάνων. Δεν το είχαν ξανακάνει ποτέ, δεν τους άρεσε το ότι έπρεπε να ακολουθήσουν τις υποδείξεις μου αλλά όταν άκουσαν το αποτέλεσμα και κατάλαβαν ότι ο υπολογιστής μάλλον θα περιέπλεκε τη ζωή μας και θα καταστρεφόταν το όνειρο του ανθρώπου για μια καλύτερη ύπαρξη, τότε όχι μόνο τους άρεσε αλλά και το αγάπησαν. Πολλά χρόνια μετά ο Δημήτρης Βασιλειάδης και πάλι μου είπε ότι τότε έγραψα για μιαν ακόμα φορά Ιστορία!

Ο τρόπος που συνθέτεις βασίζεται κυρίως στις φωνές, στην μουσική ή εξίσου και στα δύο;

Αρχίζω γράφοντας την μουσική, μετά τους στίχους και στο τέλος κατανέμω τις φωνές. Από ένα σημείο και μετά άρχισα και να μελοποιώ θρησκευτικά κείμενα, της Βίβλου, Πατερικά και άλλα. Καμιά φορά γράφω μόνο τη μελωδία και τη δίνω σε έναν ενορχηστρωτή για να την μετατρέψει σε ολοκληρωμένο τραγούδι, σύμφωνα φυσικά με τις οδηγίες μου. Αυτό λειτουργεί ιδιαίτερα στην Ελλάδα καθώς προσαρμόζει την σύνθετη μουσική μου που εμπεριέχει στοιχεία κλασικής, «ελαφράς» ελληνικής, βυζαντινής, soft rock, gospel, pop, ακόμα και hip-hop έτσι ώστε να γίνεται πιο εύληπτη και κατανοητή από το ακροατήριο της χώρας μας.

Το νέο έργο σου αποτελεί συνέχεια των προηγουμένων ή έστω σχετίζεται με κάποιο τρόπο μαζί τους;

Το μουσικό όπως και το συγγραφικό έργο μου αποτελείται από κρίκους, όμορφους και ομοιόμορφους. Όλα σχετίζονται μεταξύ τους, όταν ακούς ή διαβάζεις κάτι δικό μου λες «αυτό είναι Θεόφιλος Βουρλιώτης»! Κάθε δημιουργός, ανεξάρτητα από χώρο, έχει το δικό του ύφος και γνωρίσματα και δεν αποτελώ βέβαια εξαίρεση.

Ποια ήταν η έμπνευση για αυτό το νέο έργο και ποια η αφορμή του;

Η μουσική μου πάντα επιδιώκει να βοηθήσει τον «ανώτερο εαυτό του ανθρώπου να επικοινωνήσει κατ’ ευθείαν με τον Θεό» όπως το έθεσε εύστοχα κάποιος που παρακολούθησε την παρουσίαση του «Άνωθεν» στο Μέγαρο Μουσικής, άποψη με την οποία συμφωνώ απόλυτα.

Και το επόμενο, το ορατόριο που θα το ακολουθήσει;

Η παρουσίαση του «Άνωθεν» ήταν στην πραγματικότητα ένα τεστ για να διαπιστώσω πώς θα δεχόταν το κοινό της χώρας μας μια καλή θρησκευτική μουσική που δεν είναι κατ’ ανάγκη βυζαντινή. Όλοι οι ακροατές/θεατές ενθουσιάστηκαν. Πολλά από τα κομμάτια του «Άνωθεν» είναι μέρη του επερχόμενου ορατορίου. Με αυτό στοχεύω στο να ανοίξω όχι μόνον αυτιά αλλά και συνειδήσεις, νόες και καρδιές.

Πιστεύεις ότι υπάρχει κοινό σήμερα στην Ελλάδα για την θρησκευτική μουσική και ειδικότερα για τον τρόπο με τον οποίο την κάνεις εσύ;

Το κοινό που διψάει για καλή θρησκευτική μουσική, εντός μα και εκτός Ελλάδας, είναι στην πραγματικότητα ένας απέραντος ακαλλιέργητος αγρός. Όταν ακούει τη μουσική μου την αγαπάει, συν το γεγονός ότι οι μελωδίες είναι ευχάριστες και αποτυπώνονται εύκολα στη μνήμη. Είναι τόσο μεγάλος αυτός ο αγρός που χωράει και πολλούς άλλους καλλιεργητές. Πολύ θα ήθελα μάλιστα να πραγματοποιηθεί ένα φεστιβάλ χριστιανικής μουσικής στο οποίο πολλοί ορθόδοξοι, καθολικοί και διαμαρτυρόμενοι δημιουργοί θα παρουσιάσουν πρωτότυπα τραγούδια τους και θα βραβευθούν οι καλύτεροι. Εργάζομαι για αυτό το project και θα έχουμε να πούμε περισσότερα όταν βρω σοβαρούς χορηγούς/επενδυτές.

Ποιο ήταν το κίνητρο για να γράψεις καθένα από τα βιβλία σου; Σχετίζονται καθόλου και, αν ναι, πώς;

Εχουν εκδοθεί μέχρι τώρα τέσσερα βιβλία μου. Τα τρία πρώτα, «Έλληνας Forever», «Από τους Μύθους Στην Πίστη» και «From Myth To Belief», εκδόθηκαν στην Αμερική. Το τελευταίο με τίτλο «Έλληνες Β’ Κατηγορίας» πρόσφατα στην Ελλάδα. Το πρώτο - που έχει εξαντληθεί - και το καινούριο παρουσιάζουν με γλαφυρό τρόπο την ζωή των Ελλήνων της διασποράς και ιδίως της Αμερικής σε διηγήματα χωρίς καλλιγραφίες αλλά ούτε ακρότητες, με χιούμορ αλλά και συναίσθημα. Το άλλα δύο παρουσιάζουν την ζωή ανθρώπων που πήγαιναν «κατά διαβόλου» αλλά κάτι συνέβη και στράφηκαν στον Θεό με ειλικρίνεια βρίσκοντας παραμυθία αλλά και βοήθεια. Θα έλεγα ότι το ενδιαφέρον των διηγημάτων εντοπίζεται στο ότι μιλούν για απίστευτες εναλλαγές της πραγματικότητας των ζωών απλών ανθρώπων με απροσδόκητη συνήθως κατάληξη.

Και τα πιο άμεσα σχέδια σου, δισκογραφικά, συναυλιακά, αλλά ίσως και συγγραφικά;

Το επόμενο βιβλίο μου (το οποίο γράφω καταρχήν στα αγγλικά) αφηγείται την ιστορία ενός ορφανοτροφείου σε μιαν υποβαθμισμένη περιοχή της Τανζανίας το οποίο ίδρυσε πριν έξι χρόνια και διευθύνει ένα άξιο ζεύγος από την Ελλάδα. Η ηχογράφηση της συναυλίας μου στο Μέγαρο Μουσικής πρόκειται να κυκλοφορήσει σε CD - με τίτλο προφανώς «Άνωθεν» - περιορισμένου αριθμού αντιτύπων πολύ σύντομα. Όσον αφορά στις ζωντανές εμφανίσεις η επόμενη σχεδιάζω να πραγματοποιηθεί. Θεού θέλοντος, λίγο πριν το Πάσχα της επόμενης χρονιάς σε έναν πολύ μεγαλύτερο χώρο στην Αθήνα.

Όσο και αν ίσως θα εξέπληττε τον ίδιο προσωπικά ο Θεόφιλος Βουρλιώτης, ως μουσικός αλλά και σαν άνθρωπος, μου φέρνει στο νου ένα, εμβληματικό για το πρώιμο ημέτερο hip-hop, κομμάτι των Terror X Crew: Δεν είμαι ο Έλληνας που έχεις συνηθίσει...

Δημοφιλή