Η Αγροικία (1) δηλαδή η Χωριατιά, αναγνωρίζεται εύκολα από την χονδροειδή άγνοια των καλών τρόπων. Ιδού τι λογής άνθρωπος είναι ο αγροίκος και ποια η συμπεριφορά του.
Όταν είναι να πάρει μέρος στην Εκκλησία του Δήμου θα πιει πρώτα έναν κυκεώνα (2). Όταν οι συμπολίτες που είναι δίπλα του αρχίζουν να διαμαρτύρονται για την δυσοσμία που διαχέεται όταν ανοίγει το στόμα του θα τους πει ”ξέρετε δεν υπάρχει καλύτερο μυρωδικά από το θυμάρι!”. Συνέχεια σέρνει τα πόδια του γιατί τα παπούτσια που φοράει είναι μεγαλύτερα από τα πόδια του. Μιλάει πολύ δυνατά αλλά δεν εκτιμάει τη γνώμη των φίλων του και των δικών του. Τα όσα συμβαίνουν στην Εκκλησία του Δήμου δεν τα συζητάει με του συμπολίτες του όπως κάνουν όλοι, αλλά μ′ αυτούς που πληρώνει για να σκάβουν το χωράφι του. Γιατί αυτοί δεν θα του φέρουν αντιρρήσεις. Το ίδιο θα κάνει και με τις άλλες του τις υποθέσεις, όσο σημαντικές και αν είναι.
Όταν κάθεται ο αγροίκος σηκώνει τον χιτώνα του πάνω από τα γόνατα, με αποτέλεσμα να φανούν τα απόκρυφα μέλη του. Ότι όμορφο και να δει στο δρόμου ούτε θα το προσέξει ούτε θα τον εντυπωσιάσει, ενώ θα σταθεί να κοιτάξει ένα βόδι, ένα γάιδαρο ή έναν τράγο. Θα πάρει κρυφά κάτι από το ντουλάπι με τα τρόφιμα και θα το φάει επί τόπου για να μην τον δουν. Το κρασί το πίνει ανέρωτο (3). Απαυτώνει πρώτα την μαγείρισσά του και ύστερα την βοηθάει να ετοιμάσει το γεύμα γι′ αυτόν και την παρέα του. Όταν δε κάθεται να φάει ταΐζει ταυτόχρονα και τα σκυλιά του. Όταν χτυπάει η πόρτα θα πάει να ανοίξει ο ίδιος. Με τον σκύλο του. Και θα πει να αυτός φυλάει το σπίτι και το χωράφι μου (4).
Όταν του πληρώνουν ένα χρέος θα βρει πως τα νομίσματα δεν έχουν το σωστό βάρος και θα τους πει να τα αλλάξουν. Αν δανείσει σε κάποιον το άροτρό του ή ένα κοφίνι ή το δρεπάνι του και το θυμηθεί όταν πάει για ύπνο το βράδυ, δεν θα μπορεί να κοιμηθεί. Θα σηκωθεί και θα πάει να τα ζητήσει. Όταν κατεβαίνει στην πόλη, τον πρώτο που θα βρει μπροστά του θ′ αρχίσει να τον ρωτάει ”πόσο πήγαν σήμερα τα παστά και τα δέρματα; Θα γίνει η εορτή της Νέας Σελήνης;”. Ύστερα θα πει ”Ξέρεις τώρα που κατεβαίνω στην πόλη θα κουρευτώ, Και θα περάσω από το παντοπωλείο του Αρχίου να αγοράσω παστά”.
1. Οι κωμικοί ποιητές, όπως ο Μένανδρος, έχουν συχνά χρησιμοποιήσει τον Χαρακτήρα του Αγροίκου στα έργα τους.
2. Κυκεώνας σημαίνει μείγμα. Συνήθως από κριθάρι, μέλι, νερό, θυμάρι και διάφορα βότανα. Ήταν ένας χωριάτικος ζωμός που συνηθίζονταν στα Ελευσίνια Μυστήρια. Αν βέβαια το πιεις και βρεθείς πολύ κοντά ανάμεσα σε άλλους, όπως στην συνάθροιση χιλιάδων πολιτών που ψηφίζουν τους νόμους (δηλαδή στην Εκκλησία του Δήμου) είναι σίγουρο ότι θα θεωρηθείς όχι αγρότης, αλλά αγροίκος.
3. Ήταν ανάγωγο να πίνεις ανέρωτο το κρασί. Συνήθως το έπιναν ένα προς δύο μέρη, ή ένα προς τρία.
4. Κατ′ αρχάς στα καθώς πρέπει σπίτια, όταν χτυπούσε η πόρτα το σωστό ήταν να ανοίξει η δούλη (όπως μέχρι πρότινος και σε μας η υπηρέτρια). Όταν μάλιστα ανοίγει ο κύριος του σπιτιού, δείχνοντας τα δόντια του σκύλου του, μόνο σαν απειλή μπορεί να ληφθεί.
Δείτε περισσότερους χαρακτήρες του Θεόφραστου και άλλα άρθρα του Ροβήρου Μανθούλη εδώ