Αυτές τις ημέρες γράφτηκε πως ο άθεος Πρωθυπουργός φταίει για όσα τραγικά συνέβησαν με τις φωτιές και πως ο Θεός τιμωρεί τους ανθρώπους. Το θέμα δεν αντιμετωπίζεται με αφοριστικές και μισάνθρωπες διαθέσεις καθώς και με αντιθεολογικές θέσεις. Έχει βάθος, έχει μία υπερκόσμια οντολογία, βυθισμένη στον αγιοπνευματικό πλούτο της ορθόδοξης ζωής και πνευματικότητας.
Ο Νίτσε, κάποτε μίλησε για τον θάνατο του Θεού. Φυσικά, ο μεγάλος φιλόσοφος, εννοούσε τη μετατροπή του Θεού σε ιδέα. Αυτό το είχε βιώσει, καθώς μεγάλωσε μέσα σε ένα αυστηρό προτεσταντικό πνεύμα. Ο ίδιος, μάλιστα, αδυνατούσε να συμβιβαστεί με έναν Θεό τιμωρό, σκληρό, απόμακρο, όπως Τον παρουσίαζε ο προτεσταντισμός και γενικά η δυτική θεολογία. Πιστεύω, λοιπόν, πως στην περίπτωση μας έχουμε να κάνουμε με την αλλοίωση του προσώπου του Θεού.
Αν ο Θεός είναι τιμωρός και σπέρνει τον θάνατο στους ανθρώπους, προσωπικά έναν τέτοιο Θεό δεν Τον θέλω. Δεν μου ταιριάζει ένας τέτοιος Θεός. Ίσως να μου ταίριαζε, αν μεγάλωνα στη Δύση, όπου σε μία τέτοια περίπτωση, αντί για Μάξιμο Ομολογητή και Διονύσιο Αρεοπαγίτη, θα έπεφταν στα χέρια μου βιβλία του Λούθηρου και του Άνσελμου Καντερβουρίας. Ε, τότε, θεωρώ λογικό να γνώριζα έναν Θεό που αναζητά θύματα προκειμένου να εξιλεωθεί η μεγάλη προσβολή που δέχτηκε, αυτή της ανθρώπινης αμαρτίας, προς το άγιο Όνομα Του. Εντούτοις, ακόμη και τότε, η φυσική μου συνείδηση, έχω ισχυρή την πίστη πως θα με οδηγούσε να αναζητήσω τον αληθινό Θεό, τον Θεό των Πατέρων της ορθόδοξης Ανατολής και να μην δεχτώ να αναπαύομαι σε έναν σκληρό Θεό που χαίρεται με τον θάνατο του ανθρώπου, τον οποίο από έρωτα δημιούργησε, όπως συνηγορεί προς κάτι τέτοιο ο Συμεών Νέος Θεολόγος, Μάξιμος Ομολογητής, Διονύσιος Αρεοπαγίτης και άλλοι Πατέρες.
Ο ευαγγελιστής Ιωάννης, γράφει πως ο Θεός είναι αγάπη (Α. Ιω. 4, 8). Και ο Ματθαίος, σημειώνει στο ευαγγέλιο του πως ο Χριστός «τόν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπί πονηρούς καί ἀγαθούς καί βρέχει ἐπί δικαίους καί ἀδίκους» (Ματθ. 5, 45). Στέκομαι, επίμονα, σε ένα περιστατικό που πολύ θα βοηθήσει στην αλήθεια των πραγμάτων. Όταν Σαμαρείτες, εχθρικοί προς τους Ιουδαίους, δεν δέχθηκαν τους μαθητές του Χριστού στο χωριό τους στη Σαμάρεια, οι μαθητές Ιάκωβος και Ιωάννης, ρώτησαν τον Χριστό εάν θέλει να κατέβει φωτιά από τον ουρανό και να τους κάψει. Ο Χριστός τους επιτίμησε και απάντησε με σαφήνεια: «Δεν γνωρίζετε ποιανού πνεύματος είστε εσείς. Ο Υιός του ανθρώπου δεν ήρθε να καταδικάσει στην απώλεια τις ψυχές των ανθρώπων, αλλά να τις σώσει (Λουκ. 9, 55 – 56).
Ο Θεός δεν διακατέχεται από εμπαθείς ενέργειες. Δεν έχουμε το δικαίωμα να αποφαινόμαστε χάριν Εκείνου. Δεν είμαστε και ποτέ δεν θα βρεθούμε στη θέση να γνωρίζουμε τον τρόπο σκέψεις του Θεού. Ο Μ. Βασίλειος, μας λέει πως ο Θεός γνωρίζεται στον άνθρωπο και σ’ όλη την κτίση, μέσα από τις ενέργειες Του. Το γεγονός του τραγικού γεγονότος και θανάτου τόσων ανθρώπων, δεν είμαστε σε θέση να το ερμηνεύσουμε. Γιατί μπλέκουμε τον Θεό;. Μπορούμε να ισχυριστούμε πως η ανθρώπινη αμαρτία εξόργισε τον Θεό και σκόρπισε τον θάνατο; Αν ο Θεός σκορπά τον θάνατο και στέκεται με εμπάθεια απέναντι στον άνθρωπο, τότε γιατί να σαρκωθεί; Υπάρχει, άραγε, μεγαλύτερο ευεργετικό γεγονός για την ανθρωπότητα, από το γεγονός της κένωσης και σάρκωσης του Θεού; Δηλαδή, ο Θεός φέρεται αλλόκοτα; Όποτε θέλει αγαπάει και όποτε θέλει τιμωρεί; Αυτές οι καταστάσεις, της αγάπης, του μίσους, της εμπάθειας, αφορούν κινήσεις της ψυχής που σχετίζονται με την κτιστή ανθρώπινη φύση και όχι τον Θεό.
Πουθενά, ο Χριστός δεν τιμώρησε κανέναν και πουθενά δεν έφερε τον θάνατο. Ο Μ. Βασίλειος, στο ομώνυμο του έργο, αναφέρει πως δεν είναι ο Θεός αίτιος των κακών. Αν ο Θεός είναι τιμωρός, τότε έπρεπε να πει στον ληστή του Σταυρού, καλά να πάθεις, σου αξίζει ένας τέτοιος θάνατος. Και στην πόρνη να πει, δεν υπάρχει μετάνοια για σένα, τώρα θα πληρώσεις για όσα έκανες, και θα προέτρεπε να την λιθοβολήσουν. Και στην παραβολή του ασώτου υιού, δεν θα παρουσιαζόταν ως φιλεύσπλαχνος και στοργικός Πατέρας, αλλά θα έλεγε στον άσωτο που επέστρεψε, σου αξίζει η τιμωρία για όσα ακολούθησες.
Οργίστηκε, όμως, ο Χριστός. Οργίστηκε όταν ο ναός έγινε οίκος εμπορίου. Εκδήλωσε την οργή του. Γράφει, σχετικά, ο ευαγγελιστής Ιωάννης: «Καί ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καί τούς βόας, καί τῶν κολλυβιστῶν ἐξέχεε τό κέρμα καὶ τάς τραπέζας ἀνέστρεψε» (Ιω. 2, 15). Αλλά, δεν τιμώρησε, δεν αφάνισε, δεν σκότωσε κανέναν.
Εντός των τειχών της Εκκλησίας, δυστυχώς, αυξάνει ολοένα και περισσότερο η μισανθρωπία παρά η φιλανθρωπία. Μισείται ο άλλος, ο αμαρτωλός, αυτός που δεν είμαι εγώ. Κι αυτός ο αμαρτωλός, πρέπει να τσακιστεί από την οργή του Θεού, κατά τη φράση του Λούθηρου. Δεν αντέχεται η αγάπη του Θεού προς όσους δεν είμαι εγώ. Αυτό, ο φανατικά θρησκευόμενος άνθρωπος δεν το σηκώνει, δεν το θέλει, το αρνείται. Σου λέει, γιατί ο θεός να αγαπά τον άθεο ενώ εγώ νηστεύω, προσεύχομαι, κάνω ελεημοσύνες; Βλέπει παντού αμαρτία, αμαρτωλούς και τσαλακωμένους ανθρώπους, ενώ ξεχνά πως η θεία ενανθρώπιση αφορά τον κάθε ξένο και αλήτη.
Ο ανέραστος θρησκευόμενος, βλέπει παντού εχθρούς, οι οποίοι πρέπει να πληρώσουν για την αμαρτία τους και γι’ αυτό δικαιολογεί κάθε τραγικό και θλιβερό γεγονός, ως προερχόμενο από τη θεία δίκη. Ο ανέραστος θρησκευόμενος, κατεβάζει τον Θεό από τον Θρόνο Του, ανεβαίνει ο ίδιος και ρίχνει το μίσος, την κακότητα και την εμπάθεια του προς αυτούς που δεν είναι ο ίδιος. Για τον ανέραστο θρησκευόμενο, η αγάπη του Θεού εξαντλείται μονάχα στα όρια της προσωπικής του υπαρξιακής αυτοτέλειας.
Αμαρτία προς θάνατο. Τέτοια είναι η αμετανοησία, η βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος, για την οποία, ακόμη, κι αν προσευχηθεί κάποιος άγιος προκειμένου να απαλλαγεί ο οφειλέτης, δεν θα εισακουστεί, όπως σημειώνει ο όσιος Μάρκος Ερημίτης. Όσο υπάρχουν άνθρωποι που θα επιμένουν να πιστεύουν πως ο Θεός εκδηλώνει την οργή Του σκορπώντας τον θάνατο στους ανθρώπους, τόσο θα επιβεβαιώνεται πως η επιμονή και εμμονή σε έναν τιμωρό Θεό, αποτελεί την πιο ισχυρή βλασφημία κατά του Θεού.