Εγώ είμαι ένας, μοναδικός, ενώ οι άλλοι είναι απροσδιόριστος αριθμός ατόμων. Μπορώ αντίστοιχα να θέλω ένα πράγμα, ενώ, να αρνούμαι, απεριόριστο αριθμό πραγμάτων. Γι΄ αυτό η αρνητική στάση είναι πολύ συνηθέστερη από τη θετική.
Παραδείγματα: Έξω από την ΕΟΚ! Έξω από το ΝΑΤΟ! Έξω οι βάσεις του θανάτου! Αλλαγή! Απαλλαγή! Να φύγει η διαπλοκή! Να γλιτώσουμε από τη νωθρότητα! Να σκίσουμε τα μνημόνια. Να φύγει τούτη (η εκάστοτε) κυβέρνηση κι όποια άλλη ας έλθει! Δεν μπορούμε να πέσουμε πιο χαμηλά! Κι ακόμη, όχι τσιμέντο στα ρέματα! Όχι χρυσορυχεία! Χωρίς τελειωμό.
Ωστόσο, όλα αυτά τα συνθήματα σημαίνουν ότι επιδιώκουμε μια αλλαγή. Κάθε αλλαγή όμως μπορεί να είναι προς το καλύτερο ή το χειρότερο. Η αρνητική στάση επεκτείνεται σε μεγάλο εύρος δραστηριοτήτων μας. Κατά τον Kant, ελευθερία δεν είναι μόνο να μην κάνω ό,τι μου επιβάλλουν οι άλλοι, αλλά, προπάντων, να κάνω αυτό που θέλω εγώ. Η αρνητική στάση είναι δικαιολογημένη σε σπάνιες περιπτώσεις, όπως είναι η άμυνα. Αμύνομαι σημαίνει ότι ασκώ βία εναντίον βίας παρούσας και άδικης. Αν δεν ασκήσω εγώ βία, δεν αποσοβείται η καταστροφή, απλώς αλλάζει το θύμα. Δικαιολογημένο ήταν επομένως το ΟΧΙ του 1940. Η αρνητική στάση δηλαδή γίνεται θετική όταν οι επιλογές μας έχουν αναχθεί σε ένα μανιχαϊστικό δίπολο, χωρίς εναλλακτική λύση. Το επιδιώκουν συχνά οι πολιτικοί.
Το πρόβλημα είναι όμως πως συχνά δεν ξέρομε τι θέλομε. Η βούλησή μας προκύπτει από δύο πηγές. Η μία είναι εισαγόμενες γνώσεις, τα ερεθίσματα που δέχονται οι αισθήσεις μας. Η αιτία που κινεί τη βούλησή μας έρχεται απέξω. Με πληγώνει ένα αγκάθι και προσπαθώ να απαλλαγώ. Ή νοιώθω ένα χάδι και συμπεριφέρομαι έτσι που να αυξηθεί η επίδραση του χαδιού, όπως στην ερωτική περίπτυξη. Η άλλη πηγή έρχεται από μέσα μας. Πολλές λειτουργίες μας ταλαντώνονται περιοδικά. Πεινάω και θέλω να φάω, διψώ και θέλω να πιω, έχω ερωτική διάθεση και θέλω να προχωρήσω σε ερωτική πράξη κλπ. Και αυτά γίνονται αυτόματα απλώς με την πάροδο του χρόνου, αλλά τέτοιες ταλαντώσεις έχουν διεγερσιμότητα. Σε κάποια φάση, αμέσως μετά την ικανοποίηση, είμαστε ανερέθιστοι. Μόλις έχω χορτάσει θέλω να μη φάω άλλο. Βαθμιαία, και πριν έλθει η στιγμή της αυτόματης επιθυμίας, υπάρχει η διεγέρσιμη φάση, όπου δεν θέλω μεν αυτόματα κάτι, αλλά ένα εξωγενές ερέθισμα με κάνει να θέλω. Η θέα ενός νόστιμου μεζέ μου ανοίγει την όρεξη· πριν πεινάσω και η θέα ενός προκλητικού γυμνού με διεγείρει πριν επιθυμήσω αυτόματα τον έρωτα. Αυτή η ταλάντωση του ”θέλω” μας υπάρχει και στα ζώα. Ο άνθρωπος όμως έχει μια ποιοτική διαφορά.
Τα ζώα ενεργούν από κάποιες αιτίες που αποσκοπούν τελικά στην αυτοσυντήρησή τους και στη διατήρηση του είδους τους. Οι άνθρωποι ενεργούμε επιπλέον και για κάποιους μελλοντικούς σκοπούς. Και αναρωτιέται κάποιος, πώς είναι δυνατό να υπαγορεύεται η συμπεριφορά μας από το μέλλον καί όχι από το παρελθόν; Όμως η παράσταση του σκοπού είναι ήδη παρούσα και μπορεί να υπαγορεύει τις πράξεις μας. Ξεκίνησα να πάω σε μια συναυλία. Στο δρόμο συνάντησα ένα φίλο. ”Πάμε σε μπαράκι;”, μου προτείνει. ”Ελεύθερος” είμαι να αποφασίσω. Η εμμονή μου όμως να συνεχίσω για τη συναυλία, το σκοπό μου, και όχι να παρασυρθώ από τη δελεαστική πρόταση του φίλου είναι που με κάνει πραγματικά ελεύθερο, σύμφωνα με τον Kant. Να κάνω ό,τι εγώ θέλω και όχι ό,τι με ωθούν οι άλλοι να κάνω.
Επιστρέφω όμως στην πολιτική. Εντός του έτους θα έχουμε εκλογές. Το πρώτο σε ψήφους κόμμα θα πλειοψηφεί στη βουλή, θα σχηματίσει κυβέρνηση κι αυτή θα διορίσει τους επικεφαλής της δικαιοσύνης. Έτσι όμως, δεν φαίνεται να εξασφαλίζεται ικανοποιητικά η ανεξαρτησία των τριών εξουσιών, εκτελεστικής, νομοθετικής, δικαστικής. Κι όμως η ανεξαρτησία των τριών εξουσιών είναι ακρογωνιαίος λίθος στη δημοκρατία.
Έχομε όμως δημοκρατία; Διεθνώς το όνομα του πολιτεύματός μας είναι ρεπούμπλικα (Hellenic Republic), που εμείς το αποδίδομε ως ”Ελληνική δημοκρατία”. Τόσο η ρεπούμπλικα όσο και η δημοκρατία είναι αβασίλευτα πολιτεύματα που χρησιμοποιούν ως εργαλείο τους την ψηφοφορία. Ωστόσο, υπάρχει θεμελιώδης διαφορά μεταξύ τους που την ορίζει ο Αριστοτέλης: ”Λέγω δ΄ οἷον δοκεῖ δημοκρατικὸν μὲν εἶναι τὸ κληρωτὰς εἶναι τὰς ἀρχὰς, τὸ δ΄ αἱρετὰς ὀλιγαρχικὸν″.
Στη δημοκρατία οι άρχοντες των εξουσιών (πλην εκτελεστικής) κληρώνονται· στην ολιγαρχία εκλέγονται. Δημοκρατία υπήρχε στην αρχαία Αθήνα και άλλες Ελληνικές πόλεις· ολιγαρχία, η res publica, υπήρχε στη Ρώμη ώσπου την κατάργησε κι αυτήν ο Αύγουστος. Τα επικρατούντα σήμερα πολιτεύματα είναι, και ονομάζονται, ρεπούμπλικες (π.χ. République française) που στην Ελλάδα τις μεταφράζομε σε δημοκρατίες συνήθως συνοδευόμενες από κάποιο επίθετο, όπως βασιλευόμενη, προεδρική, προεδρευόμενη, κοινοβουλευτική, αστική, φιλελεύθερη, σοσιαλιστική κοκ. Για τους λόγους που αναφέρθηκαν, καμιά από αυτές δεν είναι δημοκρατία, ενώ, τυχόν αποτυχία του πολιτεύματος χρεώνεται στη δημοκρατία, με εναλλακτική λύση τη μοναρχία (βασιλεία, δικτατορία κλπ).
Και οι εκλογές έρχονται και ο ψηφοφόρος βρίσκεται μπροστά σε διλήμματα. Οφείλει κάθε πολίτης, με όσες πνευματικές δυνάμεις διαθέτει, να ξέρει τι θέλει. Θετικά, τι επιδιώκει, τι τον συμφέρει. Και να ψηφίσει το κόμμα που έχει πρόγραμμα που ταιριάζει με τη βούλησή του. Συνήθως κανένα δεν ανταποκρίνεται στο σύνολο των σκοπών του. Τότε κάνει το συμβιβασμό να ψηφίσει το κόμμα που απέχει λιγότερο από τους δικούς του σκοπούς. Αν κανένα κόμμα δεν ικανοποιεί στο ελάχιστο τις προσδοκίες του, έχει την επιλογή να ρίξει λευκή ψήφο. Αυτή είναι όμως μια αρνητική στάση που έχει σα συνέπεια να αφήνει τους άλλους να αποφασίσουν γι΄ αυτόν ενισχύοντας τη θέση της πλειοψηφίας. Μια πιο ακραία απόφαση είναι η αποχή. Με την αποχή δεν αποδοκιμάζονται τα κόμματα, αλλά ολόκληρο το σύστημα. Η αποχή κυμαινόταν μετά την μεταπολίτευση μεταξύ 20%-25%. Εδώ και 10 χρόνια περίπου αυξάνεται σταθερά σε διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις έχοντας φθάσει στα 45% περίπου. Η αποχή είναι καθαυτή αρνητική πολιτική επιλογή. Ωστόσο, είναι ιδιαίτερα υπεύθυνη πράξη για διαφόρους λόγους. Πρώτο, η ψήφος γίνεται επώνυμη. Οποιοσδήποτε μπορεί να διαπιστώσει ότι δεν ψήφισα και αυτό να έχει συνέπειες για μένα. Δεύτερο, μπορεί να συμβάλει σε κλονισμό του υπάρχοντος συστήματος και αυτό ενδέχεται να σημάνει μια ριζική αλλαγή. Κανένας δεν εγγυάται ότι θα είναι για καλό ή για κακό. Η αποχή γίνεται επομένως θετική λύση μόνο σα μέσο για επιδίωξη του πολιτεύματος που οραματίζεται κάποιος και είναι έτοιμος να αγωνισθεί και να υποστεί τις συνέπειες της προσπάθειάς του.