
Ομόφωνα αθώα κρίθηκε 23χρονη, που είχε κατηγορηθεί ως σύνεργος της 51χρονης μητέρας της, στην υπόθεση δολοφονίας του πατέρα της. Το έγκλημα έγινε τον Ιούνιο του 2020, στο σπίτι τους στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης. Η μητέρα καταδικάστηκε για τη δολοφονία και της επιβλήθηκε η ποινή της ισόβιας κάθειρξης, χωρίς αναγνώριση ελαφρυντικού.
Υπενθυμίζεται πως ο 49χρονος, οδηγός ταξί, είχε βρεθεί νεκρός μέσα σε λίμνη αίματος, πάνω στο κρεβάτι του, φέροντας 21 μαχαιριές στον λαιμό και το πρόσωπο. Ο θάνατός του επήλθε από ακατάσχετη αιμορραγία. Τη σορό του είχε εντοπίσει ο ανήλικος (τότε) γιος του που ειδοποίησε αρχικά τη μητέρα του και στη συνέχεια την Αστυνομία.
Από την πρώτη στιγμή οι έρευνες της αστυνομίας στράφηκαν στο οικογενειακό περιβάλλον. Μάνα και κόρη είχαν παραπεμφθεί αρχικά σε δίκη για από κοινού ανθρωποκτονία, αλλά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε την πρώτη ένοχη ως φυσική αυτουργό της δολοφονίας και τη δεύτερη ως συνεργό της (σ.σ. η κόρη είχε τιμωρηθεί με κάθειρξη 6 ετών).
Η παραπομπή τους για από κοινού ανθρωποκτονία στηρίχθηκε στα όσα είχαν καταθέσει οι δύο γυναίκες στην προδικασία, όταν ανέφεραν ότι το θύμα τις κακοποιούσε και αυτή η συμπεριφορά ”όπλισε” το χέρι τους. Υποστήριξαν δε, ότι ο παθών βίαζε την κόρη από την ηλικία των 14 ετών, θέση όμως που η ίδια αναίρεσε σε συμπληρωματική της απολογία, τονίζοντας ότι η μητέρα της την είχε πείσει να πει ψέματα.
Από το σημείο αυτό κι έπειτα φαίνεται πως επήλθε ρήξη στη σχέση μητέρας και κόρης. Ήδη από το πρωτόδικο δικαστήριο η μία κατηγορούσε την άλλη για τη δολοφονία, κάτι που επαναλήφθηκε στη δίκη ενώπιον του Εφετείου.
«Η κόρη μου τον δολοφόνησε»
Η μητέρα, στην απολογία της ενώπιον των δικαστών του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου τόνισε: «Εγώ είχα απλή συμμετοχή. Η δράστις ήταν η κόρη μου Κοιμόμουν μαζί με την κόρη μου στην κρεβατοκάμαρα, όταν με ξύπνησε λέγοντάς μου κλαίγοντας ότι ”δεν αντέχω άλλο, δεν ξέρεις τι γίνεται όταν λείπεις. Δεν κάνεις τίποτα. Με βιάζει ο πατέρας του γιου σου, δύο - τρία χρόνια”»
Συνέχισε η ίδια λέγοντας: «Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι θα έφτανε σε τέτοιο σημείο. Το μαχαίρι το βρήκε πάνω στο γραφείο του γιου μου, ήταν αναμνηστικό. Την είδα στη φάση που τον μαχαίρωνε πολλές φορές. Της λέω ”σταμάτα”. Δεν άντεχε το παιδί μου άλλο.
Της έλεγα ”σταμάτα, σταμάτα”. Τον έπιασα και δεν αντιδρούσε. Μετά μου έλεγε ”τώρα εγώ τελείωσα μαζί του. Τώρα δεν με νοιάζει, κάνε ότι θέλεις εσύ”. Ήταν γεμάτη αίματα».
«Λυπάμαι, δεν ήθελα να συμβεί αυτό ούτε στο παιδί μου, ούτε στον σύζυγό μου. Είχα κινήσει τις διαδικασίες για διαζύγιο. Λυπάμαι που δεν μπόρεσα να αποτρέψω το παιδί μου. Δεν είχα σωματική δύναμη μόλις είχα χειρουργηθεί», πρόσθεσε, την ώρα που η 23χρονη έκλαιγε με λυγμούς, αναγκάζοντας το δικαστήριο να διακόψει τη διαδικασία.
«Μου κατέστρεψε τη ζωή»
Εκ διαμέτρου αντίθετη ήταν η απολογία της 23χρονης που εξηγώντας την αλλαγή στη αρχική της στάση ανέφερε: «μου πήρε 6 μήνες για να καταλάβω ότι θα τα ρίξει πάνω μου». Περιγράφοντας τη δική της οπτική για το φονικό αλλά και τη σχέση της με την μητέρα της, ανέφερε μεταξύ άλλων: «Ξύπνησα από τις βρισιές. Όταν μπήκα στο δωμάτιο, εκείνη τη στιγμή τον σκότωνε- πάγωσα. Μου ζήτησε να πετάξω το μαχαίρι σε έναν υπόνομο.
Πίστευα ότι στο Εφετείο θα πει την αλήθεια και δεν θα συνέχιζε τα ψέματα. Μου κατέστρεψε τη ζωή, δεν θέλω να την βλέπω. Ήταν χειριστική, ό,τι μου έλεγε δεν την αμφισβητούσα ποτέ. Δεν θα την βοηθούσα εκείνη τη μέρα να κάνει το έγκλημα. Τον πατέρα μου τον αγαπούσα. Το σενάριο της σεξουαλικής κακοποίησης εκείνη το επινόησε».
Οι δικαστές, ένορκοι και τακτικοί, πείστηκαν ομόφωνα (με ψήφους 7-0) ότι το έγκλημα τελέστηκε από την 51 ετών γυναίκα, κι ότι η κόρη της δεν είχε συμμετοχή στην τέλεσή του. Νωρίτερα, ο εισαγγελέας της έδρας περιγράφοντας τον θάνατο του 49χρονου ταξιτζή έκανε λόγο για «ψυχρή, οργανωμένη και μεθοδευμένη δολοφονία».