Ιδιαίτερα αξιόλογα είναι τα στοιχεία που προκύπτουν από τη δημοσίευση του εγχειριδίου για τα μέτρα ελέγχου και διασυνοριακής διαχείρισης κινδύνων, από τον Διεθνή Οργανισμό Πολιτικής Αεροπορίας (ICAO).
Αυτό το έγγραφο παρέχει στις κυβερνήσεις ένα εργαλείο αξιολόγησης, βάσει κινδύνου για τη χρήση προγραμμάτων δοκιμών που θα μπορούσαν να μετριάσουν τις απαιτήσεις καραντίνας.
Ηδη και η ΙΑΤΑ, η Διεθνής Ενωση Αεροπορικών Εταιρειών, έχει υιοθετήσει την άποψη και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, ότι η χρήση των τεστ πρέπει τώρα να έχει πολύ μεγαλύτερη θέση σε σύγκριση με την καραντίνα.
Επίσης, τα πρώτα πιλοτικά προγράμματα για δοκιμές COVID-19 σε ταξιδιώτες, αρχίζουν να παράγουν ενθαρρυντικά στοιχεία, που αποδεικνύουν την αποτελεσματικότητά τους.
Μια έρευνα σε επιβάτες που έφθασαν στο Τορόντο, περιελάμβανε τεστ στους επιβάτες τρεις φορές: κατά την άφιξη, την 5η ημέρα και την 14η ημέρα. Το 1% των επιβατών έδειξε θετικό κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, με το 70% να εντοπίζεται με το πρώτο τεστ. Με άλλα λόγια, τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι περίπου 60 στους 20.000 ταξιδιώτες μπορεί να μην εντοπιστούν κατά την άφιξη, κάτι που είναι σημαντικά χαμηλότερο από τον υποκείμενο επιπολασμό στον Καναδά.
Μια άλλη έρευνα πριν από την αναχώρηση για τη διαδρομή Μιλάνο – Ρώμη, εντόπισε περίπου 0,8% των επιβατών με COVID-19. Δεδομένου ότι αυτό το επίπεδο επίπτωσης είναι σημαντικά υψηλότερο από τον αναφερόμενο επιπολασμό του COVID-19 στην Ιταλία, εκείνη τη στιγμή, φαίνεται ότι όχι μόνο τα τεστ ήταν πολύ αποτελεσματικά στον εντοπισμό μολυσμένων ταξιδιωτών, αλλά ότι τα συστηματικά τεστ είναι ο καλύτερος τρόπος για την ανίχνευση ασυμπτωματικών περιπτώσεων.
Μια ευρωπαϊκή μελέτη που πρόκειται να δημοσιευθεί σύντομα είναι ακόμη πιο αισιόδοξη. Μοντελοποιεί σενάρια για έναν εξαιρετικά αποτελεσματικό μηχανισμό δοκιμών. Σε ένα σενάριο χαμηλού επιπολασμού, ο αριθμός των ανιχνευόμενων θετικών περιπτώσεων είναι μόλις 5 ανά 20.000 ταξιδιώτες, αυξάνοντάς τους σε 25 σε καταστάσεις υψηλού επιπολασμού. Αυτά τα επίπεδα επίπτωσης εξακολουθούν να είναι πολύ χαμηλότερα από την υποκείμενη επικράτηση του COVID-19 στην Ευρώπη.
Επίσης, η IATA μοντελοποίησε τα αποτελέσματα των δοκιμών για να ποσοτικοποιήσει τον κίνδυνο που θα παρέμενε εάν εφαρμόζονταν συστηματικά τεστ πριν από την αναχώρηση. Υποθέτοντας ότι η δοκιμή εντοπίζει σωστά το 75% των ταξιδιωτών που έχουν COVID-19 (η αποτελεσματικότητα του τεστ), από ένα ποσοστό 0,8% του πληθυσμού, ο κίνδυνος είναι ότι το 0,06% των επιβατών θα έχει την ασθένεια και δεν θα εντοπιστεί. Αυτό θα σήμαινε 12 μη ανιχνευόμενα θετικά περιστατικά για κάθε 20.000 επιβάτες που φτάνουν.
Ολες αυτές οι έρευνες, αποδεικνύουν ότι τα τεστ αποτελούν αποτελεσματικό μέσο για τον περιορισμό της εξάπλωσης του COVID-19, μέσω των αεροπορικών ταξιδιών.
Η IATA ενθαρρύνει την ταχύτητα στη διαχείριση κινδύνων από τις κυβερνήσεις. Η άρνηση της ελευθερίας κινητικότητας των ανθρώπων θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημία στις θέσεις εργασίας και στον τρόπο ζωής μας.
Η σημαντική πρόοδος στην τεχνολογία των τεστ, θα βοηθήσει τις κυβερνήσεις να εφαρμόσουν τεστ σε ταξιδιώτες χωρίς να διακυβεύεται η διαθεσιμότητα των δοκιμών (PCR), των δημόσιων συστημάτων Υγείας.
Για να ενσωματωθούν τα τεστ στη διαδικασία ταξιδιού, πρέπει να είναι γρήγορα, ακριβή, εύχρηστα και προσιτά. Παρόλο που η IATA δεν συνιστά συγκεκριμένο τύπο τεστ, η εργαστηριακή ακρίβεια για τη δοκιμή αντιγόνου (RAT) πληροί τα προαναφερθέντα κριτήρια. Η μελέτη της Οξφόρδης / Δημόσιας Υγείας στην Αγγλία δείχνει 99,6% αποτελεσματικότητα.
Καταλήγοντας, μια έρευνα της IATA αποκάλυψε ότι το 83% των ανθρώπων δεν ταξιδεύουν εάν απαιτείται καραντίνα. Επίσης, δείχνει ότι περίπου το 88% των ταξιδιωτών είναι πρόθυμοι να κάνουν τεστ που θα επέτρεπε το ταξίδι.