Πληθαίνουν τα δημοσιεύματα και οι φωνές στη δημόσια συζήτηση που θέλουν «ειλικρινή» την επαναφορά της Τουρκίας σε τροχιά διαλόγου με την Ελλάδα. Τα επιχειρήματα γνωστά: οι μεθοδεύσεις του Ερντογάν ενόψει των επικείμενων εκλογών· η πιθανή εκλογή σε αυτές του Κεμάλ Κιλισντάρογλου –ο οποίος θεωρείται ότι θα ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση, και άρα θα δεχτεί να χαμηλώσει τους τόνους και έναντι της Ελλάδας· το θετικό κλίμα έπειτα από τον φονικό σεισμό στην Αντιόχεια και το δυστύχημα των Τεμπών· η προοπτική συνεκμετάλλευσης των ενεργειακών πόρων και διαδρόμων της Ανατολικής Μεσογείου.
Το ερώτημα που θα πρέπει να μας απασχολήσει, βέβαια, είναι το εξής: Γιατί όλα τα παραπάνω, καθώς και η αλλαγή στην συμπεριφορά της Τουρκίας θα την απομακρύνουν από τις πάγιες θέσεις, αξιώσεις και την στρατηγική της;
Υπάρχει μια παρεξήγηση, εδώ στην Ελλάδα, αλλά και ευρύτερα στη Δύση σε σχέση με την τουρκική πολιτική· μια τάση να ταυτίζεται ο επεκτατισμός της μόνον με την επιθετικότητα, τις απειλές, την προβολή της ”σκληρής ισχύος”. Λες και δεν υπάρχει η ”ήπια ισχύς” που να συμπληρώνει την τελευταία.
Η στρατηγική των αναθεωρητικών δυνάμεων του 21ου αιώνα –της Ρωσίας, της Τουρκίας, της Κίνας– είναι πολυδιάστατη. Ας πάρουμε για παράδειγμα την Ρωσία. ”Θετική ατζέντα” και κατευνασμός δεν ήταν οι αλλεπάλληλες συμφωνίες, και τα σχέδια για την κορύφωση της ενεργειακής σχέσης Ρωσίας και ΕΕ; «Αυτοί που συναλάσσονται εμπορικά μεταξύ τους δεν συνηθίζουν να πυροβολούν ο ένας τον άλλον», συνήθιζαν να απαντούν όλα αυτα τα χρόνια οι Γερμανοί αξιωματούχοι όταν αντιφρονούντες, ή ηγέτες των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης τους υπενθύμιζαν ότι ο ρωσικός ιμπεριαλισμός είνα παρών στην Γεωργία ή στην Κριμαία και το Ντονμπάς.
Όταν κατάλαβαν ότι η ”θετική ατζέντα” ήταν πρόσχημα για να στήσει η Ρωσία έναν αμείλικτο ενεργειακό εκβιασμό ήταν πολύ αργά. Τώρα ένας πίσω από τον άλλον, οι ‘εξυπνάκηδες’ της γερμανικής πολιτικής τάξης, από τον Γερμανό πρόεδρο Σταϊνμάγιερ, μέχρι τον Σόιμπλε ζητούν συγνώμη καταλαβαίνοντας ότι αφέθηκαν να παραπλανηθούν από τις ίδιες τις παραδοχές τους –ότι σε ένα πλαίσιο παγκοσμιοποίησης το εμπόριο και τα σχήματα αμοιβαίας οικονομικής ωφέλειας θα υποκαταστήσουν τον πόλεμο, και τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό.
Η Τουρκία δεν σκέφτεται διαφορετικά· όποτε οι περιστάσεις το απαιτούν, η επίθεση φιλίας μπορεί να πάρει την θέση των απειλών για επιθέσεις με Ταϊφούν. Κατ’ αρχάς γι’ αυτήν, αλλά και για ευρύτερο το Ευρασιατικό στρατόπεδο διακυβεύεται κάτι πολύ μεγαλύτερο από την Ελλάδα: η προοπτική συνεκμετάλλευσης των ενεργειακών κοιτασμάτων της Ανατολικής Μεσογείου, θα δώσει πάτημα στην Τουρκία να ελέγξει μια κρίσιμη πηγή ενεργειακής τροφοδοσίας ολάκερης της ΕΕ, και έπειτα, να εκβιάζει κατά το δοκούν. Από την σκοπιά του αυτοδύναμου γεωπολιτικά ρόλου που θέλει να διαδραματίσει η ΕΕ, το να παραδώσει τη στρόφιγγα των κοιτασμάτων της Νοτιοανατολικής Μεσογείου στην Τουρκία ισοδυναμεί με αυτοκτονία.
Στις ΗΠΑ, όπως είδαμε πολύ καθαρά κατά την ακρόαση Μπλίνκεν στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας, υπάρχει διάσταση απόψεων. Η γραφειοκρατία του Στέιτ Ντηπάρτμεντ θεωρεί την Τουρκία «πολύ μεγάλη» για να αφεθεί να απομακρυνθεί από την Δύση, και γυρεύει να την δελεάσει με διάφορες παραχωρήσεις ώστε να λογικέψει την συμπεριφορά της. Αυτό, πρώτα και καλύτερα το καταλαβαίνουν οι ίδιοι οι Τούρκοι, ύστερα οι Ρώσοι και οι Κινέζοι. Και σπεύδουν να το εκμεταλλευτούν καταλλήλως.
Οι Τούρκοι κάνουν ελάχιστα αυτά που υπόσχονται, ενώ με κάθε τους υπόσχεση αποσπούν ανταλλάγματα. Οι Ρώσοι βλέπουν την Τουρκία να καθυστερεί ατιμώρητα την επέκταση του ΝΑΤΟ στην Σκανδιναβία, και να λειτουργεί ως το βασικό πλυντήριο των ρωσικών κεφαλαίων έπειτα από τις κυρώσεις. Η Κίνα έχει επιλέξει την Τουρκία στο Νότο και τη Γερμανία στο Βορρά, να είναι οι δύο κύριες πύλες του ”νέου δρόμου του Μεταξιού” προς την Δύση. Η Τουρκία, τέλος, εξασφαλίζει από την Ρωσία εκείνο που η Δύση δεν θα της έδινε ποτέ, δηλαδή πυρηνική τεχνογνωσία· για ειρηνική χρήση, θα σπεύσουν κάποιοι να προσθέσουν. Όντως, από κάπου πρέπει να ξεκινήσει κανείς.
Υπάρχουν κύκλοι στις ΗΠΑ και την Ευρώπη που πιστεύουν πως όλα τα παραπάνω θα πάψουν να ισχύουν εφόσον βγει από την εξίσωση ο Ερντογάν. Είναι ο μόνος, άραγε που αποστασιοποιείται σταδιακώς από την Δύση, και αλληθωρίζει προς την Ευρασία; Λίγες εβδομάδες πριν οι Σαουδάραβες προχώρησαν σε μια κατ’ αρχήν συμφωνία με τους Ιρανούς υπό την αιγίδα της Κίνας. Η δυνατότητα επιρροής της τελευταίας στην αυλή των Σαούντ, και σε εκείνη των Αγιατολλάδων έγκειται και στο γεγονός ότι αποτελεί τον δυναμικότερο εμπορικό τους εταίρο.
Η πολιτική, η διπλωματία, και οι επενδύσεις της Τουρκίας μακριά από την Δύση, στην Αφρική, την Κεντρική Ασία, την Μέση Ανατολή, λειτουργούν δομικά υπέρ της Ευρασιατικής στροφής εδώ και μια δεκαπενταετία. Δεν πρόκειται, επομένως, για το δεσποτικό καπρίτσιο ενός προσώπου, και ενός καθεστώτος. Κι αν κύκλοι της Δύσης δυσκολεύονται να το αναγνωρίσουν, αυτό συμβαίνει όχι μόνο διότι υποτιμούν την Τουρκία, αλλά γιατί δεν μπορούν ακόμη να παραδεχθούν ότι η Δύση δεν είναι πια ο μόνος και ο ισχυρότερος πόλος έλξης στον πλανήτη.
Κι αυτό δεν το ξέρει μόνον ο Ερντογάν· το ξέρουν και οι Κιλινστάρογλου, Ακσενέρ, Γιαβάς και Ιμάμογλου. Για να μην πάμε στο παρελθόν, και θυμηθούμε πόσο είχε παραπλανήσει ΕΕ και ΗΠΑ ο ίδιος ο Ερντογάν, που μέχρι το 2010 τον νόμιζαν ακραιφνή φιλελεύθερο και εκδημοκρατιστή, για να ξυπνήσουν έπειτα από την Αραβική άνοιξη, από τις κραυγές του υπέρ της ανασύστασης του Χαλιφάτου.
Ποιό είναι το συμπέρασμα; Η βελτίωση του κλίματος ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία είναι όντως μια καλοδεχούμενη εξέλιξη, όχι όμως γιατί «θα μεταμορφώσει θεαματικά το πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων». Αλλά γιατί δίνει στην Ελλάδα κρίσιμο χρόνο ώστε να διευθετήσει τα εσωτερικά της ζητήματα, να καλύψει τα κενά στους εξοπλισμούς, την διπλωματία και την στρατηγική της. Η Τουρκία θα χρησιμοποιήσει το θετικό της πρόσωπο για να πετύχει συμφωνίες που θα προκαλέσουν περισσότερες εξαρτήσεις στην Ελλάδα αλλά και ευρύτερα στην ΕΕ, ώστε αύριο οι εκβιασμοί που θα εκτοξεύσει να καταστούν πιο επώδυνοι, και άρα πιο αποτελεσματικοί.
Όσο για την περίφημη ”συνεκμετάλλευση”; Η ΕΕ πρέπει να προχωρήσει μόνη της στην εξασφάλιση των ενεργειακών πηγών και διαδρόμων της νοτιοανατολικής Μεσογείου γιατί αυτό θα ενισχύσει την αυτοδυναμία της. Και όσο πιο αυτοδύναμος είναι κανείς, τόσο πιο καλά και αποτελεσματικά μπορεί και να διαπραγματευτεί με χώρες όπως η Τουρκία...