Θοδωρής Κότσυφας: «Κανείς δεν μπορεί να μας στερήσει τη δημιουργικότητα»

Από το ρεμπέτικο στην τζαζ, από το μπουζούκι στην ηλεκτρική κιθάρα, από τον Μανώλη Χιώτη στον Miles Davis.
Panos Iliopoulos

Τον συνάντησα στο σπίτι του στα Ιλίσια, μεσημεράκι, μέρες γιορτών. Η συζήτηση κράτησε ώρες, σχεδόν μέχρι το βραδινό του live. Ο Θοδωρής Κότσυφας, στα 32 του χρόνια, είναι από τους πιο ενδιαφέροντες μουσικούς στην Ελλάδα. Ξεκίνησε από την ελληνική, λαϊκή και παραδοσιακή μουσική - στα 18 του ανακάλυψε την τζαζ.

Είχα ακούσει τον τελευταίο από τους 3 δίσκους του και πρώτο του προσωπικό - το “Conception of thought”. Η μουσική του μου δημιούργησε συνάφειες που ο ίδιος μπορεί και να θεωρούσε «ιερόσυλες»- το Little Star Interlude μου άφησε μια συναισθηματική εντύπωση «χατζιδακική»… Ο ίδιος συνεργάζεται αυτή την περίοδο με τον Νίκο Ξυδάκη, δημιουργεί νέα μουσικά σχήματα, επανεκκινεί άλλα (Νext Step Quintet), συνθέτει και παίζει μουσική σε δουλειές φίλων, όπως μου λέει ότι είναι οι περισσότεροι στον μικρόκοσμο της ελληνικής τζαζ.

Αλλά, παρότι θεωρείται τζαζ μουσικός, δεν είναι σίγουρος αν η μουσική που φτιάχνει είναι τζαζ επακριβώς. «Καταρχήν δεν ξέρω τι μουσική γράφω- το μόνο σίγουρο είναι ότι στους δίσκους μου παίζουν τζαζ μουσικοί, με τζαζ νοοτροπία. Δεν περιορίζομαι. Απλά δεν θέλω να κάνω κάτι επίτηδες. Και δεν μπορώ το “κατά παραγγελία”», μου λέει.

Panos Iliopoulos

Θοδωρή, εγώ ακούω κυρίως ραπ και οι γνώσεις μου γύρω από τη τζαζ είναι περιορισμένες, αν και όλες οι μουσικές έχουν όλο και μεγαλύτερη αλληλεπίδραση. Πάντως, θεώρησε τη συνέντευξη αυτή σαν μια αφορμή ελεύθερης κουβέντας, παρά σαν ερωτηματολόγιο από λίστας.

«Χαίρομαι. Και για τη ραπ και την τζαζ που ανέφερες, όταν είχα βρεθεί στη Νέα Υόρκη ήμουν συνέχεια σε τζαζ κλαμπ και από τα 3 live κάθε μέρα, το ένα ήταν με ραπ. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να εξελιχθεί μια μουσική - η τζαζ το έκανε μπαίνοντας σαν μικρόβιο σε άλλες μουσικές».

Όταν μιλάω με καλλιτέχνες η πρώτη απορία που έρχεται στο μυαλό μου, ειδικά στη σημερινή πραγματικότητα, είναι «ζεις από την τέχνη σου, από αυτό που κάνεις;». «Πόσο σε δυσκολεύει, πόσο σε ευχαριστεί;».

«Τις κάνω κι εγώ αυτές τις ερωτήσεις σε μένα, πολύ συχνά. Και δε συμβαίνει μόνο στους καλλιτέχνες- και ο πατέρας μου, που είναι οικοδόμος, το ίδιο αναρωτιέται. “Αν ζω από τη δουλειά μου…”. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πως ακριβώς ορίζεται η δουλειά που κάνω. Η μουσική είναι μια πολύπλευρη δραστηριότητα: υπάρχει το κομμάτι των ηχογραφήσεων, το συνθετικό κομμάτι, τα μαθήματα. Οι μουσικοί διδάσκουμε για να ζήσουμε. Το σημαντικό για μένα είναι ποια από αυτές τις δραστηριότητες επιλέγεις γιατί προσφέρει και κάτι πνευματικό, εκτός από οικονομικούς λόγους».

«Δεν με δυσκολεύει η δουλειά μου… Απ’ τον εαυτό μου δυσκολεύομαι, όπως οι περισσότεροι. Αν θέσω στον εαυτό μου όρια και “πρέπει”, σίγουρα θα δυσκολευτώ. Η ευθύνη του χρόνου και της επιτυχίας φέρει μεγάλο βάρος. Ο John Coltrane έλεγε πως πάντα υπάρχει η χαρά της προσπάθειας και ποτέ δεν με πείραζε να αφιερώνω χρόνο στην μουσική μου εξέλιξη. Νιώθω πολύ ευχαριστημένος, ότι έχω πάρει από τη μουσική πολύ περισσότερα από όσα της έδωσα. Οι δυσκολίες αφορούν την εποχή μας που, από μόνη της, δυσκολεύει τα πράγματα. Πρέπει να είσαι λογικός με τους στόχους που θέτεις- αν γίνει στόχος μου να ζήσω και να κάνω μουσική όπως ο αγαπημένος μου μουσικός, μάλλον θα πάθω κατάθλιψη».

Να πάρουμε την ιστορία σου από την αρχή; Από το ξεκίνημα της σχέσης σου με την μουσική.

«Ένας θείος μου έπαιζε μουσική- ακορντεόν, νταούλια που τα έφτιαχνε μόνος του και τον άκουγα στις οικογενειακές μαζώξεις. Σε ένα σπίτι στη γειτονιά μου στη Νάουσα έπιασα ένα μπουζούκι στα χέρια μου και το σκάλισα. Τότε με έσπρωξαν οι δικοί μου στη μουσική και μέχρι τα 18 μου ασχολήθηκα με την παραδοσιακή και λαϊκή μουσική. Έπαιζα μπουζούκι και άλλα παραδοσιακά έγχορδα - μπαγλαμάδες, ούτι, σάζι».

«Όσο ήμουν στην παραδοσιακή μουσική, κάτι με έτρωγε. Υπήρξε περίοδος που μελετούσα πολύ Χιώτη, Ζαμπέτα, ρεμπέτικα μετά. Από πολύ μικρός έπαιζα σε μαγαζιά, λαϊκές σκηνές αλλά όχι μπουζούκια. Ήμουν στο Γυμνάσιο όταν ήρθε στη Νάουσα ο Αλκίνοος Ιωαννίδης κι έπαιζε μαζί του ο Γιώτης Κιουρτσόγλου, εξαιρετικός τζαζ μπασίστας που μόλις είχε γυρίσει από την Αμερική. Τον άκουσα και αμέσως κατάλαβα ότι θέλω να κάνω κάτι άλλο. Και αυτό ήρθε στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου, όταν βρέθηκα στην τζαζ κατεύθυνση της σχολής».

Η μετάβασή σου από την παραδοσιακή μουσική στην τζαζ ηχεί κάπως απροσδόκητη. Ενστικτωδώς όμως μπορώ να δω μια συνάφεια.

«Διαπιστώνω όλο και περισσότερο ότι είναι δύο παραδοσιακές, λαϊκές μουσικές. Η παράδοσή μας δε διαφέρει, η προσέγγισή μας είναι διαφορετική. Πλέον στο δυτικό κόσμο προσεγγίζουμε την παραδοσιακή μουσική της Αμερικής, που έχει γίνει παγκόσμια, με πολύ ακαδημαϊκό τρόπο. Όπως αντίστοιχα αν υπήρχαν πανεπιστήμια που διδάσκουν ρεμπέτικα στην Αμερική, θα υπήρχε ένα ακουστικό έλλειμμα».

Τι εννοείς;

«Έλλειψη βιωματικής προσέγγισης. Συχνά στη τζαζ προσπαθούμε μέσα από τη γνώση να παράγουμε μουσική. Εμμένουμε περισσότερο στα τεχνοκρατικά στοιχεία και έχει μείνει κάπως στην άκρη ότι πρέπει να ακούσεις πολύ μουσική, όποια μουσική».

Panos Iliopoulos

Μπορεί ένας μη Αμερικανός να παίξει τζαζ όπως αυτός που μεγάλωσε στη Νέα Ορλεάνη, ή στη Νέα Υόρκη;

«Προφανώς το θέμα είναι βιωματικό και όχι “dna-ικό”».

Σίγουρα.

«Λοιπόν, σήμερα στο Χαλάνδρι παίζει μια τζαζ μπάντα, ελληνική, που παίζει τη μουσική του Coltrane με τον ίδιο τρόπο με αυτόν. Δεν είναι εύκολο να γίνει, αλλά αυτοί το κάνουν, ”μεταφέρουν το μήνυμα”. Η μουσική είναι προϊόν μιμητισμού, κάποιος καθιερώνει ένα στυλ που για τους υπόλοιπους γίνεται βιωματικό. Για έναν ”ξένο” μοιάζει με την εκμάθηση μιας γλώσσας που δεν είναι του είναι μητρική. Όμως οι αποστάσεις έχουν μειωθεί με τις νέες τεχνολογίες - είμαστε στην Αθήνα και μπορούμε να αφουγκραζόμαστε το Μπρονξ ή την Ινδία. Συν ότι πολλοί μουσικοί ζούνε και δραστηριοποιούνται εκεί που γεννήθηκε η μουσική τους - επιστρέφοντας φέρνουν μαζί τους ένα ατόφιο κομμάτι της».

«Παλιότερα έλεγαν ότι οι λευκοί δε μπορούνε να παίξουν τζαζ. Υπήρξαν, όμως, περιπτώσεις λευκών- κάποιοι γεννήθηκαν μέσα σε “αυτό”- που έγιναν αποδεκτοί από την μαύρη κοινότητα και τελικά καθόρισαν την εξέλιξη αυτής της μουσικής. Η τζαζ έγινε εξαγώγιμο προϊόν από την Αμερική στην Ευρώπη αλλά λόγω της μετανάστευσης πολλά στοιχεία της ευρωπαϊκής μουσικής, όπως τα όργανα της συμφωνικής ορχήστρας, μπήκαν στη τζαζ. Πολλοί μουσικοί της τζαζ ασχολήθηκαν με την κλασική μουσική και επηρεάστηκαν, ενώ στην Ευρώπη υπάρχουν πόλεις και χώρες, όπως η Ολλανδία και η Δανία, που είναι κέντρα της τζαζ. Δε διαχωρίζουμε Αμερικάνους και Ευρωπαίους, είναι πολύ δύσκολο να εντοπίσεις τις διαφορές».

Εσένα τι σε τράβηξε στη μουσική και την κουλτούρα της τζαζ;

«Είναι εύκολο για έναν νέο άνθρωπο να συγκινηθεί από την επαναστατικότητα και τη “φιλοσοφία” πολλών μουσικών. Στη τζαζ με συγκίνησε η επιμονή πολλών μουσικών της, το πάθος τους με αυτό που έκαναν. Για αυτούς ήταν μονόδρομος να το κάνουν καλά, να είναι “σκυλιά” και να πέφτουν με τα μούτρα στη μουσική τους. Στον τρόπο ζωής τους υπήρχαν πολλά προς αποφυγή. Οι κοινωνικές συνθήκες ήταν άσχημες και η ζωή τους δύσκολη».

Φτώχεια, γκετοποίηση.

«Έκανε πολλά χρόνια η τζαζ να αποκτήσει μια αίγλη. Και να μπορέσουν οι μουσικοί της να ζήσουν καλύτερα. Για την αφροαμερικανική κοινότητα καταρχήν η τζαζ ήταν ένας τρόπος να έρθουν κοντά τα μέλη της. Και σήμερα συμβαίνει αυτό- όταν οι άνθρωποι ζούνε σε συνθήκες εξαθλίωσης πρέπει, κάπως, να διασκεδάσουν μαζί, να νιώσουν ότι ανήκουν σε μια ομάδα όπου δεν έχουν μόνο κάποιον πάνω από το κεφάλι τους να τους πατάει. Και επειδή από τη φύση της η παράδοση της τζαζ είναι χορευτική και βασίζεται στο ρυθμό, οι άνθρωποι χόρευαν, ξέσπαγαν με αυτή τη μουσική που είχε μέχρι και θρησκευτικές διαστάσεις, όπως τα gospel. Στις μπάντες της Νέας Ορλεάνης, στις κηδείες, δεν υπάρχουν μοιρολόγια, είναι όλα μια γιορτή».

«Praise the Lord!».

«Ναι, γιατί το είχαν ανάγκη αυτό».

Ήταν ένα meditation.

«Σε μεγάλο βαθμό. Κι αν δούμε λαούς στην Αφρική σήμερα, είναι όλη η μουσική τους ένας παλμός που αποσκοπεί σε κάποιου είδους έκσταση. Αυτό κανονικά θα έπρεπε να γίνεται και στη τζαζ, στην ίδια κατάσταση προσπαθούμε να έρθουμε. Δεν το καταφέρνουμε τόσο συχνά, γιατί έχει εκλείψει το κοινωνικό κομμάτι. Η μουσική έχει γίνει κάπως ατομικό ζήτημα, είναι πιο μοναχικός δρόμος απ’ ότι ήταν κάποτε».

Ειδικά η τζαζ ήταν για πολλά χρόνια μια περιθωριακή μουσική;

«Ναι και όχι. Όταν πρωτοξεκίνησε στη Νέα Υόρκη και τριγύρω το bebop, ήταν μια μουσική με έντονη επαναστατικότητα, υπήρχε σε συγκεκριμένα μέρη, την έπαιζαν συγκεκριμένοι μουσικοί. Δεν ήταν μουσική που θα την άκουγες στις ταινίες, ούτε θα την έβλεπες στα σαλόνια. Αλλά εκτός από το αντεργκράουντ κομμάτι της τζαζ, υπήρχε πάντα και η commercial σκηνή, η εμπορική».

Panos Iliopoulos

Υπάρχει ακόμα αυτός ο διαχωρισμός;

«Περισσότερο έντονα κιόλας. Έχει διαχωριστεί η τζαζ σε ένα είδος χορευτικής μουσικής και σε ένα άλλο, “μουσικής δωματίου” που πλησιάζει τη νοοτροπία της κλασικής μουσικής».

«Σε μένα η τζαζ έδωσε τη δυνατότητα να σκαλίσω μέσα μου. Και μουσικά και ψυχολογικά- πνευματικά. Προφανώς μου άρεσε ο ήχος της. Μπορούσα να πάρω ένα αρμονικό περιβάλλον και να ψάξω ένα εκατομμύριο μελωδίες πάνω σε αυτό. Να δω τι χρώμα θέλω να βάλω, σαν να ζωγραφίζω».

Επιτρέπει, ενθαρρύνει πολύ τον αυτοσχεδιασμό η τζαζ;

«Βασίζεται στον αυτοσχεδιασμό, όταν παίζεις και όταν γράφεις μουσική. Είναι ελευθεριακή μουσική, θέλει να σπάει τα όρια. Αυτή είναι η φύση της, ο real time αυτοσχεδιασμός όλων των μελών της μπάντας. Δεν μπορείς να παίξεις τζαζ αν δεν έχεις ανοιχτά τα αυτιά σου, πρέπει να ακούς τους άλλους μουσικούς. Ακόμα κι αν δεν είσαι καλός τεχνικά, αν ανταποκριθείς ανάλογα με το momentum, θα κάνεις μουσική. Ένας άνθρωπος που θα ασχοληθεί με την τζαζ μπορεί πολύ γρήγορα να παράγει μουσική, δεν απαιτούνται δέκα χρόνια σπουδών για να παίξει ένα κομμάτι- μπορεί να πειραματιστεί. Αυτός ο διαρκής πειραματισμός είναι ένα εγγενές αλλά και πολύ σύγχρονο στοιχείο της τζαζ, γιατί αυτή είναι η τάση της εποχής σε όλους τους τομείς- ψάχνουμε να δούμε τι διάολο μας συμβαίνει καταρχήν».

«Ο αυθορμητισμός, ο αυτοσχεδιασμός στη τζαζ με γοήτευσε αλλά και με δυσκόλεψε πολύ. Γιατί όταν έχεις άπλετη ελευθερία να επιλέξεις τα πάντα για να διαμορφωθεί το τελικό αποτέλεσμα, η οριστική απόφαση δυσκολεύει. Το μεγαλύτερο πρόβλημά μου πάνω στη δημιουργική διαδικασία είναι οι δεύτερες σκέψεις, μετά το πρωτόλειο «προϊόν».

Και μπορεί καμιά φορά το πρωτογενές να είναι καλύτερο από τις επεξεργασμένες του εκδοχές.

«Απόλυτα. Το βλέπω και στο στούντιο - παίζουμε 3-4 φορές ένα κομμάτι και πάντα η πρώτη είναι η καλύτερη, και με τα λάθη της ακόμα. Ίσως είναι θέμα ενέργειας, πάντως όταν σε κάτι ατόφιο εισχωρήσει η σκέψη, αυτό αλλοιώνεται. Το πρωτογενές είναι αυτό που βγήκε από το αποστακτήριο, μπορούμε να βάλουμε και άρωμα, αλλά θα γίνει κάτι άλλο. Αυτός είναι ο ψυχολογικός μου πόλεμος, αν κάποτε καταφέρω να “νικήσω”, θα παράγω πολύ περισσότερη μουσική».

Γιατί υπάρχει αυτός ο «πόλεμος» στη διαδικασία της δημιουργίας;

«Μάλλον λόγω κόμπλεξ, να ακουστεί οπωσδήποτε “ωραίο” αυτό που κάνουμε. Οφείλεται και σε έλλειψη πίστης στις δυνατότητες της αυθόρμητης έκφρασής μας, στην αγωνία ότι “θέλει κι άλλη δουλειά”. Καμιά φορά είμαι στο αυτοκίνητο κι έχω τραγουδήσει το κομμάτι που θέλω να γράψω, υπάρχει όλο μέσα στο κεφάλι μου - τα έγχορδα, τα πνευστά. Έρχομαι εδώ, ξεκινάω να γράφω κι όλα πάνε τέλεια. Και κάποια στιγμή αρχίζω να σκέφτομαι - “μήπως να αλλάξω αυτό;”. Κι εκεί τελειώνει. Κλείνω τον υπολογιστή και βγαίνω έξω».

«Στη μουσική», μου λέει, «το πιο σημαντικό είναι η θέληση. Όπως στο καθετί, αν το προσπαθείς, γίνεται δεύτερη φύση σου και μόνο ένας δρόμος υπάρχει: να το κάνεις όλο και καλύτερα. Το μυαλό είναι μυς, παράγει ότι το εκπαιδεύεις. Η πειθαρχία είναι για μένα πολύ σημαντική, το άλλο μισό της ελευθερίας. Η δυσκολία είναι όμως ακριβώς αυτή- να επιμένεις, χωρίς δεύτερες σκέψεις».

Η τζαζ στην Ελλάδα, σήμερα;

«Η Ελλάδα άργησε να μπει στο κόλπο- κι ακόμα είναι αρκετά αποκομμένα τα πράγματα εδώ, ακόμα προσπαθούμε να μπούμε στο παγκόσμιο τοπίο της τζαζ. Δημιουργικά πάμε καλά, βγαίνουν συνεχώς καινούργια πρότζεκτ, νέοι δίσκοι, έρχονται μουσικοί από το εξωτερικό, Έλληνες βγαίνουν έξω. Η κοινότητα είναι πολύ δυνατή, σήμερα μόνο έχει 8- 10 live. Και κάθε μέρα μπορείς να ακούσεις καλή τζαζ στην Αθήνα. Σε επίπεδο “βιομηχανίας” και εξαγωγής της μουσικής μας είμαστε πίσω».

Γιατί;

«Σίγουρα δεν υπάρχει καμιά υποστήριξη από πλευράς Πολιτείας, ενώ σε άλλες χώρες τα υπουργεία Πολιτισμού υποστηρίζουν ολόκληρες περιοδείες μουσικών τους, λειτουργούν ως υποστηρικτές και μάνατζερ ταυτόχρονα. Εμείς αυτό ούτε να το φανταστούμε δε μπορούμε. Δε γκρινιάζω, ούτε απογοητεύομαι, αλλά αυτή είναι μια κρίσιμη διαφοροποίηση. Από την άλλη, κι εμείς σαν μουσικοί έχουμε να μάθουμε πολλά για το πώς προμοτάρουμε τον εαυτό μας, για το πώς δουλεύει αυτή η βιομηχανία- γιατί περί βιομηχανίας πρόκειται, η οποία, δυστυχώς, εδώ δεν έχει εργοστάσιο. Οι μουσικοί στην Ελλάδα δίνουμε 3- 4 χιλιάρικα για να κάνουμε ένα δίσκο, απ’ τον οποίο θα πουλήσουμε 30 αντίτυπα. Συντηρείται όλο αυτό από τις άλλες δουλειές που κάνουμε».

Panos Iliopoulos

Πρακτικά λοιπόν, πως φτιάχνει ένας μουσικός τζαζ δίσκο στην Ελλάδα; Δε μετουσιώνεται αυτόματα η μουσική του σε ένα απτό, εμπορεύσιμο υλικό, προφανώς.

«Μόνο αυτόματα δε συμβαίνει, εμένα μου πήρε δύο χρόνια. Αυτές όμως οι περίοδοι που γράφω μουσική είναι οι πιο αντιπροσωπευτικές του εαυτού μου και αυτό έχει χαρά από μόνο του. Και η επόμενη χαρά είναι ότι μοιραζόμαστε αυτό το συναίσθημα με φίλους που αντιμετωπίζουν τη μουσική μας σαν να είναι και δική τους. Θα έρθουν να σε υποστηρίξουν, θα παίξουν μαζί σου χωρίς χρήματα γιατί είναι πραγματικοί φίλοι και γιατί αγαπούν τη τζαζ και θέλουν να την προωθήσουν. Στο στάδιο της ηχογράφησης αρχίζουν τα έξοδα- πρέπει να νοικιάσεις στούντιο, να πληρώσεις ηχολήπτη. Προσπαθείς να το “σώσεις” με τις συναυλίες, να μαζέψεις από εκεί όσα χρήματα μπορείς».

Η φάση των live στην Ελλάδα; Τα μαγαζιά;

«Παλιότερα υπήρχαν περισσότερες τζαζ σκηνές και λιγότεροι μουσικοί. Αυτό πλέον έχει αντιστραφεί. Πολλά ιστορικά τζαζ μαγαζιά, όπως το “Αλάβαστρον” ή το “Παράφωνον”, έκλεισαν. Ξεπηδούν νέα που αγωνίζονται να βγάλουν το μήνα. Οι ιδιοκτήτες αυτών των χώρων ανήκουν σε αυτό που κάνουμε, υπάρχει μεταξύ μας μια άτυπη συνεννόηση “μάγκες κάνουμε ότι καλύτερο μπορούμε”. Όλοι μας κρατάμε με νύχια και με δόντια, μουσικοί και ιδιοκτήτες των χώρων λειτουργούμε σαν “ένα”. Διασπαστικά δε “βγαίνει” πλέον».

Θα έπαιζες σε μπουζούκια;

«Το έχω κάνει παλιότερα. Πριν 3- 4 χρόνια έπαιζα μπουζούκι σε μια ταβέρνα».

Το διασκέδασες;

«Πολύ. Αν είναι δημιουργικό και είναι ωραία η παρέα είμαι “μέσα”. Αρκεί να υπάρχει δυνατότητα για δημιουργία - υπάρχουν δουλειές που δεν υπάρχει κανένα challenge, δουλειές που, όπως λέμε οι μουσικοί, πας για σκάψιμο… όλη νύχτα. Πάντως αν χρειαστεί θα το κάνω. Και θα πω κι ευχαριστώ».

Panos Iliopoulos

Γράφεις μουσική κάθε μέρα;

«Μπορεί και κάθε μέρα να γράφω κάτι αλλά και οι τρεις δουλειές μου μέχρι τώρα έχουν γίνει σε περιόδους που συμβαίνει ένα “μπαμ”, δεν κάνω τίποτα άλλο, μόνο γράφω και μετά από δυο βδομάδες έχω έτοιμο ένα υλικό».

Πως θα μπορούσες να περιγράψεις αυτές τις περιόδους έμπνευσης;

«Είναι, μάλλον, περίοδοι χωρίς αναστολές, όπου έχει συσσωρευτεί αρκετό πράγμα και έχω την αποφασιστικότητα να το βγάλω προς τα έξω. Έρχεται μια ενέργεια, σαν μαγική, και μου λέει “τώρα!”».

«Στην τζαζ σκηνή στην Ελλάδα κάνουμε ότι καλύτερο μπορούμε στις συνθήκες που έχουμε. Εγώ θέλω να καλύπτω τρία πράγματα στη ζωή μου: το πώς νιώθω σαν σώμα, σαν φυσική κατάσταση, το καθαρά επαγγελματικό- βιοποριστικό κομμάτι και, πολύ σημαντικό, τη δημιουργική πλευρά της ύπαρξής μου. Καμιά φορά ακουγόμαστε σαν να γκρινιάζουμε- εμένα δε με απασχολεί να κάνω καριέρα, ούτε θεωρώ ότι η μουσική μου θα αλλάξει τον κόσμο. Θέλω απλά οι τρεις μηχανισμοί που ανέφερα να λειτουργούν στη ζωή μου. Και αυτό δεν μπορεί να μου το στερήσει κανείς. Ακόμα και μια ώρα την ημέρα να έχω ελεύθερη, δημιουργικός μπορώ να νιώσω».

|

Δημοφιλή