Παρουσιάστηκε πριν λίγες ημέρες το πολυαναμενόμενο σχέδιο Γαβρόγλου για τις Πανελλαδικές, το οποίο θα ισχύσει από την νέα σχολική χρονιά. Παρά τις βαρύγδουπες υποσχέσεις για “αύξηση του ενδιαφέροντος των μαθητών”, “ουσιαστική παιδεία” και “αξιόπιστο απολυτήριο με αξιοκρατικό αντίκρισμα στην αγορά εργασίας”, κατά κάποιο τρόπο συνεχίστηκε το “ράβε-ξήλωνε” στο εξεταστικό σύστημα με τις αλλαγές να είναι οριακές.
Πιο συγκεκριμένα, στη διαμόρφωση του βαθμού του απολυτηρίου, το 9,5 παραμένει ως βαθμός προαγωγής και ο μέσος όρος για τα μαθήματα που εξετάζονται γραπτώς διαμορφώνεται κατά 60% από το μέσο όρο των δύο τετραμήνων και κατά 40% από το βαθμό της τελικής γραπτής εξέτασης, ενώ για τα υπόλοιπα μαθήματα ο βαθμός είναι ο μέσος όρος των δύο τετραμήνων. Ο γενικός τελικός μέσος όρος διαμορφώνεται ισότιμα από όλα τα μαθήματα, πλην της Φυσικής Αγωγής. Όπως σημειώνει το Υπουργείο Παιδείας, οι απολυτήριες εξετάσεις δεν είναι επιπλέον Πανελλαδικές. Ωστόσο, τα θέματα θα ετοιμάζονται από ομάδα διδασκόντων όλων των σχολείων -ανά Διεύθυνση Εκπαίδευσης- με το τελικό διαγώνισμα να προκύπτει μετά από κλήρωση, και τα γραπτά θα βαθμολογούνται από καθηγητή άλλου σχολείου, με καλυμμένα τα προσωπικά στοιχεία του κάθε μαθητή. Πάντως, τα επόμενα χρόνια ο βαθμός του απολυτηρίου θα παίζει ρόλο στο βαθμό πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αφού θα συνυπολογίζεται σε ένα ποσοστό, πιθανότατα κατά 10% επί της συνολικής βαθμολογίας.
Οι πιο σημαντικές αλλαγές παρατηρούνται στην αύξηση των ωρών διδασκαλίας των μαθημάτων προσανατολισμού και την αντίστοιχη αύξηση της διδακτέας ύλης. Ενώ μειώνονται δραστικά τα μαθήματα Γενικής Παιδείας, με την Νεοελληνική Γλώσσα και Γραμματεία (6 ώρες), τα Θρησκευτικά (1 ώρα), τη Φυσική Αγωγή (2 ώρες) και ένα μάθημα επιλογής (2 ώρες) να γίνονται υποχρεωτικά για όλους. Ταυτόχρονα, καταργείται η δυνατότητα ενός μαθητή να «ανοίγει» ένα επιπλέον επιστημονικό πεδίο με την επιλογή ενός ακόμη μαθήματος (Γενικής Παιδείας). Το βασικό επιχείρημα του Υπουργείου σχετικά με αυτή την απόφαση είναι ότι ο μαθητής θα μπορεί πλέον να επικεντρωθεί σε συγκεκριμένα τμήματα της επιλογής του, και τον αποτρέπει από το εισαχθεί απλώς κάπου, με αποτέλεσμα να μην καταφέρει να πάρει ποτέ το πτυχίο του. Προσωπικά, κρίνω λίγο ρηχή την παραπάνω εξήγηση, και θα το αιτιολογήσω με ένα παράδειγμα: εάν ένας μαθητής στοχεύει στην Ιατρική και τελικά περάσει στο τμήμα Λογοθεραπείας, τότε αυτό δεν αναιρεί το συλλογισμό του Υπουργού; Μιλάμε για δύο τμήματα που ανήκουν στο ίδιο πεδίο αλλά είναι εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους.
Δυστυχώς, μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικοί γινόμαστε για ακόμα μια φορά θεατές μιας μεταρρύθμισης που γίνεται αποσπασματικά, και δίχως να βασίζεται σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για το σύνολο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ειλικρινά, αναρωτιέμαι με ποια λογική κρίσιμα μαθήματα Γενικής Παιδείας, όπως είναι τα Μαθηματικά, η Ιστορία ή η Βιολογία δε θα διαμορφώνουν το Εθνικό Απολυτήριο. Ουσιαστικά, επιχειρείται η επιστροφή στο μακροβιότερο εξεταστικό σύστημα, αυτό των Δεσμών, που καθιερώθηκε επί ΠΑΣΟΚ το 1983 και εφαρμόστηκε έως και το 1999. Αν δεν είναι αυτό πισωγύρισμα, τότε τι είναι; Έως πότε οι μαθητές θα γίνονται πειραματόζωα στα σχέδια του εκάστοτε Υπουργού, που θέλει να αφήσει το δικό του στίγμα κατά τη διάρκεια της θητείας του; Και δεν είναι υπερβολική αυτή η άποψη αν παρατηρήσει κανείς ότι τα τελευταία 35 χρόνια έχουν συμβεί περισσότερες από 10 αλλαγές στο εξεταστικό σύστημα.
Αναμφίβολα ο θεσμός του σχολείου είναι αρκετά σύνθετος και πολύπλοκος. Κατά την προσωπική μου γνώμη, ο κύριος στόχος του είναι να «χτίζει» ολοκληρωμένους πολίτες με άποψη και να πάψει να διαπλάθει μονοδιάστατες προσωπικότητες. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τονιστεί ο κρίσιμος ρόλος του εκπαιδευτικού ή με την πιο ευρεία έννοια, αυτός του Δασκάλου, ο οποίος καλείται να λύσει όλα τα εκπαιδευτικά προβλήματα και να διαμορφώσει τους πολίτες του μέλλοντος. Ανθρώπους με ήθος, με αξιοπρέπεια, δημιουργικούς και, προπαντός, που να πιστεύουν σε αξίες. Ξέρετε, το να καταφέρεις να πείσεις έναν νέο ότι είναι προτιμότερο να κάνει το σωστό και να είναι «καθαρός», παρά να επιδιώκει μια «βρώμικη» και πολλές φορές εφήμερη επιτυχία, είναι ένα πολύ δύσκολο έργο. Ας εστιάσουμε επιτέλους στην αλλαγή κουλτούρας που έχει ανάγκη αυτός ο τόπος, ξεκινώντας από τα παιδιά και το εκπαιδευτικό σύστημα. Άλλωστε, όπως είχε πει ο Πλάτωνας, «δεν ξέρω κάτι άλλο, για το οποίο κάθε άνθρωπος θα έπρεπε να νοιάζεται τόσο πολύ όσο για το πώς θα γίνουν τα παιδιά του άνθρωποι καλύτεροι από αυτόν και τους ομοίους του».