Η επίσκεψη Ερντογάν στην Ελλάδα ήταν αποκαλυπτική. Ο Τούρκος πρόεδρος ξεδίπλωσε ενώπιον προέδρου και πρωθυπουργού την ατζέντα του, ορίζοντας σε μεγάλο βαθμό το πλαίσιο της δημόσιας συζήτησης. Μιλώντας για τη Συνθήκη της Λωζάνης, φάνηκε ξεκάθαρα η ένδεια επιχειρημάτων του, με τον ίδιο να πιάνεται συν τοις άλλοις αδιάβαστος (π.χ. αναφορά στον μουφτή της Θράκης, για τον οποίο δεν υπάρχει καμία σχετική πρόνοια στην εν λόγω Συνθήκη). Επίσης, στην προσπάθειά του να στηρίξει την άποψη του, «ανακάλυψε» τρεις λέξεις (αναθεώρηση, επικαιροποίηση, εκσυγχρονισμός), όμως, κατέστη σαφές ότι η προσέγγισή του δεν είναι νομική αλλά πολιτική. Πιο συγκεκριμένα, η διακηρυγμένη πρόθεση της Άγκυρας να ανοίξει το ζήτημα μετά από 95 χρόνια περισσότερο συνιστά προειδοποίηση προς τους «εχθρους» της χώρας παρά δείχνει διάθεση διαβούλευσης για την αλλαγή επιμέρους άρθρων. Άλλωστε, υπάρχουν ανυπέρβλητες δυσκολίες για κάτι τέτοιο.
Μία συνθήκη που ορίζει σύνορα δεν αλλάζει στο σύνολο της παρά μόνο με πόλεμο. Ο Ερντογάν, όμως, εγείρει το θέμα ως ένδειξη ισχύος, χάριν της οποία φέρεται να διεκδικεί αλλαγές. Δηλαδή, εμφανίζει την Τουρκία πιο δυνατή απ’ότι το 1923 όταν και της επιβλήθηκε -κατά τον Τούρκο πρόεδρο- η Συνθήκη της Λωζάνης. Συνεπώς, τώρα είναι σε θέση να «διορθώσει» το ιστορικό λάθος, απαιτώντας συμβιβασμούς επί τη βάση της αναγνώρισης της νέας πραγματικότητας.
Εξίσου, οι συνεχείς επικλήσεις για τη μουσουλμανική μειονότητα της (δυτικής) Θράκης, μέρος της οποίας η Τουρκία βαφτίζει «τουρκική», ήταν ενοχλητικές. Εντάσσονται στη στρατηγική επιλογή εργαλειοποίησης των μουσουλμανικών πληθυσμών σε διάφορα σημεία του πλανήτη με απώτερο στόχο την αποτελεσματικότερη προώθηση των συμφερόντων της Άγκυρας. Στη δυτική Θράκη, ωστόσο, υπάρχουν επιπρόσθετοι λόγοι ενδιαφέροντος. Ειδικότερα δε, η εκρίζωση του δικτύου Γκιουλέν αποτελεί κεντρική επιδίωξη. Έτσι, έγιναν τρεις επισκέψεις στο ανώτατο επίπεδο (πρωθυπουργός, αντιπρόεδρος κυβέρνησης και πρόεδρος της Δημοκρατίας) και άλλες πολλές υπόγειες διεργασίες λαμβάνουν χώρα, ώστε μεταξύ άλλων, να πιστοποιηθεί στον τοπικό πληθυσμό η διατήρηση του υψηλού ενδιαφέροντος εκ μέρους της Άγκυρας καθώς και να καταδείξουν δημόσια τα πρόσωπα (μουφτήδες και άλλους) που στηρίζονται πλέον, μετά τις εγχώριες εκκαθαρίσεις. Πάντως, το κλίμα διώξεων φαίνεται να επηρεάζει αρνητικά μέρος της μειονότητας που θέλει να προσεταιριστεί η Τουρκία αλλά και να προκαλεί την αντίδραση του χριστιανικού στοιχείου. Σημειωτέον, πως ο μετριασμένος λόγος Ερντογάν την Παρασκευή δεν αλλάζει τις πάγιες βλέψεις της χώρας του στην περιοχή, όπως αυτές εκφράστηκαν από τον αντιπρόεδρό της, Τσαβούσογλου, κατά την παρουσία του στις αρχές Νοεμβρίου στην Κομοτηνή.
Αν και αναμέναμε ο Τούρκος πρόεδρος να αξιοποιήσει τη μόλις δεύτερη παρουσία του (σε συνέχεια επίσημης πρόσκλησης) σε ευρωπαϊκό έδαφος κατόπιν του αποτυχημένου πραξικοπήματος, τελικά δεν το έπραξε. Αντιθέτως, καταφέρθηκε εναντίον της ΕΕ για τη ελλιπή χρηματοδότηση σε σχέση με τα συμφωνηθέντα στο προσφυγομεταναστευτικό, χωρίς καμία δημόσια αναφορά στην ανάγκη βελτίωσης του κλίματος. Επειδή το «άνοιγμα» Ερντογάν προς την ΕΕ προδιαγράφεται από τις εξελίξεις (αρνητική πορεία τουρκικής οικονομίας, επιδείνωση των σχέσεων με τις ΗΠΑ), προφανώς η τουρκική πλευρά δεν ήθελε να το πράξει από την Αθήνα και να πιστωθεί η τελευταία έστω και ατύπως ένα ρόλο ενδιάμεσου. Η Ελλάδα κινήθηκε μάλλον προωθημένα, προσφέροντας βήμα στον Ερντογάν, προσδοκώντας κάτι άλλο από την επίσκεψή του, παρά να κυριαρχήσουν στην ατζέντα Λωζάνη και μουσουλμανική μειονότητα Θράκης. Η δημοκρατική μας ευαισθησία είναι δεδομένη, αλλά συνάμα είμαστε και στην πρώτη γραμμή (γεωγραφικά) και με εκκρεμείς ιστορικές διαφορές με τη γείτονα. Συνεπώς, θέλουμε να αποφύγουμε την παγίδευσή μας στην εξελισσόμενη διελκυστίνδα μεταξύ Δύσης-Τουρκίας.
Αν απέβη χρήσιμη σε κάτι η παρουσία Ερντογάν στην Ελλάδα ήταν πως δόθηκε τέλος στις αυταπάτες ορισμένων αναφορικά με τις προθέσεις της Τουρκίας. Εκλαϊκεύοντας και εξειδικεύοντας τις στρατηγικές του αντιλήψεις, ο Τούρκος πρόεδρος μας ξεκαθάρισε πως θέλει την ειρήνη μεν, με τους δικούς του όρους δε.