Όσοι έχουν στοιχηματίσει ότι το 2018 θα είναι έτος εκκίνησης για την νέα ΕΕ και πρώτος ο Γάλλος Πρόεδρος Εμάνουελ Μακρόν, μάλλον θα πρέπει να αρχίσουν να αντισταθμίζουν τους κινδύνους του στοιχήματος, εάν μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου δεν προκύψει σαφές σήμα από το Βερολίνο για τον τερματισμό της πολιτικής αβεβαιότητας που επικρατεί στην Γερμανία μετά τις εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου. Ο νέος γύρος διερευνητικών συνομιλιών, αυτή τη φορά για τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης μεγάλου συνασπισμού, είναι προγραμματισμένος να κρατήσει μία εβδομάδα και αν δεν καταλήξει σε μία επί της αρχής συμφωνία, τότε η γερμανική κρίση ενδέχεται να πυροδοτήσει μία νέα ευρωπαϊκή κρίση.
Η Άνγκελα Μέρκελ έχει πάψει να είναι κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού στην Γερμανία από την βραδιά των εκλογών. Η κυβέρνησή της, CDU/CSU με την συνεργασία του SPD, έχασε συνολικά 13,8% σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές και ο μεγάλος συνασπισμός προσγειώθηκε ανώμαλα στο 53,5% ποσοστό που είναι το χαμηλότερο μεταπολεμικά. Η συνεργασία της Ένωσης Χριστιανοδημοκρατών και Χριστιανοκοινωνιστών με τους Φιλελεύθερους και τους Πράσινους έμοιαζε με σανίδα σωτηρίας για την καγκελάριο, όμως δεν άντεξε και η Τζαμάικα έμεινε άπιαστο όνειρο. Τώρα, η μόνη λύση που έχει, είναι να συνεχίσει με το ίδιο κυβερνητικό σκάφος, αλλά προς άγνωστη κατεύθυνση και άδηλο χρονικό διάστημα.
Με όρους ορθής πολιτικής ανάγνωσης και ανάλυσης, μία συμφωνία κυβερνητικής συνεργασίας της Ένωσης CDU/CSU με το SPD θεωρείται σχεδόν αδύνατη, αφού από τα σχέδια συνομιλιών που έβαλαν στο τραπέζι οι δύο πλευρές, οι διαφωνίες τους στα μισά θέματα φαίνονται αγεφύρωτες. Η Α. Μέρκελ με τον σταθερό της εταίρο Χορστ Ζεεχόφερ προσήλθαν στις προκαταρτικές συναντήσεις με τον Μάρτιν Σουλτς, με το σχέδιο συμφωνίας που είχε συνταχθεί για την Τζαμάικα, κωδικοποιημένο σε 15 σημεία. Από την πλευρά του και ο αρχηγός των Σοσιαλδημοκρατών είχε παρουσιάσει το σχέδιο που είχε πάρει από το συνέδριο του κόμματός του με 14 σημεία και ως προοίμιο έχει ζητήσει από την καγκελάριο να τοποθετηθεί θετικά έναντι του σχεδίου Μακρόν για την Ευρώπη.
Ακόμη και αν η καγκελάριος θέλει να βάλει την προσωπική της σφραγίδα στην μετεξέλιξη της ΕΕ, και ορισμένοι από τους στενούς της συνεργάτες επιμένουν πως μπορεί να το κάνει, όπως ο υπουργός Καγκελαρίας Πέτερ Aλτμάιερ που ασκεί παράλληλα και τα καθήκοντα του υπουργού Οικονομικών μετά την εκλογή του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ως Προέδρου της Βουλής, ο σκληρός πυρήνας του CDU (από τον επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας Φόλκερ Κάουντερ, την επιτροπή οικονομικών έως και τους περιφερειακούς αρχηγούς του κόμματος) δεν φαίνεται διατεθειμένος να αφήσει την Α. Μέρκελ να ηγηθεί μίας... σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης. Και αν αυτοί τηρούν τα πολιτικά προσχήματα ενόψει των συνομιλιών, οι Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας δεν το κάνουν. Η κοινοβουλευτική ομάδα, με επικεφαλής τον Αλεξάντερ Ντρομπρίντ, με το κείμενο των θέσεων που πρόκειται να καταθέσει στο μικρό (χειμερινό) συνέδριο (4-6 Ιανουαρίου), αναφέρει ρητά ότι δεν θέλει καμία συζήτηση για μεταβίβαση περισσότερων εξουσιών στην ΕΕ, πόσο μάλλον για μετατροπή σε Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης. Επιμένει στον έλεγχο των εσωτερικών συνόρων χωρίς αιτιολόγηση, μέχρις ότου πάψει να υπάρχει προσφυγικό ζήτημα και πρόβλημα μετανάστευσης. Προγραμματικά, οι Βαυαροί θα μπορούσαν να συνεργαστούν από θέσεις αρχής με το ακροδεξιό AfD αλλά σίγουρα όχι με τους Σοσιαλδημοκράτες.
Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα της Α. Μέρκελ. Οι Χριστιανοδημοκράτες σύρρονται από τους Χριστιανοκοινωνιστές πιό δεξιά και αυτοί ολοένα και πιο δεξιά από τους ακροδεξιούς του ΑfD τις ψήφους των οποίων αθροίζουν μάλιστα στα σενάρια των τοπικών εκλογών στη Βαυαρία που θα γίνουν το προσεχές φθινόπωρο, ώστε να κρατήσουν την εξουσία που έχουν αδιάλειπτα επί επτά δεκαετίες. Η μετατόπιση του κέντρου βάρους προς τα δεξιά, μπορεί να είναι ανεπαίσθητη, για την ώρα, στα θέματα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής στο εσωτερικό της Γερμανίας, ωστόσο μπορεί να διαταράξει σοβαρά τις λεπτές ευρωπαϊκές ισορροπίες. Εάν η μέση τομή του νέου μεγάλου γερμανικού συνασπισμού είναι ο συμβιβασμός των Σοσιαλδημοκρατών με τους Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας, τότε το αποτέλεσμα για τον Μάρτιν Σουλτς είναι προδιαγεγραμμένο και το έχει δώσει ήδη η επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του SPD Αντρέα Νάλες, λέγοντας ότι στις επόμενες εκλογές θα έχει και άλλες απώλειες.
Και αν ακόμη λοιπόν ο Μάρτιν Σουλτς δεν εννοούσε ότι η ΕΕ θα γίνει Ομοσπονδία το 2025, αλλά θα πρέπει να κάνει βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, ο τρόπος με τον οποίο αντιδρούν Χριστιανοδημοκράτες και Χριστιανοκοινωνιστές, Φιλελεύθεροι και AfD, καθιστούν και τα μικρά βήματα εκ των προτέρων έωλα. Το μήνυμα που εκπέμπει όλο αυτό το διάστημα μετά τις εκλογές η Γερμανία, είναι ότι δεν θέλει άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές μεταρρυθμίσεις. Και αυτό το μήνυμα το έχουν πάρει και το χρησιμοποιούν όπως θέλουν οι χώρες που συνέθεταν τον γερμανικό ευρωπαϊκό κύκλο, αγνοώντας τις δημόσιες δηλώσεις της καγκελαρίου στα ευρωπαϊκά θέματα, όσο αυστηρές και αν είναι. Για αυτό και οι Σοσιαλδημοκράτες επιμένουν ότι θα πρέπει να υπάρχει σαφής αναφορά στην ΕΕ στο σχέδιο συμφωνίας για κυβέρνηση, διαφορετικά θα πάρουν το ρίσκο να τερματίσουν τις συνομιλίες.
Τι θα κάνει η Α. Μέρκελ; Έχει δηλώσει πως δεν θα προχωρήσει σε κυβέρνηση κοινοβουλευτικής μειοψηφίας, αλλά πολλοί είναι εκείνοι στο εσωτερικό της Ένωσης που θεωρούν αυτή την λύση καλύτερη από την συνέχιση της συνεργασίας με τους Σοσιαλδημοκράτες. Διαφορετικά θα πρέπει να ζητήσει νέες εκλογές, που ενδεχομένως θα δώσουν παρεμφερές αποτέλεσμα και επανάληψη της αβεβαιότητας για άγνωστο ακόμη διάστημα. Σε κάθε περίπτωση πάντως η ίδια φαίνεται πως αρχίζει να συμβιβάζεται με την ιδέα της αποχώρησης. Εάν σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας θα δρομολογήσει παράλληλα τις διαδικασίες για την διαδοχή της στο κόμμα. Το ίδιο όμως εκτιμάται πως θα γίνει και με κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού, ώστε ο Μ. Σουλτς να έχει απέναντι τον ή την διάδοχό της, σε περίπτωση ενδοκυβερνητικής κρίσης και κατάρρευσης του συνασπισμού. Δεν αποκλείεται λοιπόν και το 2018 να είναι για την Γερμανία εκλογικό.