Τέτοιες μέρες, το 2016, έφυγε από τη ζωή ο Ουμπέρτο Έκο. Ο Ιταλός σημειωτιστής, που έπλασε, καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου του ορισμένες από τις πιο πολύπλοκες μυθιστορηματικές αφηγήσεις στην ιστορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.
Το παρόν άρθρο δεν αποτελεί αφιέρωμα με την κλασική έννοια του όρου. Με ενδιαφέρει περισσότερο να σταθώ στο τι έμαθα προσωπικά μέσα από την επαφή με τη γραφή του Έκο, κάτι που πιστεύω ότι ισχύει και για αρκετούς άλλους από τους φανατικούς αναγνώστες του. Για την ιστορία, θα παραθέσω λίγα βιογραφικά στοιχεία, όπως τα αλιεύουμε μέσα από τα «αυτιά» των βιβλίων του με το μοντέρνο μαλακό εξώφυλλο...
Ο Ουμπέρτο Έκο γεννήθηκε στην Αλεσάντρια του Πιεμόντε το 1932. Από το 1975 κατείχε την έδρα του καθηγητή της Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, ενώ από το 1988 ήταν πρόεδρος του Διεθνούς Κέντρου Μελετών Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο του Σαν Μαρίνο. Αν και αρχικά παρακολούθησε σπουδές Νομικής, εγκατέλειψε αυτόν τον τομέα και ακολούθησε σπουδές Μεσαιωνικής Φιλοσοφίας και Λογοτεχνίας. Γνώριζε άπταιστα πέντε γλώσσες, μεταξύ των οποίων αρχαία ελληνικά και λατινικά. Από το 1962 ως το τέλος του 1970 ο Έκο ανέπτυξε τη δική του θεωρία στη Σημειολογία. Το 1965 εξελέγη καθηγητής Οπτικών Επικοινωνιών στη Φλωρεντία και το 1966 καθηγητής της Σημειολογίας στο Μιλάνο. Το 1971 το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια τού προσέφερε τη θέση του τακτικού καθηγητή της Σημειολογίας και το 1974 ο Έκο οργάνωσε τον Διεθνή Σύνδεσμο Σημειολογικών Μελετών.
Μέσα στη δεκαετία του ’70, άρχισε να γράφει τα μυθιστορήματά του, κάνοντας την αρχή με «Το όνομα του Ρόδου», που τιμήθηκε με το βραβείο Strega το 1981 (τη μεγαλύτερη τιμητική διάκριση που προβλέπεται στην Ιταλία για τα λογοτεχνικά έργα) και το Médicis Étranger το 1982, ενώ πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο.
Η προσωπική του ζωή ήταν ήρεμη, καθώς πέρασε τα περισσότερα χρόνια του με τη γυναίκα του και τα δύο παιδιά τους ανάμεσα στο σπίτι του στο Μιλάνο (ένα διαμέρισμα-λαβύρινθο με μια βιβλιοθήκη 30.000 βιβλίων) και το εξοχικό του στο Ρίμινι. Το όνομά του, ECO, έχει από πολλούς ματαπλαστεί στο λατινικό ακρωνύμιο “Ex Caelis Oblatus”, που σημαίνει «Σταλμένος από τον Θεό».
Και χωρίς άλλα «ιστορικά», μπαίνω κατευθείαν στο προκείμενο. Θα αναφερθώ σε τρία συγκεκριμένα στοιχεία του «κρυφού νομοθέτη του κόσμου», που με κέρδισαν στα χρόνια που τον διαβάζω. Πρώτον, ο Έκο υπήρξε ο κατ’ εξοχήν διαδραστικός συγγραφέας. Ο ίδιος έχει δηλώσει κυνικά ότι: «Ένας συγγραφέας θα πρέπει να πεθαίνει (αμέσως) μόλις γράψει ένα μυθιστόρημα», για να μην εμποδίζει με επόμενες παρεμβάσεις του την πορεία του μυθιστορήματος στο χρόνο. Ο Έκο δεν επιθυμούσε ποτέ να τοποθετείται προσφέροντας στο κοινό ερμηνείες των όσων είχε πραγματευτεί σε κάποιο βιβλίο του. Ήθελε να δημιουργεί ενεργητικούς αναγνώστες, ανθρώπους που εξαρχής θα προσέγγιζαν κριτικά το γραπτό του και ακόμα και όταν αυτό θα ήταν τόσο αμφίσημο ή περίπλοκο, θα έδιναν οι ίδιοι τις απαντήσεις, με βάση τα προσωπικά τους αξιακά κριτήρια.
«Στο βιβλίο μου «Τα όρια της ερμηνείας» κάνω διάκριση μεταξύ της πρόθεσης του συγγραφέα, της πρόθεσης του αναγνώστη και της πρόθεσης του κειμένου. Ένα κείμενο είναι ένα επινόημα που στόχο έχει να παραγάγει τον Υποδειγματικό Αναγνώστη του. Αυτός ο Αναγνώστης δεν είναι ο αναγνώστης που κάνει τη «μία και μοναδική», τη «σωστή» υπόθεση. Ένα κείμενο μπορεί να προβλέψει τον Υποδειγματικό Αναγνώστη, ο οποίος έχει το δικαίωμα να δοκιμάσει απεριόριστες υποθέσεις, όπως υποστηρίζει η θεωρία», είπε ο Ιταλός στοχαστής σε μια ομιλία του στην Αθήνα, το 1995.
Για τον Έκο σημασία είχε ο Υποδειγματικός Αναγνώστης, όχι ο Εμπειρικός. Ως Υποδειγματικό, ο συγγραφέας καλούσε τον αναγνώστη εκείνο που είχε την πνευματική συγκρότηση και την ψυχική σύνεση να καταφέρει (γιατί περί κατορθώματος πρόκειται) να αναχθεί πάνω και πέρα από τις όποιες προσωπικές του εμπειρίες πιθανόν να διάβαζε στο βιβλίο, ώστε τελικά να φτάσει στο σημείο να αφομοιώσει τα νοήματα του κειμένου και – προ πάντων – τον πανανθρώπινο χαρακτήρα τους.
Ο Εμπειρικός Αναγνώστης που ταυτίζει την ιστορία που διαβάζει με διάφορα προσωπικά του βιώματα, καθίσταται επί της ουσίας «εμπόδιο» στον ίδιο του τον εαυτό, αποτρέποντάς τον από το να αντιληφθεί την ουσία του κειμένου. Εμπειρικός Αναγνώστης, κατά τον Έκο, μπορεί να γίνει και ο ίδιος ο συγγραφέας – προφανώς άθελά του – αν υποπέσει στο προαναφερθέν ολέθριο σφάλμα να αρχίσει να παρέχει εξηγήσεις για τα γραφόμενά του σε όποιον τον ρωτά.
Δεύτερον, ο Έκο υπήρξε «δύσκολος» συγγραφέας. Ακόμα και για τους φανατικότερους των αναγνωστών του γνωρίζω καλά ότι παραβιάζω ανοιχτές θύρες λέγοντας ότι ο Ουμπέρτο Έκο ήταν ένας δύσκολος, περίπλοκος, συχνά δυσνόητος, για πολλούς τελικά ακατάληπτος λογοτέχνης. Και εδώ κρύβεται η μαγεία της πένας του. Ο Έκο δεν ήταν ανατάληπτος επειδή ήθελε να βασανίσει τον αναγνώστη. Επίσης, δεν ήταν περίπλοκος επειδή περίμενε από τον αναγνώστη να ανακαλύψει την πάσα «αλήθεια» πίσω από τις λέξεις. Αντίθετα, ήταν ένας δύσκολος μανιερίστας. Περίπλοκη γραφή, μα με ξεκάθαρα μηνύματα. Δεν χρειαζόταν να έχει διαβάσει κανείς ολόκληρο το έργο του για να καταλήξει σ’ αυτό το συμπέρασμα. Είτε διάβαζε «Το Όνομα του Ρόδου» είτε «Το Εκκρεμές του Φουκώ» είτε το προτελευταίο του «Το Κοιμητήριο της Πράγας», θα κατέληγε στο ίδιο συμπέρασμα.
Ποιο συμπέρασμα; Ότι, σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του λογοτεχνικού βίου του, ο Ουμπέρτο Έκο δεν έκανε τίποτα άλλο από το να αποκαλύπτει σε όλο τους το μεγαλείο τις ανθρώπινες αδυναμίες και τα ανθρώπινα πάθη. Μόνο στο τελευταίο ογκώδες «Κοιμητήριο της Πράγας» καταφέρνει να συνδέσει τις μυστικές υπηρεσίες των κρατών της μεσαιωνικής Ευρώπης, με τον άκρατο αντισημιτισμό του 18ου και 19ου αιώνα που οδήγησε, εκτός των άλλων, στην άνοδο του ναζισμού και του φασισμού.
Ο Έκο παρουσιάζει συστηματικά έναν τεράστιο ιστό της αράχνης γεμάτο ονόματα, ημερομηνίες, χρονολογίες, ιστοριά γεγονότα, δοξασίες, πνευματικά ρεύματα, μύχιους πόθους και απροκάληπτες πολιτικές υστεροβουλίες. Μάλιστα, συνήθιζε να αναφέρεται σχεδόν πάντα σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα, χρησιμοποιώντας ως ήρωες πρόσωπα που υπήρξαν στ’ αλήθεια στον ρου της ιστορίας και έπαιξαν κάποιο ρόλο στην εποχή τους. Επιλέγει να κατασκευάσει έναν φανταστικό πλαστό ήρωα και να τον περιστοιχήσει με όλους τους προαναφερθέντες, με τέτοιο τρόπο που να φτάνει κανείς στο λογικό συμπέρασμα ότι κάλλιστα και ο κεντρικός ήρωας θα μπορούσε να είχε υπάρξει στην εποχή ή τις εποχές που περιγράφονται. Ή, τέλος πάντων, κάποιος που θα του έμοιαζε πολύ (!)
Τρίτον και τελευταίον, ο Έκο ήταν ένας συγγραφέας εγγενώς αποκαλυπτικός. Μέσα από τις ατελείωτες ιστορίες του για τους κατασκόπους, τις πόρνες και τους αββάδες, τους ψευτο-συμβολαιογράφους, όπως ο Σιμόνε Σιμονίνι, και τους λογιών λογιών ηγέτες όπως ο Γκαριμπάλντι και ηγετίσκους, όπως ο «ψεύτικος» Μουσολίνι στο τελευταίο του «Φύλλο Μηδέν», ο Έκο κατέκτησε τον τίτλο που σχεδόν ασυναίσθητα του προσέδωσαν κριτικοί και μυημένο κοινό: Ένας κρυφός νομοθέτης του κόσμου. Αφιερώνοντας όλη του τη ζωή στη Σημειωτική, επεδίωξε παράλληλα μέσα από τη λογοτεχνία να περάσει στο ευρύ κοινό μια αίσθηση ίσως ματαιότητας του κόσμου, αν κανείς βλέπει το ποτήρι μεσοάδειο. Προσωπικά, αναγνώρισα στα γραπτά του Έκο την προσπάθεια ενός δασκάλου να μου μάθει ότι πάντα κάπως έτσι ήταν, πάντα κάπως έτσι θα είναι. Πάντα οι άνθρωποι ήταν προκατειλημμένοι για το διαφορετικό, πάντα αγαπούσαν να μισούν συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων, ώστε να φορτώνουν σε εκείνους ό,τι κακό συνέβαινε στις δικές τους ζωές. Πάντα, επίσης, το συμφέρον ήταν άχρωμο, άοσμο και άγευστο, ταυτιζόμενο συγκυριακά με εξουσίες και πρόσωπα. Εν τέλει, η ανθρώπινη αδυναμία ήταν πάντα υπαρκτή, αλλά και πάντα η κινητήριος δύναμη της ιστορίας, καθώς ποδηγετούσε τις επιδιώξεις και έφερνε τα πάνω-κάτω σε συστήματα και κανόνες.
Κατόπιν τούτων, θα πει κανείς ότι ο Έκο σπατάλησε μια ζωή για να μας πει πράγματα που γνωρίζουμε. Όχι, θα ήταν πολύ βαρετό πρώτα για τον ίδιο να έκανε κάτι τέτοιο. Γι’ αυτό και σε μία από τις λίγες «παραβιάσεις» της αρχής της «μη επεξήγησης», στην οποία αναφέρθηκα στην αρχή, ο διανοητής εκείνος είχε σημειώσει αποκαλυπτικά: «Να φοβάσαι τους προφήτες κι αυτούς που είναι έτοιμοι να πεθάνουν για την αλήθεια, επειδή κατά κανόνα κάνουν και άλλους να πεθάνουν μαζί τους, μερικές φορές πριν από αυτούς και καμιά φορά αντί για αυτούς...»
Σημειώσεις:
- Οι παραπάνω γραμμές αποτελούν προσωπικές απόψεις του γράφοντος και μάλιστα αποκλειστικά και μόνο ως αναγνώστη του Ουμπέρτο Έκο και όχι ως επαΐοντος επί ζητημάτων λογοτεχνικής ή φιλολογικής ανάλυσης.
- Χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από το άρθρο του Ανδρέα Ζαμπούκα, με τίτλο: «Ex Caelis Oblatus. Ένας κρυφός νομοθέτης του κόσμου», 20-02-2016, Liberal.gr >> http://www.liberal.gr/arthro/34117/forum/2016/isonEx-Caelis-Oblatussin-eCO- pethane-o-oumperto-eko.html .