Το 2019 θα συμπληρωθούν 30 έτη από την πτώση του τείχους του Βερολίνου, γεγονός που προσδιόρισε τον μετέπειτα ιστορικό χρόνο ως μεταψυχροπολεμικό. Βαίνοντας προς την συμπλήρωση της πρώτης εικοσαετίας του 21ου αιώνα, η διεθνοπολιτική πραγματικότητα αφίσταται των πρώιμων προσδοκιών και ειμαρμένων, σχετικά με την ανάδειξη αντικειμενικών συνθηκών που θα προάγουν την ευταξία του διεθνούς συστήματος, έναντι των παραγόντων που επιφέρουν την αταξία.
Αν θέλουμε να αποτυπώσουμε την παρούσα συγκυρία, υπό το πρίσμα της πρώιμης μεταψυχροπολεμικής αισιοδοξίας, δύναται να προσδιοριστεί ως η συνειδητοποίηση του χάσματος μεταξύ υποκειμενικών προθέσεων των (κυρίαρχων) δρώντων του διεθνούς συστήματος και των αντικειμενικών αποτελεσμάτων της ιστορικής πράξης. Αντλώντας από τον αστείρευτο γνωστικό πλούτο του Παναγιώτη Κονδύλη, η τριακονταετής μεταψυχροπολεμική περίοδος αποτελεί ένα βραχύ κύμα της ιστορικής πράξης, αδυνατώντας να πραγματοποιήσει τους αρχικούς της σκοπούς. Με τον μοναδικό του τρόπο, περιγράφοντας τα κίνητρα δράσης των υποκειμένων και τις συνέπειες των δράσεών τους σε μακροϊστορικό επίπεδο, ο μεγάλος διανοητής διατύπωσε: «Οι υποκειμενικές προθέσεις των ατόμων και τα έλλογα σχέδια δράσης αποξενώνονται από τους αρχικούς σκοπούς και μέσα από τις αφανείς επενέργειες της ετερογονίας των σκοπών διοχετεύονται σε αγωγούς, οι οποίοι εκβάλουν στις μεγάλες συλλογικές δημιουργίες ή χρεωκοπίες». (Παναγιώτης Κονδύλης, Η Ηδονή, η Ισχύς, η Ουτοπία, Στιγμή, Αθήνα, 2000, σελ. 119-20)
Προσπαθώντας να διερευνήσουμε τί τέξεται το 2019, ίσως να ακούγεται πιο ενδιαφέρον, άλλα είναι μάταιο -αν όχι αστείο- η αναζήτηση εκ των προτέρων «στιγμών» ανάλογων της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου, της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης ή της τρομοκρατικής επιθέσεως της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001˙ όχι γιατί μία ανάλογη ιστορική στιγμή δεν μπορεί να προκύψει τις επόμενες 52 εβδομάδες, αλλά γιατί δεν μπορεί να προβλεφθεί. Ίσως, το μόνο που δύναται να πράξει κάποιος είναι να προσπαθήσει να εντάξει το επόμενο έτος σε ένα ευρύτερο πλαίσιο των βραχέων και μακρών κυμάτων της ιστορικής πράξης, σύμφωνα με την κονδύλεια ανάλυση του ιστορικού γίγνεσθαι.
Διαφαίνεται λοιπόν, ότι οι υλικές και πνευματικές δυνάμεις της Δύσης ως αποκλειστικά και τελέσφορα διαμορφωτικές του διεθνούς συστήματος εξαντλούνται και παράλληλα αναδύονται νέες συν-διαμορφωτικές, αλλά και σαφώς διακριτές των δυτικών αντιλήψεων. Το δυτικό μεταψυχροπολεμικό εγχείρημα μάλλον έμεινε ημιτελές, απόρροια της ετερογονίας των σκοπών των δρώντων και της τεράστιας αναδιανεμητικής διαδικασίας ισχύος που κινητοποίησε το δυτικό τέκνο της «παγκοσμιοποίησης». Υπό αυτές τις συνθήκες, η πρόσληψη της τρέχουσας διεθνοπολιτκής πραγματικότητες ίσως να καταστεί ευκολότερα αντιληπτή.
Το ισχυρότερο κράτος του διεθνούς συστήματος, δηλαδή οι Ηνωμένες Πολιτείες, θα καλούνται όλο και συχνότερα να συνυπολογίζουν όλο και περισσότερο τις αιτιάσεις των άλλων ισχυρών δρώντων. Σχετικά με τον Αμερικανό Πρόεδρο, ο οποίος στην καλύτερη εκδοχή για τους συμπολίτες του ισαπέχει από τα δύο άκρα του φάσματος καταλληλότητας –ακαταλληλότητας για το αξίωμα που κατέχει, οι επιλογές του στο οικονομικό, διπλωματικό και στρατιωτικό πεδίο, αποδεικνύουν ότι του διαφεύγει το ιστορικά τεκμηριωμένο γεγονός πως η διατήρηση μίας ηγεμονίας χρειάζεται μεγαλύτερη φρόνηση από την απόκτησή της. Οι Σινο-Αμερικανικές σχέσεις συνιστούν ήδη προσδιοριστικό παράγοντα της δομής του διεθνούς συστήματος και της διεθνούς τάξης. Ο οικονομικός τομέας θα συν-διαμορφώνει τις σχέσεις Ουάσινγκτον – Πεκίνου, όμως δεν θα τις προσδιορίζει και το τρέχον έτος θα αποτυπώσει εναργέστερα το αναδυόμενο ανταγωνιστικό δίπολο. Πόσο δεκτικές (θα) είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, όσον αφορά την πτωτική πορεία της ηγεμονίας τους στο διεθνές σύστημα;
Είναι γεγονός πως περιφερειακές κρίσεις δημιουργούν ανασφάλεια και για την νέα χρονιά. Τα μέχρι τώρα πεπραγμένα δεν έχουν φέρει μεγάλες δυνάμεις σε απ’ ευθείας αντιπαράθεση, κατάσταση κρίσιμη για την διατήρηση της διεθνούς τάξης. Ακόμη και στις περιπτώσεις που εμπλέκονται άμεσα, παραδείγματος χάριν στην Ουκρανία ή στην Συρία, επικράτησε αυτοσυγκράτηση και ένας ορθολογισμός στη βάση των συγκεκριμένων διακυβευμάτων. Η ιστορία έχει δείξει ότι όταν οι μεγάλες δυνάμεις έχουν αποφασίσει να συγκρουστούν, επαρκούν σαφώς μικρότερες από τις παρούσες αφορμές. Για το 2019, δεν διαφαίνεται τέτοια δυσοίωνη προοπτική.
Υποστηρίζουν πολλοί, ότι η μεγέθυνση της παγκόσμιας οικονομίας συνιστά παράγοντα σταθερότητας. Δεν θα πρέπει όμως να μας διαφεύγουν και οι αναδιανεμητικές επενέργειες των οικονομικών σχέσεων. Οι αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις ή ανεπιθύμητες πολιτικές προεκτάσεις, δεν γίνονται εύκολα αποδεκτές, ακόμη και από αυτούς που διατράνωναν μέχρι πρόσφατα την κυριαρχία της οικονομίας επί της πολιτικής. Βέβαια, η απροθυμία για επώδυνους συμβιβασμούς είναι ευθέως ανάλογη με την θέση που κατέχει κάθε κράτος στον παγκόσμιο ή περιφερειακό καταμερισμό ισχύος. Επομένως, η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας την παρούσα χρονιά θα αποτελεί θετικό γεγονός, αλλά μεσοπρόθεσμα η τροπή των εμπορικών σχέσεων, ιδίως μεταξύ των ισχυρότερων κρατών, θα έχει σημασία για την σταθερότητα του συστήματος.
Οι νέες απειλές για την διεθνή ασφάλεια όπως: η διεθνής τρομοκρατία, το ζήτημα της κυβερνο-ασφάλειας, οι ανεξέλικτες μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές, η περιβαλλοντική επιβάρυνση δημιουργούν μία τάση αναζήτησης συνθηκών διασφάλισης, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, που μάλλον ανατιμά τον ρόλο και την αναγκαιότητα του κρότους, παρά το αντίθετο. Επίσης, η ραγδαία τεχνολογική πρόοδος επιταχύνει την διαδικασία αναδιανομής πλούτου και ισχύος, επιφέροντας, ως είθισται, αμφίσημα αποτελέσματα στη διεθνή κοινότητα.
Στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι γνωστό ότι η συσσωματική διαδικασία στην Γηραιά Ήπειρο εκκίνησε λόγω της συνειδητοποίησης της αδυναμίας των δυτικο-ευρωπαϊκών κρατών, έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης. Η αυτεπίγνωση της αδυναμίας τους, ήταν επαρκής συνθήκη για την εκκίνηση του εγχειρήματος, δεν φαίνεται όμως ικανή για να οδηγήσει στην πολιτική ενοποίηση. Το βασικό πρόβλημα, στο επίπεδο της εξωτερικής δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έγκειται στο πώς θα προσδιοριστεί και θα ιεραρχηθεί επαρκώς το «ευρωπαϊκό» συμφέρον σε όλη την κλίμακα που επιτάσσουν οι αναγκαιότητες του διεθνούς συστήματος. Υπό αυτό το πρίσμα, η διατήρηση του ευρωπαϊκού κεκτημένου εμφανίζεται ως ρεαλιστικότερη επιλογή εν σχέσει με την εμβάθυνσή του κατά το τρέχον έτος και βραχυπρόθεσμα.
Στα καθ’ ημάς, αποτελεί κοινό τόπο ακόμη και για τους πιο δύσπιστους ότι ο τουρκικός αναθεωρητισμός συνιστά δομικό στοιχείο του τουρκικού πολιτικού συστήματος και δεν έχει συγκυριακό, δευτερογενή και προσωπικό χαρακτήρα. Επίσης, διαφαίνεται ότι η τουρκική κοινωνία νομιμοποιεί την εν λόγω εξωτερική πολιτική, ανατροφοδοτώντας τον τουρκικό ηγεμονισμό. Οφείλουμε λοιπόν να λειτουργήσουμε αναλόγως και όχι κατ’ αρέσκεια στη βάση πολύ συγκεκριμένων εξισορροπητικών ενεργειών και υπομνήσεων ισχύος, ως μέσα αποτροπής της συγκεκριμένης απειλής. Υπό το ίδιο πρίσμα, γίνεται όλο και πιο κατανοητό ότι η προσπάθεια επίλυσης του κυπριακού ζητήματος, προσλαμβάνεται από την Άγκυρα, ως ευκαιρία κατάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Γενικότερα, το 2019 δεν προμηνύεται ιδιαιτέρα ευοίωνο για την ελληνική εξωτερική πολιτική.
Κατά πόσο λοιπόν, πρέπει να αισιοδοξούμε ή όχι για το νέο έτος δεν είναι θέμα καλής προδιάθεσης και διακηρυκτικών αναφορών περί της κοινής ανθρώπινης μοίρας. Στο βαθμό που ελλοχεύει η ετερογονία των σκοπών, τόσο σε συλλογικό όσο και σε ατομικό επίπεδο, οι ιστορικές απολήξεις της ανθρώπινης πράξης θα διαφέρουν των αρχικών στοχοθεσίων. Ίσως να αποτελεί οξύμωρη ανθρωπολογική σταθερά, η συνύπαρξη της αδήριτης ανάγκης του ανθρώπου για αισιοδοξία και παράλληλα πληθώρα ανθρωπίνων δράσεων που θέτουν σε κίνδυνο την ίδια του την ύπαρξη. Διαφαίνεται λοιπόν ότι το βραχύ κύμα της ιστορικής πράξης της μεταψυχροπολεμικής περιόδου, με τις μετακρατικές εκδιπλώσεις του συν-διαμόρφωσε ως έναν βαθμό, αλλά μάλλον απορροφάται από το μακρό και προγενέστερο κύμα της κρατοκεντρικής σύστασης του διεθνούς συστήματος, το οποίο διαμορφώθηκε μερικούς αιώνες πριν. Ίσως το 2019 να εντάσσεται σ’ αυτή την ιστορική διαδικασία.
Εν γένει, στο βαθμό όπου δεν θα υπάρξει κάποιο εξαιρετικά συνταρακτικό γεγονός, η ιστορικότητα ή μη των γεγονότων που θα λάβουν χώρα το νέο έτος θα προσδιοριστεί από τις επενέργειές του σε μέλλοντα χρόνο. Ως άνθρωποι είναι βιωτικά αναγκαίο να αισιοδοξούμε, άλλα να το πράττουμε λελογισμένα. Ως Έλληνες, η συνειδητοποίηση της συλλογικής μας χρεωκοπίας -όχι μόνο, ούτε κυρίως στον οικονομικό τομέα- θα αποτελέσει το πιο αισιόδοξο μήνυμα ανάταξης για τον νέο χρόνο και μετέπειτα.
Σας εύχομαι Καλή Χρονιά!