Συμβαίνει σε κάθε γονέα κάποια στιγμή: είμαστε αγχωμένοι κάνοντας συνεχώς τους ταχυδακτυλουργούς έχοντας τόσες προτεραιότητες για τα παιδιά μας και το παιδί μας το κάνει ξανά αυτό. Αυτό που μας τσακίζει τα νεύρα. Αυτό που τους έχουμε ζητήσει επανειλημμένα να μην κάνουν.
Βιώνουμε έκρηξη εκτοξεύοντας κατηγορίες: «Γιατί ... Σου το έχω πει εκατομμύρια φορές...» Αλλά σχεδόν μόλις φύγουν τα λόγια από τα χείλη μας, το έχουμε μετανιώσει.
Υποτίθεται ότι διαμορφώνουμε το είδος της συμπεριφοράς που θέλουμε να δούμε στα παιδιά μας και θέλουμε να παραμείνουμε «αυθεντίες» στη ζωή τους. Πώς θα παραδεχτούμε ότι τα έχουμε θαλασσώσει χωρίς να υπονομεύσουμε αυτούς τους ρόλους;
Δείχνοντας στα παιδιά μας πώς αναλαμβάνει κανείς την ευθύνη των πράξεών του, συμπεριλαμβανομένων των λαθών μας, και πώς να ζητάμε μια ειλικρινή συγγνώμη, διαμορφώνουμε σημαντικές δεξιότητες για τα παιδιά μας. Τα παιδιά μας, όταν μας βλέπουν στα καλύτερά και στα χειρότερά μας συνδέονται γνήσια μαζί μας.
«Το να φτιάχνουμε τα πράγματα ενισχύει τις σχέσεις», λέει στη HuffPost η Σάρα Μπρεν, οικογενειακή ψυχολόγος με έδρα τη Νέα Υόρκη.
«Πρέπει να το δούμε ως ”δώρο” κατά κάποιο τρόπο. Αν δεν το χάσαμε ποτέ, αν δεν τα βάλαμε ποτέ, αν δεν τσακωθήκαμε ποτέ με κάποιον με τον οποίο έχουμε σχέση – θα ήταν μια αρκετά επίπεδη, επιφανειακή σχέση», λέει.
Για βοήθεια σχετικά με το πώς να μετατρέψουμε μια δύσκολη στιγμή σε ευκαιρία για ανάπτυξη και προβληματισμό, μιλήσαμε με ψυχολόγους και συγκεντρώσαμε συμβουλές για το πώς να μιλήσουμε στο παιδί μας όταν ξέρουμε ότι τα έχουμε κάνει χάλια.
Πρώτα, ας πάρουμε μια ανάσα, κι ας δείξουμε στον αυτοσυμπόνια
Μπορεί να φαίνεται καλή ιδέα να ξεκινήσουμε τη συγγνώμη μας αμέσως, αλλά πρώτα, ας αφιερώσουμε λίγο χρόνο για να δούμε τον εαυτό μας.
«Ας κάνουμε επαναφορά κι ας πάρουμε μια ανάσα», λέει η Αν Λουίζ Λόκχαρντ, παιδοψυχολόγος με έδρα το Τέξας, στην HuffPost.
Η αντίδρασή μας - ή η υπερβολική αντίδραση - είναι «επειδή το νευρικό μας σύστημα έχει ενεργοποιηθεί με κάποιο τρόπο. Και το για το ότι έχει πυροκροτηθεί δεν φταίνε τα παιδιά μας», λέει ο Λόκχαρτ...
Η ίδια προτείνει να πάρουμε μια ή δύο αναπνοές για να ηρεμήσει το νευρικό μας σύστημα.
«Σε πολλούς γονείς, συνήθως, παρουσιάζεται μια υπερβολική αντίδραση» για την οποία πρέπει να ζητήσουμε συγγνώμη, λέει η Σίντι Γκράχαμ, ψυχολόγος που εργάζεται με παιδιά, εφήβους και ενήλικες στο Μέριλαντ.
Πριν απευθυνθούμε στο παιδί μας, σύμφωνα με όσα λέει η Μπρεν, «καλό είναι να κάνουμε λίγη ... αυτοεργασία».
«Πολλές φορές, αν πρέπει να διορθώσουμε (τις πράξεις μας), είτε κάναμε κάτι για το οποίο πραγματικά δεν αισθανόμαστε καλά, και ίσως τα βάζουμε τον εαυτό μας, είτε είμαστε πραγματικά θυμωμένοι με κάποιον άλλον που έκανε κάτι. Ισως πιθανότατα και τα δύο», συνεχίζει η Μπρεν.
«Κανείς δεν μπορεί πραγματικά να διορθώσει αν δεν ανακαλύψει αυτόν το ”φυσικό” τόπο της συμπόνιας, της αυτοσυμπόνιας και της συμπόνιας για κάποιον άλλο», προσθέτει.
Προτείνει πριν μιλήσουμε στο παιδί μας, να υπενθυμίσουμε στον εαυτό μας: «Δεν είμαι κακός γονιός. Είμαι ένας άνθρωπος που χάνω την ψυχραιμία μου μερικές φορές. Και τίποτα δεν μπορεί να μην διορθωθεί».
Ας διαλέξουμε την (σωστή) στιγμή κι ας δώσουμε προσοχή στην γλώσσα του σώματος
Ανάλογα με την ένταση της κατάστασης, εμείς ή/και το παιδί μας μπορεί να χρειαστούμε λίγο χρόνο για να ηρεμήσουμε πριν μιλήσουμε για αυτό που συνέβη.
«Λίγο μετά την καταιγίδα» είναι συχνά μια καλή στιγμή, λέει η Μπρεν. «Πρέπει να αισθάνονται ασφαλή (εκείνα), πρέπει να αισθανόμαστε ασφαλείς (κι εμείς)».
Ας κάνουμε έναν απολογισμό των αναγκών μας και του παιδιού μας κι ας έχουμε κατά νου το ταπεραμέντο μας.
«Αν είμαστε το είδος του ατόμου που τείνει να είναι λίγο μοχθηρό, ή κρατάμε κάτι... τότε το να το να πάρουμε τα ηνία αυτή τη στιγμή μάλλον δεν είναι η καλύτερη στιγμή...», λέει η Λόκχαρτ.
Εάν δεν είμαστε σίγουροι αν το παιδί μας είναι έτοιμο για τη συγγνώμη μας, η Λόκχαρτ συμβουλεύει να ρωτήσουμε ευθέως: «Θέλεις να μιλήσουμε για αυτό τώρα; Ή χρειάζεσαι λίγα λεπτά;»
Όταν πλησιάζουμε το παιδί μας, ας βεβαιωθούμε ότι η γλώσσα του σώματός μας επιβεβαιώνει ότι θέλουμε να επιδιορθώσουμε, όχι να βγούμε στην επίθεση. Εάν το παιδί μας είναι μικρό, ας χαμηλώσουμε στο ύψος του, ώστε να βλεπόμαστε στα μάτια.
«Θέλουμε το πρόσωπό μας να είναι μαλακό και ήρεμο. Θέλουμε να προσφέρουμε οπτική επαφή αλλά όχι να το απαιτούμε – να μην τους ενοχλούμε», λέει η Μπρεν.
Θέλουμε επίσης να μειώσουμε την ένταση της φωνής μας και να απαλύνουμε τον τόνο μας. Κανένα παιδί δεν θα πιστέψει ότι μια συγγνώμη είναι αυθεντική αν την εκφράζουμε με φωνές.
Ας είμαστε σύντομοι, κι ας εστιάσουμε στην «απολογία» μας
«Όταν μιλάμε στο παιδί μας, υπάρχει μια τάση, νομίζω, να μιλάμε πάρα πολύ, να θέλουμε να δημιουργήσουμε πολλές εξηγήσεις και απλώς μια σταυροφορία και να τη μετατρέψουμε σε μια στιγμή διδασκαλίας», λέει η Μπρεν.
«Κανείς δεν θέλει να λάβει συγγνώμη και να του κάνουν διαλέξεις ταυτόχρονα», πρόσθεσε.
Υπάρχει καλύτερη στιγμή για το παιδί μας να μάθει πόσο σημαντικό είναι να μαζεύει τα βρώμικα ρούχα του από το πάτωμα και να τα βάζει στο καλάθι ρούχων. Το μόνο που (πρέπει να) θέλουμε αυτή εκείνη τη στιγμή, (ωστόσο) είναι να ξέρει ότι λυπόμαστε που εκραγήκαμε γι′ αυτό.
Αν και οι εξηγήσεις μας μπορεί να είναι μεγαλύτερες με τα μεγαλύτερα παιδιά, αξίζει να τις κρατάτε σύντομες, ακόμη και με εφήβους.
«... κάποια στιγμή κλείνουν. Δεν ακούνε τίποτα από εμάς», λέει η Λόκχαρτ.
Ας ξεκινήσουμε με το να αφηγηθούμε αντικειμενικά τι συνέβη.
Μπορούμε να ξεκινήσουμε λέγοντας: «Πέταξες το φαγητό σου στο πάτωμα και εγώ σου φώναξα».
Στη συνέχεια, η Μπρεν μας προτείνει «να μιλήσουμε λίγο για το πώς θα μπορούσαμε να νιώσουμε ως προς αυτό για το παιδί μας».
Αν προσέξαμε το βλέμμα στο πρόσωπό του όταν συνέβη, θα μπορούσαμε πιθανώς να μαντέψουμε πώς μπορεί να ένιωσε αυτή τη στιγμή. Μπορούμε να πείτε κάτι σαν, «αυτό πρέπει να ήταν τρομακτικό για εσένα».
Στη συνέχεια, ας λάβουμε υπόψη αυτό που κάναμε κι ας ζητήσουμε μια αληθινή, χωρίς επιφύλαξη συγγνώμη. Τα παραδείγματα περιλαμβάνουν: «Συγγνώμη. Δεν έπρεπε να σου φωνάξω έτσι» ή «Δεν έπρεπε ποτέ να σου μιλήσω έτσι».
«Καλό είναι να μην πούμε κάτι σαν, «Λυπάμαι που με έκανες να φωνάξω», είπε ο Λόκχαρτ. «Αυτό είναι επιθετικό. Θα περάσει στην άμυνα. Και μετά απλώς θα γίνουν τα πράγματα χειρότερα».
Μετά, ας αναλάβουμε την ευθύνη του τι κάναμε, κι ας προσφέρουμε ανεπιφύλακτα μια αληθινή απολογία
Παραδείγματα: «Συγγνώμη. Δεν έπρεπε να σου φωνάξω έτσι» ή «Δεν έπρεπε ποτέ να σου μιλήσω έτσι».
«Καλύτερα ας αποφύγουμε τα: ”Συγγνώμη που με έκανες να φωνάξω”. Αυτό είναι επιθετικό. Θα περάσουν στην άμυνα. Και μετά το πράγμα θα χειροτερεύει».
Ας κάνουμε τα παιδιά μας να αντιληφθούν ότι δεν είναι εκείνα υπεύθυνα για ό,τι αισθανόμαστε εμείς
Ας πούμε κάτι όπως: «Δεν ήταν δικό σου σφάλμα που σου φώναξα».
Το παιδί μας πρέπει να καταλάβει ότι δεν πρέπει να ρίξουμε την ευθύνη σε εκείνο για ό,τι αισθανόμαστε. Ακόμα κι αν έχουν κάνει κάτι εκνευριστικό η, εκτός ορίων αντίδρασή μας έχει να κάνει περισσότερο με εμάς κι όχι με εκείνα.
Ας το κρατήσουμε σε πρώτο πρόσωπο
Η Λόκχαρντ προτείνει να χρησιμοποιήσουμε το πρώτο πρόσωπο για να εξηγήσουμε πώς αισθανόμαστε και γιατί μπορεί να είχαμε υπερβολική αντίδραση αυτή τη φορά: «Φώναξα γιατί ένιωθα εξαντλημένος/συντετριμμένος».
Το κλειδί εδώ είναι ότι η εξήγηση (καλό είναι να) αφορά τα συναισθήματά μας, όχι τις πράξεις του παιδιού μας. Εάν η συμπεριφορά τους πρέπει να αντιμετωπιστεί, αυτό θα πρέπει να γίνει αργότερα, χωριστά. Η συγγνώμη μας - η επιδιόρθωση - αξίζει τη δική της στιγμή.
Ας διαβεβαιώσουμε το παιδί μας ότι το αγαπάμε ό,τι κι αν γίνει
Θέλουμε να καθησυχάσουμε το παιδί μας και να επικοινωνήσουμε μαζί του; (Ας του πούμε): «Ακόμα κι όταν είμαι θυμωμένος και φωνάζω, εξακολουθώ να σε αγαπώ»...
Τώρα θα μπορούσε να είναι η στιγμή για μια αγκαλιά, αν αυτό είναι κάτι που μπορεί να θέλει το παιδί μας, ή μια άλλη χειρονομία «που επικοινωνεί ότι ενδιαφερόμαστε για τον αντίκτυπο που έχει [το περιστατικό] στο παιδί μας», λέει η Γκράχαμ.
Υπάρχουν (ωστόσο) μερικά πράγματα που θα θέλαμε να αποφύγουμε
Υπάρχουν πολλά πράγματα που θα θέλαμε να αποφύγουμε να πούμε όταν προσπαθούμε να ζητήσουμε συγγνώμη από το παιδί μας.
Το ένα είναι αυτό που η Λόκχαρτ αποκαλεί «διάχυση ευθύνης» ή το να κατηγορούμε το παιδί, τον σύντροφό μας - ή οποιονδήποτε άλλο - για τη συμπεριφορά μας. Καλό είναι να αναλαμβάνουμε τη ευθύνη αυτού που έχουμε κάνει.
Η Λόκχαρτ συμβουλεύει να μην «θυματοποιούμαστε», λέγοντας π.χ. «κανείς δεν με ακούει ποτέ» — ακόμα κι αν είναι αληθινό. Αυτό «μπορεί να προκαλέσει μια αντίδραση από το παιδί μας να μας φροντίσει αφού το πληγώσαμε», λέει η Λόκχαρτ και σίγουρα (αυτή) δεν είναι μια συμπεριφορά που θέλουμε να συνεχίσει στη ζωή του.
Τέλος, θέλουμε να αποφύγουμε (να το δούμε) να «κατεβάζει ρολά».
«Πολλοί άνθρωποι το κάνουν γιατί αυτό διδάχτηκαν. Είτε ήταν απομονωμένοι όταν ήταν παιδιά, είτε οι γονείς τους τους έλεγαν: «Μην μιλάτε για αυτά τα πράγματα», λέει η Λόκχαρτ.
Όμως, ως γονείς, μπορούμε να κάνουμε τα πράγματα διαφορετικά με τα παιδιά μας, διδάσκοντάς τους τις δεξιότητες που χρειάζονται για να οικοδομήσουν άλλες ισχυρές σχέσεις.
Μερικές φορές, υπάρχουν μικρότερες ρήξεις - ένα αγενές σχόλιο που ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι δεν έπρεπε να το μοιραστείς, για παράδειγμα...
Εάν, για παράδειγμα, πούμε κάτι που δεν πρέπει θα μπορούσαμε να πούμε αμέσως:
«Δεν ακούγεται σωστά, έτσι δεν είναι;»
«Δεν έπρεπε να το πω αυτό».
«Θέλω να το πάρω πίσω».
«Αυτό δεν βγήκε με τον σωστό τρόπο».
«Δεν σου φάνηκε καλά, έτσι δεν είναι; Ούτε εμένα μου φάνηκε καλά».
«Ας το διαγράψουμε».
«Ας μην υποτιμούμε την αξία αυτής της μικρής επιδιόρθωσης», προσθέτει η Μπρεν. «Αυτό πραγματικά διδάσκει στα παιδιά μας κοινωνικές δεξιότητες και συνειδητή επίγνωση του πώς αλληλεπιδρούμε με τους άλλους αυτή τη στιγμή».