Πώς κατάφερε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία να επικρατήσει για έντεκα αιώνες; Ο διεθνούς φήμης Γάλλος ιστορικός, Michel Kaplan μας καλεί να αναλογιστούμε τις αιτίες που οδήγησαν στην αξιοθαύμαστη μακροβιότητά της, στις 13 Νοεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και στις 14 Νοεμβρίου στο Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης
Λίγες ημέρες πριν από τις δύο διαλέξεις του κ. Kaplan στην Ελλάδα, η HuffPost Greece προδημοσιεύει απόσπασμα του τελευταίου βιβλίου του ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Paris 1 (Πάνθεον-Σορβόνη) με τίτλο «Γιατί το Βυζάντιο; Μία αυτοκρατορία έντεκα αιώνων», που κυκλοφορεί στις 8 Νοεμβρίου, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Πρόκειται για μία εύληπτη και συνοπτική κριτική παρουσίαση της ιστορίας του Βυζαντίου, που εστιάζει στην πολιτική ιδεολογία, τους θεσμούς, τη δημόσια διοίκηση, το φορολογικό σύστημα, την οικονομία, το δίκαιο, την εκπαίδευση, τον πολιτισμό, αλλά, επίσης, όπως αναγράφεται και στο εξώφυλλο είναι «ένας τίτλος φόρος τιμής στο ομώνυμο έργο της Ελένης Γλύκατζη - Αρβελέρ».
Ακολουθεί το απόσπασμα:
«.... Ακόμα και στις μέρες μας, η πρωτεύουσα του Κωνσταντίνου γοητεύει τους επισκέπτες της. Ο Μωάμεθ Β΄ προτίμησε να μην γκρεμίσει τις βυζαντινές εκκλησίες και να προσαρτήσει σε αυτές τα οθωμανικά κτίσματα, ενώ τα χερσαία τείχη διακρίνονται ακόμα, σε ορισμένα μάλιστα σημεία μοιάζουν ανέπαφα. Η Ιστορία συνέχισε τον δρόμο της και η Αγία Σοφία πάντα όρθια, πάντα μεγαλοπρεπής γειτονεύει με το Μπλε τζαμί.
Σίγουρα, η τουρκική δημοκρατία που θεμελιώθηκε από τον Μουσταφά Κεμάλ, πάνω στα ερείπια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1923, έχει επιφυλάξεις απέναντι στο βυζαντινό παρελθόν της επικράτειάς της και της παλιάς της πρωτεύουσας. Να όμως που το βυζαντινό παρελθόν επιβάλλεται από μόνο του. Ο σχεδιασμός ενός μεγάλου συγκροτήματος, ένας νέος σταθμός, μια περιοχή εμπορικής επιχειρηματικής δραστηριότητας ταυτόχρονα με το υποθαλάσσιο τούνελ στην ακτή του Βοσπόρου που θα συνέδεε την Ευρώπη με την Ασία, είχαν προγραμματιστεί να ξεκινήσουν στις αρχές του 2000, στην τοποθεσία του θεοδοσιανού λιμένα. Όταν οι εκσκαφείς συνάντησαν τα πρώτα κουφάρια των πλοίων, οι εργασίες σταμάτησαν για επτά χρόνια (2005-2012), έτσι ώστε οι ανασκαφές να ολοκληρωθούν απρόσκοπες παρά τις επιπτώσεις στον προϋπολογισμό. Εκτός από τα υπολείμματα κτισμάτων στα δυτικά του πρώτου λιμένα που κατασκευάστηκε την εποχή του Κωνσταντίνου, η αρχαιολογία επέτρεψε να διασωθούν πολλές δεκάδες πλοίων μαζί με το περιεχόμενό τους· πλεούμενα που το πιο πρόσφατο ανάγεται στον 12ο αιώνα, σε ένα λιμάνι που για καιρό πιστεύαμε ότι είχε πάψει να χρησιμοποιείται πέντε αιώνες πριν. Μερικά από αυτά τα πλοία μπορούμε σήμερα να τα δούμε στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ιστανμπούλ, όπου για τα παιδιά των σχολείων υπάρχει ακόμα και ειδικό οπτικοακουστικό πρόγραμμα.
Τι οφείλει ο πολιτισμός μας σε αυτή τη χιλιόχρονη αυτοκρατορία; Για όλη την ανθρωπότητα είναι σίγουρα η μετακένωση της κληρονομιάς της αρχαίας Ελλάδας: το σύνολο των σωζόμενων έργων που γράφτηκαν από την Ιλιάδα ως τα Πατερικά Κείμενα, έφτασαν σ’ εμάς μέσα από τα χειρόγραφα που αντέγραφαν οι Βυζαντινοί. Η μαζική μεταφορά αυτών των χειρογράφων προς τη Δύση και αργότερα προς τη Ρωσία είχε ξεκινήσει ήδη από τον 13ο αιώνα. Τα μετέφεραν οι Δυτικοί, περίεργοι να μάθουν γι’ αυτόν τον πολιτισμό, αλλά και οι ίδιοι οι Βυζαντινοί. Χειρόγραφα θρησκευτικού κυρίως περιεχομένου έφταναν στη Δύση ήδη πολύ νωρίτερα. Τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη τους γνώριζαν κυρίως από τις αραβικές μεταφράσεις που ξαναμεταφράζονταν στα λατινικά ή σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Στη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων της αυτοκρατορίας είδαμε να πολλαπλασιάζονται οι Δυτικοί επισκέπτες που πήγαιναν στην Κωνσταντινούπολη για να γνωρίσουν αυτόν τον σχεδόν χαμένο πολιτισμό και επέστρεφαν μεταφέροντας χειρόγραφα. Αλλά και οι Βυζαντινοί, που άφηναν την αυτοκρατορία είτε για λίγο είτε για πάντα, έφευγαν μαζί με τα βιβλία τους. Ορισμένα έμειναν πίσω και υπάρχουν ακόμα στην οθωμανική πρωτεύουσα. Πολλές φορές τα χρησιμοποιούσαν οι σουλτάνοι ως εκλεκτά δώρα προς τους ξένους διπλωμάτες, όπως και πολύτιμα βυζαντινά αντικείμενα για τα οποία ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ και η αυλή του τρελαίνονταν. Πιο πρόσφατα, οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, όταν αναγκάστηκαν την επαύριον των περιπετειών που ακολούθησαν το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου να «επιστρέψουν» στην Ελλάδα, δεν ξέχασαν να πάρουν μαζί τα πολύτιμα χειρόγραφά τους.
Στο πεδίο της τέχνης, η οποία ήταν στενά συνδεδεμένη με τη θρησκεία, η βυζαντινή κληρονομιά σχεδόν περιορίζεται στην ορθόδοξη Ευρώπη και επομένως στον σλαβικό κόσμο. Δεν μπορούμε βέβαια να εξαιρέσουμε την επίδρασή της στην τέχνη της ιταλικής Αναγέννησης και σε κάποιες τάσεις της μόδας, όπως οι εκκλησίες με τρούλο, που σε απομίμηση των ιταλικών άνθησαν στο Παρίσι κατά τους νεότερους χρόνους, αλλά ακόμα και κατά τον 19ο αιώνα (ναός Σεντ Ογκιστέν, ναός Σακρ-Κερ στη Μονμάρτρη). Ο εγγεγραμμένος σταυροειδής ρυθμός ναοδομίας, που ήρθε ως συνέχεια της υιοθέτησης του τρούλου στα χρόνια του Ιουστινιανού1 και είχε αργήσει να καθιερωθεί στην αυτοκρατορία, διαδόθηκε ευρέως μετά τον 10ο αιώνα. Ο βυζαντινός αυτός ρυθμός κυριαρχεί στην ορθόδοξη Ευρώπη. Έτσι λοιπόν, η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική σε χώρες όπως η Βουλγαρία, η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, το Μαυροβούνιο, η Σερβία, η Ρουμανία, η Ουκρανία και η Ρωσία, για να μη μιλήσουμε για την Ελλάδα, είναι άμεση κληρονόμος του Βυζαντίου. Μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων, πάμπολλες εκκλησίες που είχαν γκρεμιστεί ξαναχτίστηκαν ακολουθώντας, άλλοτε με επιτυχία και άλλοτε όχι, τον αρχικό σχεδιασμό του παλαιού οικοδομήματος.
Το πιο σημαντικό από την άποψη της τέχνης γεγονός στη βυζαντινή ιστορία είναι αναμφισβήτητα η αποκατάσταση της λατρείας των εικόνων το 843, διότι αφορά τον τρόπο με τον οποίο ασκούν τη χριστιανική θρησκεία όλοι οι ορθόδοξοι λαοί. Τη λατρεία αυτή ανέπτυξε ο κάθε λαός με τον δικό του τρόπο και στο δικό του πνεύμα, αλλά η συγγένεια μεταξύ τους είναι αδιαμφισβήτητη. Όποιος επισκέπτεται την Πινακοθήκη Τρετιακόφ στη Μόσχα για να θαυμάσει την Αγία Τριάδα, έργο ζωγραφισμένο από τον Αντρέι Ρουμπλιόφ τον 15ο αιώνα, που δίκαια θεωρείται αριστούργημα, θα εντυπωσιαστεί από αυτή την προφανή επίδραση. Μέχρι το 1929, το έργο περιλαμβανόταν στο εικονοστάσιο του ιερού ναού της μονής της Αγίας Τριάδας-Αγίου Σεργίου στο Σέργκιεφ Ποσάντ. Οι περισσότερες ορθόδοξες εκκλησίες εξάλλου υιοθέτησαν σταδιακά το τέμπλο, το πέτασμα που χωρίζει το ιερό από τον υπόλοιπο ναό και πίσω από το οποίο τελείται ένα μέρος της ορθόδοξης λειτουργίας. Το τέμπλο φέρει πάντα πλούσια διακόσμηση, ενώ ορισμένες εικόνες, προστατευμένες με πεποικιλμένα πλαίσια, προσφέρονται στη λατρεία των πιστών που τις ασπάζονται μόλις μπαίνουν στην εκκλησία.
Αφήνοντας στην άκρη την καλλιτεχνική αυτή έκφραση, την οποία ο καθένας μπορεί να θαυμάσει ακόμα κι αν δεν μοιράζεται την πίστη που τη γέννησε και πολύ απλά την αντιλαμβάνεται σαν μια συνιστώσα του κοινού μας πολιτισμού, ας σχολιάσουμε τη θέση του βυζαντινού πολιτικού οικοδομήματος στην ίδια την ιστορία μας. Ακόμα κι αν το βυζαντινό κράτος διαφέρει από το δικό μας σύστημα, σε σημείο που οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού –από άγνοια ίσως– να το θεωρούν εξοβελιστέο, σε όλη του τη διάρκεια υπήρξε ένα κράτος δικαίου. Η δικαιοσύνη βασιζόταν στον Ιουστινιάνειο Κώδικα, τον οποίο ανασκεύαζαν σύμφωνα με τις ανάγκες της κάθε εποχής, διατηρώντας τουλάχιστον τα κύρια σημεία του. Την ασκούσαν υπάλληλοι διορισμένοι από τους φορείς της εξουσίας, οι οποίοι ήταν έμμισθοι και αμείβονταν απευθείας, μέσω ενός φόρου που υπολογιζόταν βάσει κτηματολογίων πολύ πιο αποδοτικών από αυτά πολλών «σύγχρονων» κρατών. Μάλιστα, ορισμένοι από τους κρατικούς αξιωματούχους ήταν και διακεκριμένοι λόγιοι. Ακόμα κι αν μέχρι τέλους η αυτοκρατορική εξουσία παραμένει επί της αρχής απολυταρχική, ακόμα και αν ο αυτοκράτωρ είναι η ίδια η ενσάρκωση του νόμου, ως ουσιαστικό καθήκον του έχει να προστατεύει και να εφαρμόζει τους θεσπισμένους νόμους. Με δυο λόγια, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, στο Βυζάντιο το δίκαιο προηγείται της δύναμης.
Όσοι διαθέτουν ιστορική συνείδηση, γνωρίζουν πως η ιστορία της Δύσης έχει τις ρίζες της στον Οστρογότθο Θεοδώριχο, στον Χλοδοβίκο τον Φράγκο και τον συνεχιστή του Καρλομάγνο και από την άλλη πλευρά του Ρήνου, στον Όθωνα Α΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και τους διαδόχους του, θα πρέπει επίσης να γνωρίζουμε ότι οι επιφανείς αυτοί μονάρχες είχαν το βλέμμα στραμμένο στην Ανατολή και παραδειγματίζονταν από την Κωνσταντινούπολη. Αυτοπροσδιορίζονταν ως μέλη της αυτοκρατορίας ή ως μιμητές που προσπαθούσαν να φτάσουν ή και να ξεπεράσουν τον δάσκαλο.
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που δεν θα πρέπει να μας αφήνει αδιάφορους είναι η φιλοδοξία της παγκοσμιοποίησης. Είναι βέβαιο πως αν στις μέρες μας ξαναρχόταν στη ζωή ο Βασίλειος Β΄, αυτοκράτορας του έτους 1000, θα έμενε εμβρόντητος από τις εθνικές και θρησκευτικές αντιπαραθέσεις που διαιρούν τους λαούς των Βαλκανίων, τους οποίους τόσο πολύ ο ίδιος είχε προσπαθήσει να συγχωνεύσει μέσα στην αυτοκρατορία. Εξάλλου ορισμένες από αυτές τις αντιπαραθέσεις προέρχονται από τον εξισλαμισμό κάποιων λαών την εποχή των Οθωμανών. Οι Αλβανοί ο πιο ιδιόμορφος λαός των Βαλκανίων, συγκροτούσαν γύρω από την περιοχή του Δυρραχίου μία από τις πιο ασφαλείς και πιο ευημερούσες περιοχές της αυτοκρατορίας. Ήταν μάλιστα οι τελευταίοι μέσα στα Βαλκάνια που αντιστάθηκαν στον σουλτάνο και στη συνέχεια εξισλαμίστηκαν και εντάχθηκαν πιο ομαλά σε αυτή τη νέα παγκόσμια αυτοκρατορία.
Αυτοί που αυτοπροσδιορίζονταν απλώς ως Ρωμαίοι και διεκδικούσαν την υφήλιο, αυτοί που την ύστερη εποχή ανακάλυψαν την έννοια του Γραικού (Grec), που γι’ αυτούς η λέξη Έλληνας έκρυβε πίσω της έναν παγανιστή, προκύπτει ότι δεν ήταν εξοικειωμένοι με την έννοια του «ξένου». Η αλήθεια είναι πως ποτέ καμία αυτοκρατορία δεν επέδειξε τόσο ισχυρή ικανότητα αφομοίωσης όσων προέρχονταν από το «εξωτερικό». Συχνά, τους προσφέρονταν λαμπρές σταδιοδρομίες στον στρατό, στη διοίκηση, ακόμα και στα γράμματα.
Η αφομοίωση αυτή, ενίοτε αμφιλεγόμενη, ήταν ο κανόνας. Ως παράδειγμα θα χρησιμοποιήσουμε έναν «μετανάστη» από τη Γεωργία, αξιόλογο υπηρέτη της αυτοκρατορίας, ατρόμητο πολεμιστή, καλό διαπραγματευτή, εξαιρετικό διοικητή, τον οποίο ο Αλέξιος Κομνηνός γύρω στα 1080 επιλέγει ως δομέστικο των Σχολών (διοικητή του στρατού) της Δύσης, τον Γρηγόριο Πακουριανό. Θέλοντας να προσφέρει ένα ειρηνικό καταφύγιο στους ανθρώπους του που είχαν υπηρετήσει την αυτοκρατορία, ο Πακουριανός ίδρυσε μονή αφιερωμένη στην Υπεραγία Θεοτόκο, στην περιοχή του Πετριτζού, το σημερινό Μπάτσκοβο στη Βουλγαρία. Γεωργιανός, με μητρική γλώσσα την αρμενική, απαγορεύει στους Έλληνες, τους οποίους θεωρεί φλύαρους, να αποσύρονται ως μοναχοί στο μοναστήρι του. Παρ’ όλα αυτά, το πρωτότυπο της ιδρυτικής χάρτας της μονής ήταν γραμμένο στα ελληνικά και φυλασσόταν σε εκκλησία της Κωνσταντινούπολης. Είναι προφανές ότι θεμελιώνοντας το μοναστήρι προσδοκούσε οι μοναχοί να προσεύχονται γι’ αυτόν μέχρι την «φοβερά Ημέρα της Κρίσεως». Το μοναστήρι δεν σταμάτησε ποτέ να λειτουργεί. Και σήμερα ακόμα, καθώς διαβάζετε αυτές τις γραμμές, η πρωινή προσευχή των καλόγερων του Μπάτσκοβο ξεκίνησε χωρίς αμφιβολία με τη μνημόνευση του Γρηγορίου και του αδελφού του Απασίου. Αναμφίβολα λοιπόν το άτομο που καθρεφτίζει τον βυζαντινό πολιτισμό είναι ένας πρώιμος μετανάστης. Έτσι κι αλλιώς, σε μια αυτοκρατορία που ήταν εκ φύσεως διεθνοποιημένη, ακόμα και ο όρος μετανάστης δεν είχε απολύτως κανένα νόημα....»
Το Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδας, στον κύκλο των διαλέξεων «CNRS – Ξεπερνώντας τα σύνορα της γνώσης» που διοργανώνονται προς τιμήν των ερευνητών του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας (CNRS), υποδέχεται την Τρίτη, 13 Νοεμβρίου 2018, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στις 7 το βράδυ, τον Michel Kaplan, ειδικό μελετητή της ιστορίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στην ομιλία του (στα γαλλικά με ταυτόχρονη μετάφραση), ο διεθνούς φήμης Γάλλος ιστορικός εξετάζει το ερώτημα: «Πώς κατάφερε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία να επικρατήσει για έντεκα αιώνες;» και μας καλεί να αναλογιστούμε τις αιτίες που οδήγησαν στην αξιοθαύμαστη μακροβιότητά της. Η διάλεξη του διαπρεπούς Ομότιμου Καθηγητή και πρώην Προέδρου του Πανεπιστημίου Paris 1 Panthéon-Sorbonne εντάσσεται στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Megaron Plus και πραγματοποιείται σε συνεργασία με τη Γαλλική Πρεσβεία.
Συντονίζει ο Αθανάσιος Μαρκόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής Βυζαντινής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η είσοδος είναι ελεύθερη με δελτία προτεραιότητας. Η διανομή των δελτίων αρχίζει στις 5:30 μ.μ.
Την Τετάρτη, 14 Νοεμβρίου 2018, στις 7 το βράδυ, ο Michel Kaplan θα δώσει την ίδια διάλεξη και στη Θεσσαλονίκη, στον χώρο του Γαλλικού Ινστιτούτου (Λ. Στρατού 2Α).
Μαζί του συνομιλεί η Πολύμνια Κατσώνη, Καθηγήτρια Ιστορίας στο ΑΠΘ.