Η θεωρία πως οι παραδόσεις, οι μύθοι κλπ βασίζονται σε έναν βαθμό στην πραγματικότητα έχει οδηγήσει σε πολλές νέες ερμηνείες πάνω σε αρχαίους θρύλους: Για παράδειγμα ο Αυστριακός παλαιοντολόγος Οθένιο Έιμπελ είχε τη θεωρίας πως ο μυθικός Κύκλωπας πηγάζει από κρανία μαμούθ που έβλεπαν οι αρχαίοι (με τη ρινική κοιλότητα να ερμηνεύεται ως μάτι). Η ιστορικός και λαογράφος Αντριέν Μέιορ στο βιβλίο της The First Fossil Hunters: Dinosaurs, Mammoths and Myth in Greek and Roman Times εκτιμά πως η συγκεκριμένη υπόθεση του Έιμπελ είναι μάλλον λανθασμένη, ωστόσο, όπως και να έχει, ο ίδιος είχε δίκιο ως προς το ότι οι αρχαίοι ερμήνευαν τον πραγματικό κόσμο μέσα από το πρίσμα της μυθολογίας και του θρύλου – και αυτό, όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα του Big Think, προκύπτει σε μεγάλο βαθμό από πρώιμες περιγραφές εξωτικών ζώων που ζούσαν μακριά από τα όρια του αρχαίου ελληνικού κόσμου.
Ο Ηρόδοτος, για παράδειγμα, περιγράφει τον ιπποπόταμο ως ένα ζώο που το θεωρούσαν ιερό στην περιοχή όπου βρισκόταν η πόλη Πάπρεμις (Αίγυπτος), μα όχι αλλού. Το ζώο, έγραφε, έχει τέσσερα πόδια, οπλές όπως το βόδι, κοντή μύτη, χαίτη και ουρά αλόγου, εμφανείς χαυλιόδοντες, φωνή σαν ήχο σαν χλιμίντρισμα αλόγου και μέγεθος περίπου ενός μεγάλου βοδιού, ενώ το δέρμα του είναι τόσο παχύ και σκληρό που μπορεί να χρησιμοποιείται σε δόρατα.
Οι Έλληνες συγγραφείς αναφέρονταν συχνά σε εξωτικά ζώα με τον ίδιο τρόπο που αναφέρονταν σε μυθικά πλάσματα. Ο Αρτεμίδωρος έγραφε πως οι ελέφαντες στην Αιθιοπία ζούσαν δίπλα σε δράκους και σφίγγες, ενώ ο Ονησίκριτος έλεγε πως μπορούν να ζουν πάνω από μισή χιλιετία. Ο Κτησίας ο Κνίδιος, γιατρός που πέρασε 17 χρόνια στην Περσία, έγραψε δύο βιβλία για την Ανατολή όταν γύρισε στην Ελλάδα. Το πρώτο ήταν ένα για την ιστορία της Περσίας, βασιζόμενο στις δικές του εμπειρίες και παρατηρήσεις, και το δεύτερο ένα για την Ινδία, που βασιζόταν σε μαρτυρίες ταξιδιωτών και γενικότερα διαφόρων ανθρώπων που συνάντησε ο συγγραφέας και έχει σε μεγάλο βαθμό χαθεί. Στις περιγραφές περιλαμβάνονται πλάσματα σαν άλογα με κέρατο στο μέτωπο. Κάποιοι αναγνώστες το εκλάμβαναν ως απόδειξη της ύπαρξης του θρυλικού μονόκερου, μα ο Αμερικανός μελετητής Οντέλ Σέπαρντ έκανε λόγο για «χίμαιρες» που συνδύαζαν χαρακτηριστικά από αναφορές ζώων όπως ο ινδικός ρινόκερος, το chiru (Θιβετιανή αντιλόπη) και ο περσικός όναγρος.
Στην αρχαία ελληνική μυθολογία οι χίμαιρες ήταν τρομερά τέρατα που έβγαζαν φωτιές και είχαν κεφάλι λιονταριού, σώμα κατσίκας και ουρά ερπετού. Επίσης, όπως σημειώνεται στο δημοσίευμα, αποτελούν έναν καλό τρόπο κατανόησης του τρόπου με τον οποίο ο κόσμος της κλασικής αρχαιότητας προσπαθούσε να εξηγήσει τα εξωτικά ζώα: Σημειώνεται πως ο Κάσιους Ντίο, γράφοντας για τις καμηλοπαρδάλεις έναν αιώνα μετά την άφιξη του ζώου στη Ρώμη ως δώρο στον Καίσαρα από την Κλεοπάτρα, έγραφε πως «είναι σε όλα σαν καμήλα εκτός του ότι τα πόδια του δεν είναι του ίδιου μήκους,...αρχίζοντας από τα οπίσθια επεκτείνεται σταδιακά προς τα πάνω...και φτάνοντας ψηλά, υποστηρίζει το υπόλοιπο σώμα στα μπροστινά πόδια και σηκώνει τον λαιμό του σε ασυνήθιστο ύψος. Το δέρμα του έχει βούλες σαν λεοπάρδαλη, και για αυτό έχει το όνομα και των δύο πλασμάτων».
Στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που εκτεινόταν από την Αγγλία ως τη Βόρεια Αφρική και στη Μέση Ανατολή, το εμπόριο μεταξύ μακρινών τόπων ήταν κοινό, και ως εκ τούτου και η ανταλλαγή άγριων ζώων. Οι Ρωμαίοι έβλεπαν ελέφαντες, τίγρεις και λιοντάρια από τον 1ο αιώνα πΧ ακόμα, και αργότερα άρχισαν να βλέπουν και ιπποπόταμους, καμήλες και καμηλοπαρδάλεις. Τα εξωτικά αυτά ζώα χρησιμοποιούνταν σε παρελάσεις, εκπαιδεύονταν για να κάνουν κόλπα ή τα έβαζαν να μάχονται: Στο Κολοσσαίο υπήρχαν τα damnatio ad bestias, όπου τους έδιναν να κατασπαράξουν καταδικασμένους εγκληματίες, και τα venationes, όπου μάχονταν ενάντια σε άλλα ζώα ή μονομάχους. Ο αυτοκράτορας Αύγουστος λέγεται πως είχε σκοτώσει 3.500 ζώα κατά τη βασιλεία του, ενώ ο Τίτος και ο Τραϊανός τον ξεπέρασαν, διατάσσοντας τους θανάτους 5.000 και 11.000 ζώων αντίστοιχα.
Στο Κολοσσαίο η ζήτηση για εξωτικά ζώα αυξανόταν, και εξειδικευμένοι κυνηγοί σε μακρινούς τόπους της αυτοκρατορίας ασχολούνταν ακριβώς με αυτό. Πολλοί Ρωμαίοι συγγραφείς, όπως ο Πετρώνιος, περιγράφουν με λεπτομέρεια τις μεθόδους που χρησιμοποιούσαν για να πιάνουν επικίνδυνα ζώα χωρίς να τους κάνουν κακό.
Ωστόσο δεν φονεύονταν όλα τα εξωτικά ζώα που έπιαναν οι Ρωμαίοι: Η καμηλοπάρδαλη του Καίσαρα είναι ένα παράδειγμα ζώου που χρησιμοποιήθηκε ως έκθεμα, για να το θαυμάζει ο κόσμος, και αυτό γινόταν γενικότερα με ζώα που έφταναν για πρώτη φορά στην πρωτεύουσα. Ο Σουητώνιος γράφει πως ο Αύγουστος συνήθιζε όποτε κάτι σπάνιο, που άξιζε να δει κανείς, έφτανε στην πόλη, να το εκθέτει για ημέρες.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως σημαντικό ήταν και το ευρύτερο πλαίσιο των εξελίξεων: Το πρώτο venatio, σύμφωνα με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, έλαβε χώρα το 252 πΧ, κατά τον Πρώτο Καρχηδονιακό Πόλεμο, με ελέφαντες που είχαν αιχμαλωτίσει οι ρωμαϊκές δυνάμεις στη Σικελία. Επίσης, κατά τις τελευταίες ημέρες της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, πλούσιοι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν τα δίκτυά τους για να φέρνουν ό,τι πιο εξωτικό μπορούσαν να βρουν. Πάντως γενικότερα οι Ρωμαίοι δεν φαίνονταν να ενδιαφέρονται για εκτροφή τους στον τόπο τους- προτιμούσαν τα ζώα που αιχμαλωτίζονταν σε μακρινούς τρόπους, καθώς εκλαμβάνονταν ως πιο επικίνδυνα, πιο πολύτιμα και πιο συναρπαστικά.
Η σχέση μεταξύ των Ρωμαίων και των εξωτικών ζώων έχει ψυχολογικές και κοινωνιολογικές πτυχές: Συχνά το πώς αντιμετωπίζονταν είχε να κάνει με τον αυτοκράτορα- πχ πιο πεφωτισμένοι αυτοκράτορες όπως ο Μάρκος Αυρήλιος δεν ενδιαφέρονταν και πολύ για το Κολοσσαίο και τα θεάματά του, ωστόσο ο Κόμμοδος που τον διαδέχτηκε ήταν φανατικός των μονομάχων, και λέγεται πως είχε αναπτύξει μια αιχμή βέλους για να αποκεφαλίζει στρουθοκάμηλους. Άλλοι αυτοκράτορες, όπως ο Καίσαρας και ο Αύγουστος, ήταν κάπου ενδιάμεσα: Σε κάποιες περιπτώσεις αντιμετώπιζαν τα ζώα με θαυμασμό και ευλάβεια, ενώ άλλες φορές οργάνωναν αιματηρά venationes- σημειώνεται πως ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος είχε πει ότι η επιδίωξη του πλούτου προκύπτει από την ανάγκη να κατέχεις κάτι που μπορεί να καταστραφεί ολοσχερώς μέσα σε μια στιγμή». Επίσης, τα venationes δεν ήταν πάντα επιτυχή, από την άποψη πως ο Πλίνιος αναφέρει ένα venatio από τον Πομπήιο όπου το κοινό άρχισε να βλέπει με συμπάθεια τους ελέφαντες που άρχισαν να βγάζουν θρηνητικούς ήχους, αποδοκιμάζοντας τον στρατηγό που καταδίκασε σε μια τέτοια μοίρα τόσο θαυμαστά πλάσματα. Σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, τα venationes έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξοικείωση του κοινού με τα εξωτικά ζώα, βγάζοντάς τα από τη σφαίρα της μυθολογίας και καθιστώντας τα πλάσματα που είχαν κοινά με τους ανθρώπους.