«Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ εκείνους που έδωσαν την τελευταία ρανίδα του αίματός τους για την πατρίδα μας στο Αφγανιστάν – ούτε και εκείνους οι ζωές των οποίων έχουν αλλάξει ανυπολόγιστα εξαιτίας των πληγών που απέκτησαν στην υπηρεσία. Τελειώνουμε τον μακρύτερο πόλεμο της Αμερικής, αλλά θα τιμούμε πάντα όσους προσέφεραν σε αυτόν». Με αυτά τα λόγια ο Αμερικανός Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν «τελείωσε» την εμπλοκή των αμερικανικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν, ανακοινώνοντας την οριστική αποχώρησή τους.
Στις 31 Αυγούστου 2021 ο τελευταίος από τους 10.000 εναπομείναντες Αμερικανούς στρατιώτες στο Αφγανιστάν θα επιβιβαστεί πιθανότατα σε κάποιο μεταγωγικό αεροσκάφος και θα εγκαταλείψει τη χώρα της λεγόμενης «Ευρύτερης Μέσης Ανατολής». Είκοσι χρόνια αδιάλειπτης αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας εκεί θα έχουν λάβει τέλος. Μία νέα εποχή γεμάτη σκοτάδι και αβεβαιότητα έχει ήδη αρχίσει.
Η αμερικανική ανακοίνωση της αποχώρησης αποτέλεσε ουσιαστικά το χρονικό ενός προαναγγελθέντος γεγονότος, το οποίο όλοι γνώριζαν αλλά ουδείς είχε συνειδητοποιήσει ότι όντως θα συνέβαινε κάποια στιγμή. Οι απόψεις εντός του αμερικανικού κατεστημένου παραμένουν οι ίδιες με εκείνες πριν από είκοσι χρόνια. Ο αντίκτυπός τους όμως στην αμερικανική κοινωνία και την κεντρική αμερικανική πολιτική είναι πολύ μικρότερος.
Από τη μία πλευρά οι υποστηρικτές της αποχώρησης συνοψίζουν την άποψή τους στο «ως εδώ». Θεωρούν ότι ο αρχικός σκοπός της αμερικανικής εμπλοκής στο Αφγανιστάν έχει προ πολλού εκπληρωθεί, ιδίως μετά την εκτέλεση του Οσάμα Μπιν Λάντεν επί προεδρίας Ομπάμα. Όπως σημείωσε ο Πρόεδρος Μπάιντεν: «Σκοπός μας ήταν να απαντήσουμε για την 11η Σεπτεμβρίου, όχι να οικοδομήσουμε ένα νέο έθνος-κράτος».
Αναπτύσσοντας την επιχειρηματολογία του, ο πρόεδρος τόνισε ότι η γενιά των Αμερικανών που αποβιβάστηκε στο Αφγανιστάν το 2001 έχει πλέον κάνει δικά της παιδιά. Πολλοί από εκείνους τους γονείς σκοτώθηκαν στον πόλεμο, άλλοι τραυματίστηκαν σοβαρά και άλλοι δεν θα ξεπεράσουν ποτέ τα ψυχολογικά τραύματα που αποκόμισαν από τη σύρραξη.
Στον αντίποδα, οι οπαδοί της παραμονής των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν ισχυρίζονται ότι η αποχώρηση των δυνάμεων γίνεται πρόωρα. Θεωρούν ότι ο σταθεροποιητικός ρόλος της υπερδύναμης στην περιοχή υπονομεύεται ευθέως με την απόφαση αυτή και το κενό ασφαλείας που ήδη δημιουργείται δεν θα μπορέσει να καλυφθεί επαρκώς.
Η άποψη αυτή έχει μεγάλη δόση ρεαλισμού ιδωμένη μέσα από το πρίσμα των διεθνών σχέσεων. Η απόφαση Μπάιντεν, ωστόσο, είναι προφανές ότι ελήφθη με αποκλειστικό γνώμονα τις επιθυμίες της αμερικανικής κοινωνίας σήμερα, η οποία «δεν θέλει να στείλει άλλους γιους και άλλες κόρες της στον πόλεμο του Αφγανιστάν».
Βεβαίως, ως γνωστόν, η φύση απεχθάνεται το κενό. Ήδη η «μαύρη τρύπα» που έχει ανοίξει από τη συντεταγμένη πλην εντατική φυγή των Αμερικανών αρχίζει να καλύπτεται από διάφορους ενδιαφερόμενους. Την ίδια ώρα, η μισή εδαφική επικράτεια του Αφγανιστάν έχει καταληφθεί από τους Ταλιμπάν, οι οποίοι πραγματοποιούν επιθέσεις εναντίον των δυνάμεων της νόμιμης κυβέρνησης της χώρας, που αμύνεται αλλά και πιέζεται αρκετά.
Ο ειδικός απεσταλμένος του Ρώσου προέδρου στο Αφγανιστάν, Ζαμίρ Καμπούλοφ, δήλωσε στο ειδησεογραφικό πρακτορείο RIA: «Οι ΗΠΑ δεν μπορούν και δεν θα έπρεπε να μετατρέψουν την αποχώρηση των στρατευμάτων τους από το Αφγανιστάν σε μία μετεγκατάσταση των στρατιωτικών υποδομών τους στην Κεντρική Ασία. Έχουμε ήδη στείλει αυτό το μήνυμα στην Ουάσινγκτον σε διάφορα επίπεδα».
Η τοποθέτηση αυτή έρχεται την ώρα που οι ΗΠΑ έχουν μεν ξεκινήσει τη διαδικασία της στρατιωτικής απεμπλοκής τους, αλλά έχουν σπεύσει να σημειώσουν ρητά ότι θα παραμείνουν στην περιοχή σε επίπεδο διπλωματικό και τεχνοκρατικό, διατηρώντας κάποιον αριθμό αξιωματούχων και συμβούλων. Επιπλέον, ο Τζο Μπάιντεν έχει ζητήσει από το Κογκρέσο την έγκριση οικονομικής βοήθειας στο Αφγανιστάν, ύψους 3,3 δις δολαρίων για το 2022, καθώς και την αποστολή 3 εκατομμυρίων δόσεων εμβολίων κατά της COVID-19.
Η μεγάλη διάσταση ΗΠΑ και Ρωσίας όμως διεγράφη στην επόμενη αποστροφή των δηλώσεων του Ρώσου απεσταλμένου: «Η υφιστάμενη αντιπαράθεση ανάμεσα στους Ταλιμπάν και την αφγανική κυβέρνηση έχει φτάσει σε αδιέξοδο. Καλούμε όλα τα μέρη να δημιουργήσουν μία κυβέρνηση συνεργασίας. Η τελική απόφαση για τη λειτουργία και τις παραμέτρους που θα επηρεάσουν η μελλοντική δομή ισχύος πρέπει να ληφθεί από τους ίδιους τους Αφγανούς».
Ο ίδιος εκτίμησε ότι η επίσημη επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο πλευρών θα μπορούσε να λάβει χώρα το προσεχές φθινόπωρο στη Μόσχα. «Εξακολουθούμε να εργαζόμαστε από κοινού στο μοντέλο της διευρυμένης «τρόικα» με τη συμμετοχή της Ρωσίας, των ΗΠΑ, της Κίνας και του Πακιστάν».
Όσο για την εμπλοκή των Ηνωμένων Εθνών στην υπόθεση, ο Ρώσος αξιωματούχος σημείωσε ότι αυτό μπορεί να συμβεί σε μία επόμενη φάση, όταν οι αντιμαχόμενες πλευρές στο Αφγανιστάν θα έχουν ήδη καταλήξει στην υπογραφή μίας συμφωνίας ειρήνης.
Οι ανωτέρω ρωσικές θέσεις έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τις αμερικανικές. Στα τέλη Ιουνίου ο Αμερικανός πρόεδρος υποδέχθηκε στο Λευκό Οίκο το νυν Αφγανό πρόεδρο Ασράφ Γκάνι και του δήλωσε ευθέως την υποστήριξή του στον πόλεμο κατά των Ταλιμπάν. Την ίδια μέρα ο Μπάιντεν συναντήθηκε και με τον κύριο πολιτικό αντίπαλο του Γκάνι, τον Επικεφαλής του Ανώτατου Συμβουλίου για την Εθνική Συμφιλίωση, Αμπντουλάχ Αμπντουλάχ. Αμφότεροι οι Αφγανοί πολιτικοί είναι φίλα προσκείμενοι στις ΗΠΑ, με τον Αμπντουλάχ να έχει υπάρξει και ανώτερο στέλεχος της Βόρειας Συμμαχίας που υποστήριξε τους Αμερικανούς κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Ο Μπάιντεν έσπευσε να παροτρύνει τους Γκάνι και Αμπντουλάχ να σχηματίσουν ένα «ενιαίο μέτωπο». Μήνες νωρίτερα βεβαίως Αμερικανοί αξιωματούχοι συμβούλευαν τον Γκάνι να απέχει από μία μεταβατική κυβέρνηση (σ.σ. και πάντως σίγουρα από μία κυβέρνηση με τη συμμετοχή των Ταλιμπάν). Ο ίδιος ο Αφγανός πρόεδρος φάνηκε αμήχανος μπροστά στο γεγονός της αποχώρησης των Αμερικανών, υποστηρίζοντας παράλληλα ότι η κυβέρνησή του μάχεται αποτελεσματικά τους Ταλιμπάν, αλλά αντιμετωπίζει προκλήσεις.
Στο ευρύτερο πλαίσιο, υπάρχουν και άλλοι παίκτες που ενδιαφέρονται για το μέλλον του Αφγανιστάν.
Πρώτη και καλύτερη η Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος πρόσφατα έσπευσε να δηλώσει ότι η χώρα του είναι πρόθυμη να αντικαταστήσει τους Αμερικανούς στην προστασία καίριων στόχων της αφγανικής επικράτειας, όπως αεροδρόμια και οδικές αρτηρίες.
Λησμονεί βεβαίως ο Τούρκος πρόεδρος ότι η χώρα του μόνον ως ένα… λαίμαργο υποκατάστατο μπορεί να λειτουργήσει στη συγκεκριμένη περιοχή, ακόμη και μετά τη φυγή των Αμερικανών. Και τούτο διότι τόσο οι μεγάλοι παίκτες όπως η Ρωσία και η Κίνα όσο και οι ίδιες οι ΗΠΑ δεν είναι διατεθειμένες να αφήσουν καίρια συμφέροντα στην περιοχή στα χέρια ενός παντελώς αναξιόπιστου παίκτη όπως η σημερινή Τουρκία. Παράλληλα, είναι αμφίβολο κατά πόσο οι τουρκικές δυνάμεις είναι σε θέση να εκπληρώσουν τον παραπάνω σκοπό ή αν πρόκειται μάλλον περί άλλης μίας βολονταριστικής διακήρυξης του Ερντογάν.
Στο πλευρό της Τουρκίας βρίσκεται πάντα το Πακιστάν, το οποίο παρακολουθεί ενεργητικά πάντοτε τα τεκταινόμενα στο Αφγανιστάν. Επίσης, δεν πρέπει να λησμονείται ότι οι πακιστανικές μυστικές υπηρεσίες είναι πανταχού παρούσες, προσφέροντας πληροφορίες και κάθε είδους διευκόλυνση στην Τουρκία.
Την ίδια στιγμή οι εξελίξεις επηρεάζουν έμμεσα και την Ελλάδα. Το προγραμματισμένο για τις 12 και 13 Ιουλίου ταξίδι του Έλληνα πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, στο Ερμπίλ του Ιρακινού Κουρδιστάν ακυρώθηκε. Αιτία οι μεγάλοι κίνδυνοι για την ασφάλεια που προέκυψαν ύστερα από την αμερικανική απόφαση αποχώρησης από το Αφγανιστάν. Το Ιράν δεν έχασε την ευκαιρία να επιτεθεί σε αμερικανικούς στόχους σε ιρακινό έδαφος, πλήττοντας θέσεις στη Βαγδάτη και το ίδιο το αεροδρόμιο του Ερμπίλ.
Η ελληνική εξωτερική πολιτική όμως, όπως όλα δείχνουν, διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον της για τη Μέση Ανατολή, παρά τα πρόσκαιρα εμπόδια. Η Ελλάδα επιθυμεί να δείξει σε φίλους και… ενδιαφερόμενους ότι δεν είναι διατεθειμένη να παίξει τον ρόλο του θεατή στην περιοχή. Προτίθεται να συμμετάσχει στη λήψη αποφάσεων που θα επηρεάσουν την ειρήνη και τη σταθερότητα στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου. Ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι θα προωθήσει τις θέσεις της μέσα στο στόμα του λύκου.