Τι θα κάναμε χωρίς «τα γκαρσόνια της Ευρώπης»;

Μήπως είναι ώρα, επιτέλους, να αναβαθμιστούν αυτά τα επαγγέλματα;
.
.
Eurokinissi

Έχουμε την τάση να μεγαλοπιανόμαστε, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσοότερο, αλλά η τάση ενυπάρχει, ειδικά στον Έλληνα. Και ο γράφων, για κανένα δυο χρόνια μετά την εκπόνηση της διδακτορικής του διατριβής (τι βαρύγδουπες λέξεις!), κάτι σημαντικό νόμιζε πως είχε κάνει και κάπως έτσι έβλεπε και τον εαυτό του, ώρες-ώρες.

Μέσα στα πλαίσια αυτής της μεγαλομανίας μας, θεωρούμε σημαντικά μόνο τα επαγγέλματα που αποπνέουν ένα κάποιο κύρος. Αν το κύρος συνοδεύεται και με παραπάνω χρήματα ή αντίστροφα (ένεκα της καταναλωτικής εποχής στην οποία ζούμε), τότε ακόμα καλύτερα. Ομολογουμένως, η αιτία αυτής της γενικότερης νοοτροπίας μας δεν οφείλεται αποκλειστικά σε μας.

Είμαστε δημιουργήματα του περιβάλλοντός μας. Πόσοι από μας δεν μεγαλώσαμε μέσα σε ένα οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον όπου τα γράμματα και δη οι σπουδές σε πανεπιστημιακές σχολές υψηλού κύρους, παρουσιάζονταν ως μονόδρομος προς την επαγγελματική, αλλά και προσωπική επιτυχία;

Στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’90, θυμάμαι, εθεωρείτο αποτυχία να περάσει κάποιος σε σχολές πέραν της ιατρικής, της νομικής και του πολυτεχνείου, ενώ τα οικονομικά άρχιζαν σιγά-σιγά να μπαίνουν σε αυτήν την ελίτ. Σήμερα, έχουν προστεθεί και η διοίκηση επιχειρήσεων μαζί με τις επιστήμες της πληροφορικής (αν μου διαφεύγει κάποια άλλη σχολή, απολογούμαι. Άλλωστε, πρόκειται για ενδεικτικά παραδείγματα).

Αν το παιδί ακολουθήσει μια τέτοια πορεία, είναι ένας παραπάνω λόγος υπερηφάνιας για το γονιό. «Με τι ασχολείται η κόρη σας;» «Σπουδάζει νομική» απαντά με καμάρι ο πατέρας! «Εσάς ο γιός σας;» «Εργάζεται σε πολυεθνική εταιρεία στο Λονδίνο» ανταπαντά με περισσή υπερηφάνια η μητέρα! Αντίστοιχου ύφους είναι και οι διάλογοι για το επάγγελμα του γαμπρού ή της νύφης (π.χ. παντρεύεται ιατρό, ακαδημαϊκό, κτλ.).

Διάλογοι μεταξύ γονέων που παραπέμπουν σε διαγωνισμό «επιτυχίας», εν’ ολίγοις, και νοοτροπίες που μεταλαμπαδεύονται στα τέκνα και περνούν από γενιά σε γενιά. Σαν αποτέλεσμα, διαμορφώσαμε και διαμορφώνουμε (ναι συνεχίζουμε, καθότι δεν μάθαμε και πολλά από την κρίση, ούτε από την προηγούμενη, μα ούτε κι απ’ την τωρινή) μια κοινωνία στην οποία πληθώρα επαγγελμάτων θεωρούνται υποδεέστερα.

Ο χαρακτηρισμός «τα γκαρσόνια της Ευρώπης», για παράδειγμα, που συνοδεύει κάποια από αυτά, απ’ τη δεκαετία του ’80, είναι ενδεικτικός αυτής της νοοτροπίας.

Μάλιστα, η απαξίωση αυτή δε συνάδει καθόλου με την σημαντική οικονομική και κοινωνική τους συνεισφορά - δεδομένου ότι μερικά από αυτά αποτελούν τα κύρια στηρίγματα της οικονομίας μας, όπως είναι τα επαγγέλματα των κλάδων της φιλοξενίας και του τουρισμού, συμπεριλαμβανομένης και της εστίασης.

Επιπλέον, τα παραπάνω επαγγέλματα συνδέονται άμεσα με την αναψυχή μας, έχουν, δηλαδή, σημαντικό θετικό αντίκτυπο στην ψυχική μας υγεία και τον δείκτη ευτυχίας μας ως λαού. Δεν χρειάζεται η εμπειρία της πανδημίας με τα διαδοχικά lockdown για να καταλάβουμε ότι αν μετά το τέλος μιας δύσκολης μέρας ή εβδομάδας δεν βγούμε έξω για καφέ ή φαγητό, βρισκόμαστε στα πρόθυρα νευρικής κρίσης.

Το ίδιο ισχύει και για τις διακοπές μας, τις οποίες σκεφτόμαστε και για τις οποίες δουλεύουμε σκληρά όλο το χρόνο.

Πίσω απ’ αυτές τις απλές μορφές αναψυχής, που κάνουν την καθημερινότητά μας πιο υποφερτή και τη ζωή μας γενικότερα πιο χαρούμενη, βρίσκονται σερβιτόρες και σερβιτόροι, ρεσεψιονίστ και καμαριέρες...άνθρωποι που μας χαμογελάνε, μας αντιμετωπίζουν με ευγένεια (συχνά, με περισσότερη από όση τους δείχνουμε και, συνεπώς, αξίζουμε) και με πολύ υπομονή.

Αναφέρομαι κυρίως στις νεότερες γενιές, που διαθέτουν μια κουλτούρα επαγγελματισμού, ανώτερη ή ανώτατη μόρφωση, ως επί το πλείστον, και, πρωτίστως, έχουν μια παιδεία που έλειπε από τους αντίστοιχους εργαζόμενους σε προηγούμενες δεκαετίες (π.χ. στα 80’s και τα 90’s). Κι όλα αυτά, ενώ δουλεύουν κάτω από ιδιαίτερα σκληρές (πολλές φορές, απάνθρωπες) εργασιακές συνθήκες.

Μήπως είναι ώρα, επιτέλους, να αναβαθμιστούν αυτά τα επαγγέλματα; H οικονομική και εργασιακή τους αναβάθμιση εναπόκεινται στους εργοδότες και το κράτος.

Άρα, εμείς τι κάνουμε μέχρι τότε; Ίσως, μπορούμε να ξεκινήσουμε από τα πιο απλά...απ’ το να σταματήσουμε να λέμε «πιάσε μια μπύρα» και «φέρε έναν καφέ»! Τι λέτε;

***

* Ο Κωνσταντίνος Ι. Κακουδάκης είναι διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Nottingham, με εξειδίκευση στον κοινωνικό τουρισμό και λέκτορας στη Διαχείριση Τουρισμού και Φιλοξενίας στο University of Central Lancashire, Cyprus Campus.

Δημοφιλή