Τι θα συμβεί αν αμφισβητηθεί το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών

Τρία σενάρια για την επόμενη ημέρα.
ASSOCIATED PRESS

Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ισχυρίστηκε χωρίς αποδεικτικά στοιχεία, ότι ο άνευ προηγουμένου μεγάλος αριθμός των επιστολικών ψήφων θα οδηγήσει σε εκτεταμένη απάτη από τους Δημοκρατικούς, με σκοπό να κερδίσουν τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου. Ο πρόεδρος έχει δηλώσει μάλιστα πολλάκις ότι ίσως αρνηθεί να παραχωρήσει την θέση του αν χάσει από τον Τζο Μπάιντεν. Αυτές οι δηλώσεις πυροδοτούν ορισμένες συζητήσεις σχετικά με την επόμενη ημέρα.

Ακολουθούν μερικά από τα σενάρια για την επόμενη ημέρα των αμερικανικών εκλογών:

Αγωγές

Τα στοιχεία της πρώιμης ψηφοφορίας δείχνουν ότι οι Δημοκρατικοί ψηφίζουν ταχυδρομικώς σε πολύ μεγαλύτερο αριθμό από τους Ρεπουμπλικάνους. Σε πολιτείες όπως η Πενσυλβάνια και το Ουισκόνσιν που δεν μετράνε τα ψηφοδέλτια μέχρι την Ημέρα των Εκλογών, τα αρχικά αποτελέσματα θα μπορούσαν να διαμορφώσουν άλλη εικόνα για το τελικό αποτέλεσμα, λένε οι ειδικοί, ενώ οι ψηφοφορίες που υπολογίζονται πιο αργά, αναμένεται να ευνοήσουν τον Μπάιντεν.

Οι Δημοκρατικοί εξέφρασαν την ανησυχία τους ότι ο Τραμπ θα κηρύξει τη νίκη το βράδυ των εκλογών και στη συνέχεια θα ισχυριστεί ότι τα ψηφοδέλτια που υπολογίστηκαν τις επόμενες ημέρες είναι νοθευμένα.

Οι εκλογές θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αντιδικίες σχετικά με τις διαδικασίες ψηφοφορίας και καταμέτρησης ψηφοφοριών σε κρίσιμες πολιτείες. Οι υποθέσεις που κατατέθηκαν σε μεμονωμένες πολιτείες θα μπορούσαν τελικά να φτάσουν στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, όπως συνέβη στις εκλογές της Φλόριντα το 2000, όταν ο Ρεπουμπλικανός Τζορτζ Μπους υπερίσχυσε του Δημοκρατικού Αλ Γκορ με μόλις 537 ψήφους στη Φλόριντα, αφού το Ανώτατο Δικαστήριο σταμάτησε την καταμέτρηση.

Ο Τραμπ πιέζει τους Ρεπουμπλικάνους γερουσιαστές να προχωρήσουν στην επικύρωση του διορισμού της Έμι Κόνι Μπάρετ στο Ανώτατο Δικαστήριο, δημιουργώντας μία συντηρητική πλειοψηφία 6-3, που θα μπορούσε να ευνοήσει τον πρόεδρο, εάν το αποτέλεσμα των εκλογών κριθεί δικαστικά.

Εκλεκτορικό Κολλέγιο

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ δεν εκλέγεται με την πλειοψηφία των ψήφων του λαού (λαϊκή ψήφος). Σύμφωνα με το Σύνταγμα, ο υποψήφιος που κερδίζει την πλειοψηφία των 538 εκλεκτόρων (Εκλεκτορικό Κολλέγιο), γίνεται ο επόμενος πρόεδρος. Το 2016, ο Τραμπ έχασε την λαϊκή ψήφο από τη Χίλαρι Κλίντον, αλλά εξασφάλισε 304 εκλέκτορες έναντι των 227 δικών της.

Ο υποψήφιος που κερδίζει τη λαϊκή ψήφο κάθε πολιτείας, κερδίζει και τους εκλέκτορές της. Φέτος, οι εκλέκτορες συναντιούνται στις 14 Δεκεμβρίου για να ψηφίσουν. H Βουλή και η Γερουσία θα καταμετρήσουν τις ψήφους στις 6 Ιανουαρίου και θα ορίσουν τον νικητή.

Κανονικά, οι κυβερνήτες των πολιτειών επικυρώνουν τα αποτελέσματα και τα προωθούν στο Κογκρέσο.

Ωστόσο, ορισμένοι ακαδημαϊκοί έχουν σκιαγραφήσει ένα σενάριο στο οποίο ο κυβερνήτης και το νομοθετικό σώμα, σε μια αμφισβητούμενη κατάσταση, υποβάλλουν διαφορετικά εκλογικά αποτελέσματα. Οι πολιτείες στις οποίες οι δύο υποψήφιοι δίνουν τη μεγάλη μάχη, όπως η Πενσυλβάνια, το Μίσιγκαν, το Ουισκόνσιν και η Βόρεια Καρολίνα, έχουν όλες Δημοκρατικούς κυβερνήτες και νομοθετικά σώματα που ελέγχονται από τους Ρεπουμπλικάνους.

Σύμφωνα με νομικούς εμπειρογνώμονες, δεν είναι σαφές σε αυτό το σενάριο εάν το Κογκρέσο πρέπει να αποδεχτεί το αποτέλεσμα που θα δηλώσει ο κυβερνήτης ή να μην μετρήσει καθόλου τις ψήφους των εκλεκτόρων της πολιτείας.

Κι ενώ οι περισσότεροι ειδικοί θεωρούν το σενάριο απίθανο, υπάρχει ιστορικό προηγούμενο. Το 2000, το νομοθετικό σώμα της Φλόριντα, που ελέγχετο από τους Ρεπουμπλικάνους, εξέτασε το ενδεχόμενο να υποβάλει τους δικούς του εκλέκτορες πριν το Ανώτατο Δικαστήριο τερματίσει την εκλογική διαμάχη μεταξύ Μπους και Γκορ. Το 1876, τρεις πολιτείες διορίστηκαν «εκλέκτορες μονομαχίας», ωθώντας το Κογκρέσο να εγκρίνει τον Νόμο περί Εκλογών (ECA) το 1887.

Σύμφωνα με τον νόμο, Βουλή και Γερουσία μπορούν να αποφασίσουν ξεχωριστά ποιό αποτέλεσμα θα δεχθούν. Αυτή τη στιγμή, οι Ρεπουμπλικάνοι ελέγχουν τη Γερουσία και οι Δημοκρατικοί τη Βουλή των Αντιπροσώπων, αλλά η εκλογική καταμέτρηση θα γίνει από το νέο Κογκρέσο, το οποίο θα ορκιστεί στις 3 Ιανουαρίου.

Εάν Βουλή και Γερουσία διαφωνήσουν, δεν είναι απόλυτα σαφές τι θα ακολουθήσει.

Θεωρητικά, οι εκλέκτορες που έχουν εγκριθεί από τον executive κάθε πολιτείας πρέπει να υπερισχύουν. Για πολλούς ερευνητές, ο executive είναι ο κυβερνήτης της πολιτείας, αλλά αρκετοί απορρίπτουν αυτή την ερμηνεία.

Μια άλλη εκδοχή είναι ότι ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Τραμπ, Μάικ Πενς, στο ρόλο του ως πρόεδρος της Γερουσίας, θα μπορούσε να αποδεχτεί ότι το εκλογικό αποτέλεσμα κάποιας πολιτείας αμφισβητείται, εάν Βουλή και Γερουσία δεν μπορούν να συμφωνήσουν.

Τα κόμματα θα μπορούσαν να ζητήσουν από το Ανώτατο Δικαστήριο να επιλύσει οποιοδήποτε αδιέξοδο του Κογκρέσου, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι θα ήταν διατεθειμένο να αποφανθεί για το πώς το Κογκρέσο πρέπει να καταμετρά τις ψήφους των εκλεκτόρων.

Ειδικές εκλογές

Σε περίπτωση που κανένας υποψήφιος δεν έχει εξασφαλίσει την πλειοψηφία των ψήφων των εκλεκτόρων, βάσει της 12ης τροποποίησης του Συντάγματος, η Βουλή των Αντιπροσώπων επιλέγει τον επόμενο πρόεδρο, ενώ η Γερουσία επιλέγει τον αντιπρόεδρο.

Κάθε πολιτεία στην Βουλή έχει δικαίωμα μίας ψήφου. Αυτή τη στιγμή, οι Ρεπουμπλικάνοι ελέγχουν 26 από τις 50 αντιπροσωπείες και οι Δημοκρατικοί 22. Μία πολιτεία είναι 50-50 και μία άλλη έχει 7 Δημοκρατικούς, 6 Ρεπουμπλικάνους κι έναν Libertarian.

Η Βουλή και η Γερουσία θα κληθούν να επιλέξουν τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο και στην περίπτωση ισοπαλίας 269-269 μετά τις εκλογές.

Υπάρχουν, λοιπόν, αρκετά πιθανά σενάρια αδιεξόδου για τις εκλογές της 2ας Νοεμβρίου.

Σύμφωνα με τον νόμο, αν δεν υπάρξει ξεκάθαρος νικητής μέχρι την καταληκτική ημερομηνία της 20ης Ιανουαρίου, πρόεδρος των ΗΠΑ αναλαμβάνει ο πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων. Αυτή τη στιγμή, η πρόεδρος είναι η Νάνσι Πελόζι.

Δημοφιλή