Πέρυσι, τέτοια εποχή, ο Χρυσόστομος Σταμούλης, καθηγητής της Δογματικής στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ., κυκλοφόρησε το νέο του βιβλίο με τον αινιγματικό τίτλο «Τί γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;». Εύλογα θα αναρωτηθεί κάποιος τι σχέση έχει η αλεπού και το παζάρι με τη θεολογία. Κι αν όντως υπάρχει μία αινιγματική, έστω μία υπαινισσόμενη σχέση μεταξύ τους, τότε ποια είναι η αλεπού και ποιο είναι το παζάρι; Ήδη από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, ο Χρυσόστομος Σταμούλης λύνει το αίνιγμα αυτό, και μοιάζει να ρωτά «τί γυρεύει η εκκλησία στο δημόσιο βίο;».
Ας μου επιτραπεί, πριν ξεκινήσω τις σκέψεις μου σχετικά με το νέο βιβλίο του καθηγητή, να επισημάνω ποια είναι η αληθινή Εκκλησία, σύμφωνα με τους λόγους του, οι οποίοι κοσμούν το οπισθόφυλλο ενός άλλου βιβλίου του, με τίτλο «Έρως και Θάνατος»: «Ίσως, λοιπόν, να ήλθε ο καιρός σήμερα να σκάψουμε και να βρούμε κάτω από τα χώματα την αληθινή Εκκλησία. Μια ανασκαφή που μαζί με την αποκάλυψη του λησμονημένου θα επιτρέψει και την ανακάλυψη όλων εκείνων των επιπέδων των επιχωματώσεων, που σταδιακά και ανεπαίσθητα έκρυψαν το πρόσωπο της Ορθόδοξης θεολογίας, αναδεικνύοντας στη θέση της τα φετίχ μιας ιδεολογικής θεολογίας και Ορθοδοξίας».
Αυτή την εκκλησία η οποία, κι ας μου επιτραπεί η έκφραση, έχει χάσει την ωραιότητα της φύσεως της, παρουσιάζει ο Χρυσόστομος Σταμούλης στο νέο του βιβλίο. Όμως μία τέτοια συζήτηση για το ρόλο της εκκλησίας στη δημόσια πλατεία, «δεν γίνεται πάντα επί ίσοις όροις, καθώς νηφάλιες φωνές φαίνεται να χάνονται, να υποχωρούν, κάτω από την πίεση που ασκούν οι δυνάμεις του φονταμενταλισμού, οι Κασσάνδρες της ‘’εγγυημένης προφητείας’’, απ’ όπου κι αν αυτές προέρχονται, οι οποίες παλεύουν με νύχια και με δόντια να επιβάλλουν γενικές καταστάσεις τρομοκρατίας και φόβου», όπως σημειώνει προλογικά.
Το βιβλίο του πολυπράγμονα καθηγητή Χρυσόστομου Σταμούλη ή του «χαλκηδόνιου διφυσίτη» όπως του αρέσει να αποκαλεί τον εαυτό του, καθώς στο πρόσωπο του ενώνεται «αδιαιρέτως και ασυγχύτως» η φύση του καθηγητή με εκείνη του μουσικού, διαπραγματεύεται θέματα που περιέχουν ως προς το περιεχόμενο τους ένα εύρος. Όπως διαβάζουμε στο εμπροσθόφυλλο του βιβλίου, το βιβλίο περιλαμβάνει «κείμενα για το διάλογο της ορθοδοξίας με την πόλη, την πολιτική και τον πολιτισμό».
Ανατρέχοντας λοιπόν κάποιος στα περιεχόμενα του βιβλίου, θα διαπιστώσει πως σύγχρονα θέματα που συζητιούνται κι αποτελούν ευκαιρία για γόνιμο διάλογο, αποτελούν πρόκληση για την εκκλησία. Έτσι, η ίδια χωρίς να χάσει τη μοναδικότητα και την αλήθεια του ευαγγελικού και πατερικού της λόγου, συναντιέται με κάθε τι διαφορετικό, το οποίο προσλαμβάνει χωρίς να το εξορκίζει. Εξάλλου ο ίδιος ο Χριστός με την διδασκαλία Του, όπως και οι Πατέρες και ασκητές της ερήμου με τη σοφία τους, δεν εξόρισαν το διαφορετικό, αλλά το προσέλαβαν στη δική τους φύση, χωρίς να αλλοιωθεί η αλήθεια και επίσης να κινδυνέψει η σωτηρία του ανθρώπου.
Η σχέση της εκκλησίας με την πολιτική, την κοινωνία και τον πολιτισμό, η σχέση εκκλησίας και αριστεράς, η μετανάστευση, ο ξένος και ο κάθε διαφορετικός, η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, το μάθημα των θρησκευτικών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, το Τμήμα Μουσουλμανικών Σπουδών στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ., ο θρησκευτικός φανατισμός και το ανθρώπινο πρόσωπο, αποτελούν μερικά από τα ζητήματα που διαπραγματεύεται στο βιβλίο του ο καθηγητής Χρυσόστομος Σταμούλης.
Όσον αφορά τα θέματα τα οποία θίγει ο καθηγητής στο βιβλίο του, έχω την επιθυμία να σταθώ ενδεικτικά σε τρία από αυτά: Στο ζήτημα του φονταμενταλισμού, στο προσφυγικό, και στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο.
Σχετικά με το πρώτο θέμα, καταπώς σημειώνει ο καθηγητής, φονταμενταλισμός είναι εκείνη η στάση «η οποία στοχεύει την κατάργηση οποιασδήποτε διαφορετικής θεώρησης των πραγμάτων», με τελικό σκοπό «την φυσική εξόντωση του υποκειμένου της διαφορετικότητας». Αναφερόμενος στην παραδοσιαρχία και στην παραδοσιακότητα, ο Χρυσόστομος Σταμούλης αποκαλύπτει την υποκρισία των φωνών που μένουν πιστές στο γράμμα του νόμου και όχι στο πνεύμα του νόμου. Φωνές που μιλούν για παράδοση αλλά την ίδια στιγμή αλλοιώνουν την παράδοση. Πρόκειται για φωνές που εξορκίζουν κάθε τι που δεν είναι οι ίδιες. Ενεργώντας λοιπόν τοιουτοτρόπως, θέτουν την εκκλησία σε ακινησία κι εξορίζουν τον Χριστό, τη θέση του οποίου λαμβάνουν προσωπικές ιδεολογίες και γεροντισμοί, όπως διαβάζουμε στο βιβλίο. Σωστά επισημαίνει ο καθηγητής: «Παντού και πάντα εχθροί. Η συγκρότηση του εαυτού απαιτεί το γκρέμισμα του άλλου, του απέναντι, ο οποίος δεν είναι εγώ. Την εξαφάνιση οποιασδήποτε ετερότητας». Πραγματικά, με εύστοχο και δυναμικό τρόπο αναδεικνύονται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου όλες εκείνες οι υποκριτικές φωνές που τρομοκρατούν κάθε διαφορετική φωνή.
Προσφυγικό. Ένα επίκαιρο πάντοτε θέμα που μας φέρνει όλους ενώπιον της αγάπης του Θεού. «Ο Λόγος φαίνεται, λοιπόν, να σαρκώθηκε στα λόγια» γράφει ο καθηγητής, υπενθυμίζοντας μας πως δεν κατανοούμε και δεν βιώνουμε τη σάρκωση ως μέγα μυστήριο. Κι αν για τον Γρηγόριο Νύσση, η φιλανθρωπία αποτελεί «ίδιον γνώρισμα της θείας φύσεως» και αποτελεί «τήν αἰτίαν τῆς ἐν ἀνθρώποις τοῦ Θεοῦ παρουσίας» κατά τον ίδιο Πατέρα, εντούτοις παραμένει για εμάς μία άσαρκη πραγματικότητα, ένα ασυγκίνητο «άδειασμα», κι ας μου επιτραπεί η έκφραση, του Θεού.
Προφανώς κατανοούμε, κι αυτό είναι μέγιστη αστοχία, την αγάπη του Θεού ως ηθική Του ιδιότητα παρά ως τον Ίδιο τον Θεό, αφού «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν» (Α. Ιω. 4, 8). Αυτή η αγάπη έκανε τον απόστολο Παύλο να γίνεται «τα πάντα για όλους» (Α’ Κορ. 9, 22). Η αγάπη λοιπόν αυτή, αυτό το ήθος της θεολογίας, όπως συναντάται στην ορθόδοξη ανθρωπολογία, δεν μοιράζει τον Χριστό (Α’ Κορ. 1, 13) αλλά δίνεται στον κάθε ένα που είναι όλα όσα δεν είμαι εγώ. Κι αν ο Χριστός επιθύμησε πόρνη, δηλαδή τη δική μας φύση κατά Ιωάννη Χρυσόστομο, έτσι ενεργεί ξανά στον καιρό της ιστορίας, όπου δέχεται «ασυγχύτως» τον κάθε ξένο και μετανάστη. Δεν υπάρχει πιο τρανό παράδειγμα από αυτό της σάρκωσης του Θεού Λόγου, της εξόδου του Θεού από τη βεβαιότητα που Του παρείχε η φύση Του και της πρόσληψης της ανθρώπινης φύσης χωρίς την αμαρτία. Είναι διάχυτη λοιπόν, σε όλες τις σελίδες του βιβλίου η χρήση των όρων «πρόσληψη», «κένωση», «φιλανθρωπία» που κάνει ο Χρυσόστομος Σταμούλης, προκειμένου να αποτελέσει αυτή η υπενθύμιση εκ μέρους του, αντίβαρο στις ομοφοβικές φονταμενταλιστικές φωνές που βλέπουν τον ξένο ως απειλή και όχι ως εικόνα Θεού.
Κι έρχομαι στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, ένα μεγάλο εκκλησιαστικό γεγονός, που παρ’ όλες τις ατέλειες, λάθη και παραλείψεις διατράνωσε την εκκλησιαστική ενότητα μέσα από το θεσμό της συνοδικότητας, η οποία, όπως σημειώνει ο καθηγητής, «συνιστά την καρδιά της εκκλησιολογικής αυτοσυνειδησίας» της εκκλησίας. Η σημασία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, έγκειται στο γεγονός ότι για πρώτη φορά οι ορθόδοξες εκκλησίες συζήτησαν για θέματα που άπτονται του ρόλου που καλούνται να διαδραματίσουν στη σύγχρονη εποχή. Ταυτόχρονα όμως, ανέδειξε την πληγή του εθνοφυλετισμού, ο οποίος απειλεί την ενότητα. Ο Χρυσόστομος Σταμούλης κάνοντας λόγο για «ευλογημένη ευκαιρία» που προέκυψε από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, την εντοπίζει στην «αγαπητική δραστηριοποίηση ολόκληρου του πληρώματος της Εκκλησίας», σε αυτό το ξεμούδιασμα, θα έλεγα, του εκκλησιαστικού σώματος από την ακινησία. Ωστόσο παρά το γεγονός ότι θίχτηκαν θέματα πρακτικής και ποιμαντικής φύσεως (άρα και λειτουργικής), εκείνο που εξακολουθεί να απειλεί την ενότητα είναι οι φωνές του φονταμενταλισμού, του εθνοφυλετισμού και της εσωστρέφειας, κάτι που σημειώνει στο βιβλίο του ο ίδιος.
Τολμώ να πω, πως αυτό το βιβλίο αποτελεί και είναι ανάγκη να αποτελέσει για τον σύγχρονο θεολόγο και κληρικό, αλλά και για κάθε υποψιασμένο και ανυποψίαστο αναγνώστη, πυξίδα αναζήτησης της εκκλησιαστικής φύσεως. Μιας αναζήτησης που φέρνει την εκκλησία στον φυσικό της χώρο∙ στις αγορές και στις πλατείες. Έναν χώρο, όπου δεν πρωταγωνιστεί η ίδια σε δεύτερο ρόλο, ούτε χρησιμοποιείται ως απωθημένο μιας κοινωνικής, πολιτισμικής, εν τέλει κοινωνικής διεργασίας, αλλά μιας εκκλησίας που σαρκώνει την αγάπη στη ζωή.
Αυτή την εκκλησία μας γνωρίζει ο Χρυσόστομος Σταμούλης στις σελίδες του ενδιαφέροντος βιβλίο του. Δεν επιθυμεί να πρωτοτυπήσει. Δεν τον ενδιαφέρει να καινοτομήσει για να κερδίσει τις εντυπώσεις. Δεν παρουσιάζει κάτι καινούριο. Αποκαθηλώνει την μη φαίνουσα εκκλησία και την καθιστά σημαίνουσα, τολμώντας να υποψιάσει τον αναγνώστη. Αυτή την εκκλησία που ορισμένες φωνές, την μετατρέπουν σε ιδεολογία παρά σε αποκαλυπτόμενο μυστήριο. Η εκκλησία, στις σελίδες του Χρυσόστομου Σταμούλη, γίνεται αυτό που είναι. Ανοίγεται στον κόσμο, στον άνθρωπο, στον κάθε άνθρωπο, στον ληστή, στην πόρνη, στον κάθε τσαλακωμένο. Συνδιαλέγεται με τη διαφορετικότητα και νεκρώνει την οποιαδήποτε καχυποψία, πως η ίδια αποτελεί μέρος του προβλήματος.
Ας λεχθεί επιτέλους με τόλμη, πίστη και δυνατή φωνή πως η εκκλησία είναι εκείνη η δύναμη που δίνει λύση στο πρόβλημα και δεν το περιπλέκει. Αυτή η εκκλησία πρωταγωνιστεί στις σελίδες του βιβλίου. Σπάζοντας λοιπόν τα δεσμά, που πολλές φορές κρατούν τον Χριστό στην εξορία, ο Χρυσόστομος Σταμούλης βγάζει την Εκκλησία στις αγορές και στις πλατείες, στο δημόσιο βίο. Δεν κρύβει την εκκλησία, μήτε ζητάει από εκείνη να απολογηθεί. Η εκκλησία αυτή δεν απολογείται, κάτι που έχω την αίσθηση πως την οδηγεί στην έλλειψη αυθεντικότητας, άρα και αλήθειας. Πολύ δε περισσότερο, ο ίδιος, δεν της δημιουργεί ανασφάλεια και απωθημένα, δηλαδή ψυχολογικές καταστάσεις που προσδιορίζουν και περιγράφουν όσους αρνούνται την κένωση του Θεού ως το μεγαλύτερο άδειασμα της βεβαιότητας Του και την αγάπη του ως το απροϋπόθετο έλεος της παρουσίας Του στον κόσμο, την κτίση και την ιστορία.
Η εκκλησία λοιπόν του βιβλίου, δεν περιπλέκει τα πράγματα στο δημόσιο βίο, μα και δεν λειτουργεί σε καμία περίπτωση ως άλλοθι. Αυτή η εκκλησία βρίσκεται σε κάθε δημόσιο διάλογο, χωρίς να επιδιώκει να λάβει ρόλο διαχειριστή των πολιτικών πραγμάτων ή έστω μιας κάποιας διοικητικής μεταρρύθμισης. Είναι η εκκλησία του ενανθρωπήσαντος Θεού, του Ιωάννη του Χρυσοστόμου και του Μαξίμου Ομολογητή. Η εκκλησία που χαρισματικά ενώνει τον άνθρωπο με τον Θεό, αφού κατά Νικόλαο Καβάσιλα «ἐν τοῖς μυστηρίοις σημαίνεται». Αφού λοιπόν, η εκκλησία στις σελίδες του βιβλίου του Χρυσόστομου Σταμούλη επιστρέφει στο φυσικό της χώρο, τότε ποιος και γιατί φοβάται να διαλεχθεί μαζί της στο χώρο αυτό;
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ