Το νερό είναι από τα πιο πολύτιμα αγαθά. Σε αυτό στηρίζεται η ζωή, το χρησιμοποιούμε για την ύδρευση και την άρδευση και για την παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας με την κατασκευή φραγμάτων αλλά συχνά ξεχνάμε ότι αποτελεί το βασικό στοιχείο των ποταμών, των λιμνών και των παράκτιων υγροτόπων. Ρυπαίνεται από αστικά και βιομηχανικά λύματα και βρίσκεται συνήθως σε καθεστώς υπερεκμετάλλευσης. Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων και την ενιαία διαχείριση η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη υιοθέτησαν την οδηγία 60 του 2000 με τίτλο «για την θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων» η οποία ενσωματώθηκε στην Ελλάδα μετά από τρία χρόνια με νόμο που φέρει τον τίτλο «Προστασία και διαχείριση των υδάτων».
Το ευρωπαϊκό πλαίσιο
Η πρώτη αναφορά στο προοίμιο της κοινοτικής οδηγίας αναφέρει ότι:
«το ύδωρ δεν είναι εμπορικό προϊόν όπως όλα τα άλλα αλλά αποτελεί κληρονομιά και πρέπει να προστατεύεται και να τυγχάνει της κατάλληλης μεταχείρισης».
Το πνεύμα της οδηγίας είναι η διαμόρφωση μιας αποτελεσματικής και συνεκτικής πολιτικής υδάτων που λαμβάνει υπόψη την χρήση του ως πόρου, την προστασία της ποιότητας του, αλλά και την ευαισθησία των υδάτινων οικοσυστημάτων. Επιδιώκεται μια βιώσιμη χρήση του νερού μακροπρόθεσμα με μείωση της ρύπανσης αλλά και για τον μετριασμό των επιπτώσεων από πλημμύρες και ξηρασίες. Για τον λόγο αυτό προωθείται η διαχείριση σε επίπεδο λεκάνης απορροής ποταμού, την μεγάλη δηλαδή έκταση που οριοθετείται από τις κορυφογραμμές των βουνών και όπου στο εσωτερικό της ρυάκια, ρέματα και ποτάμια συγκλίνουν σε ένα κεντρικό ποταμό. Σε κάθε λεκάνη απορροής προσδιορίζονται οι ποσότητες και ποιότητα του νερού των επιφανειακών και υπογείων υδάτων, οι προστατευόμενες υγροτοπικές περιοχές, και οι υφιστάμενες χρήσεις των υδάτων ώστε να προκύψει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο διαχείρισης.
Η χρήση των υδάτων που είναι ένας περιβαλλοντικός κοινός πόρος πρέπει να γίνεται σύμφωνα με την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει». Αυτή η γενική αρχή, εκτός από την ρύπανση ή την μόλυνση του νερού, αντανακλά στην τιμολόγηση του ύδατος ώστε να μην υπάρχει κατασπατάληση για άρδευση και ύδρευση και για να διατηρείται η ποσότητα και η ποιότητα του σε καλή κατάσταση τόσο για τον άνθρωπο όσο και για το φυσικό περιβάλλον. Τα σχέδια διαχείρισης των λεκανών απορροής πρέπει να υπόκεινται στην διαδικασία πληροφόρησης του κοινού και δημόσιας διαβούλευσης. Επιβάλλεται επίσης η ανάπτυξη στρατηγικών κατά της ρύπανσης των υδάτων με μέτρα πρόληψης και ελέγχου.
Η εφαρμογή στην Ελλάδα
Η εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας και πρακτικής, το 2003, οδήγησε στη σύσταση της Εθνικής Επιτροπής Υδάτων στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, με εκπροσώπους από διαφορετικά υπουργεία που αντιπροσωπεύουν τις διαφορετικές χρήσεις αλλά και από το Υπουργείο Εξωτερικών καθώς η κάθε χώρα διαπραγματεύεται με τις όμορες στην περίπτωση που ένας ποταμός διασχίζει και τις δύο. Για παράδειγμα η Ελλάδα διαβουλεύεται με τη Βουλγαρία για τα νερά του ποταμού Νέστου, όπου αποφασίζονται τα ζητήματα που αφορούν την κατανομή των υδάτων μεταξύ των δύο χωρών για γεωργικές χρήσεις, ή για την παραγωγή ενέργειας λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη διατήρησης του μεγάλου υγροτόπου, διεθνούς σημασίας μάλιστα, στις εκβολές.
Συστάθηκαν επίσης Διευθύνσεις Υδάτων στις περιφέρειες, που κατά κάποιο τρόπο αλλά όχι με ακριβή όρια ταυτίζονται με τις λεκάνες απορροής, οι οποίες όμως διευθύνσεις πέρασαν στην συνέχεια στις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις που ελέγχονται από την κεντρική κυβέρνηση. Ακολουθήθηκε εδώ μια αντίστροφη πορεία από αυτή που θα αναμέναμε: αντί για την αποκέντρωση και την συνεκτικότητα της διοίκησης με συνεργασία διαφορετικών επιπέδων η αρμοδιότητα παρέμεινε στον έλεγχο της κυβέρνησης.
Μέχρι το 2014, εκπονήθηκαν Σχέδια Διαχείρισης υδάτων για όλα τα υδατικά διαμερίσματα της χώρας – λεκάνες απορροής. Τα σχέδια αυτά εκπονήθηκαν από μεγάλα γραφεία και τα περισσότερα έχουν σοβαρές ελλείψεις που οφείλονται στην μικρή ενασχόληση των μελετητών αλλά και σε σοβαρές ελλείψεις πληροφόρησης, όπως π.χ. είναι άγνωστο το σύνολο των γεωτρήσεων. Στην πραγματικότητα δεν μπορούμε να πούμε ότι έχουμε μια πλήρη εικόνα για την κατάσταση των υδάτων της χώρας και πολύ περισσότερο δεν έχει γίνει μια καλή αποτύπωση σε σχέση με τη διατήρηση των υγροτόπων.
Ορισμένα στοιχεία συμπληρώθηκαν στην πορεία με μελέτες καθορισμού του ελάχιστου της στάθμης των λιμνών, όπως αυτές που έχουν εκπονηθεί από το Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων – Υγροτόπων. Συμπληρώνονται επίσης στοιχεία για την ποιότητα των υδάτων με διαφορετικά προγράμματα, τα οποία όμως δεν συνδυάζονται για να δώσουν τη συνολική εικόνα. Οι αρμόδιες υπηρεσίες για τον έλεγχο των απολήψεων για την άρδευση δεν έχουν ακόμα καταφέρει να έχουν ασφαλή ποσοτικά στοιχεία.
Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι είμαστε πολύ πίσω στην εφαρμογή μιας συνεκτικής πολιτικής. Όπως και σε άλλους τομείς, η Ελλάδα πελαγοδρομεί καθώς ο κάθε φορέας προσπαθεί να υλοποιήσει κάποιο έργο χωρίς να συνεργάζεται με τους άλλους χρήστες των υδάτων. Ένας Οργανισμός Εγγείων Βελτιώσεων ενδιαφέρεται πρωτίστως για την διασφάλιση μεγαλύτερης ποσότητας νερού άρδευσης για τα μέλη του και δεν φροντίζει για την εξοικονόμηση του νερού με κλειστά δίκτυα. Είναι πρόσφατο το παράδειγμα της δημιουργίας μεγάλου τσιμεντένιου αγωγού στο δέλτα του Νέστου, μια πρακτική που θυμίζει την δεκαετία του ΄50, ενώ παντού φτιάχνονται πλέον κλειστά δίκτυα.
Οι υπηρεσίες ύδρευσης δεν φροντίζουν για την εξοικονόμηση του νερού και υπάρχουν κατεστραμμένοι αγωγοί με μεγάλες διαρροές. Η ανάγκη για μια λελογισμένη χρήση του νερού δεν έχει περάσει σε αυτούς που έχουν την διαχείριση του, ενώ τα Σχέδια Διαχείρισης των λεκανών απορροής δεν οδηγούν σε συγκεκριμένες προτάσεις και οι υπηρεσίες στις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις φαίνεται ότι δεν είναι ικανές να ανταπεξέλθουν στον ρόλο τους.
Ο νέος νόμος
Με τον νόμο που πέρασε πρόσφατα στην βουλή, αναδείχθηκε ακόμα μια φορά ότι δεν έχουμε καταλάβει τίποτα από όλο αυτό το θέμα. Αντί να δούμε τι δεν πηγαίνει σωστά και δεν έχουμε ολοκληρωμένη διαχείριση των υδάτων η συζήτηση στράφηκε στο αν θα υπάρξει ιδιωτικοποίηση του νερού ύδρευσης. Μετά την απόπειρα ιδιωτικοποίησης της Εταιρείας Ύδρευσης Θεσσαλονίκης, την εποχή του μνημονίου, ξυπνάνε εύκολα τα ανακλαστικά. Δεν είναι όμως αναγκαία προϋπόθεση κάποια νομική αλλαγή στην οργάνωση της διαχείρισης των υδάτων για να γίνει μια ιδιωτικοποίηση.
Έτσι η αντίδραση φαίνεται να είναι στο κενό και υποδαυλίζεται μόνο για πολιτικάντικους λόγους, εν όψει των εκλογών. Είναι εύκολο να ποντάρεις σε μια ενδεχόμενη και μάλλον απίθανη ιδιωτικοποίηση, αφήνοντας όλα τα άλλα προβλήματα στην άκρη. Μεταξύ αυτών την αναποτελεσματικότητα της γραφειοκρατίας των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων και την κατασπατάληση του νερού.
Ο νόμος με τον τίτλο «Μετονομασία της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας σε Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων και διεύρυνση του αντικειμένου της με αρμοδιότητες επί των υπηρεσιών ύδατος και της διαχείρισης αστικών αποβλήτων, ενίσχυση της υδατικής πολιτικής …» φαίνεται να επιδιώκει έναν έλεγχο στην χρήση των υδάτων.
Οι πάροχοι υπηρεσιών ύδατος, εξαιρουμένων των Οργανισμών Εγγείων Βελτιώσεων, θα καταρτίζουν Γενικά Σχέδια Υπηρεσιών Ύδατος και θα τα υποβάλουν στην Ρυθμιστική Αρχή. Ο μηχανισμός της Ρυθμιστικής Αρχής, που έχει μια επιχειρησιακή λογική – χαρακτηριστικό που απουσιάζει από τις γραφειοκρατίες των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, θα ελέγχει την συμβατότητα των σχεδίων, θα τα εγκρίνει και θα ερευνά την εφαρμογή των κανόνων κοστολόγησης και τιμολόγησης.
Αναμένεται με αυτόν τον τρόπο να υπάρξει δραστηριοποίηση προς την κατεύθυνση της σωστής διαχείρισης και εξοικονόμησης νερού. Βρίσκεται δηλαδή στην σωστή κατεύθυνση. Δυστυχώς αυτή η ρύθμιση αφορά μόνο το νερό ύδρευσης, αποχέτευσης και όμβριων υδάτων, αφού εξαιρείται το νερό άρδευσης και η βιομηχανική χρήση ή η χρήση για την παραγωγή ενέργειας. Τα υπόλοιπα ζητήματα αφήνονται στις υπάρχουσες δομές και τα ανεπαρκή μέχρι στιγμής Σχέδια Διαχείρισης υδάτων.
Η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας που αναλαμβάνει και την εποπτεία της διαχείρισης των υδάτων έχει μια κακή φήμη όσον αφορά την διαχείριση της ενέργειας που ξεκινάει από πολύ παλιά, καθώς το ελληνικό κράτος δεν όρισε ζώνες ανάπτυξης της αιολικής ενέργειας ή ζώνες αποκλεισμού και άφησε στην αγορά την δυνατότητα τοποθέτησης οπουδήποτε. Οι ρυθμιστικές αρχές λειτουργούν στο πλαίσιο των κανόνων που καθορίζουν οι κυβερνήσεις με νόμους και υπουργικές αποφάσεις. Στην πραγματικότητα σε αυτές έχει εκχωρηθεί ο έλεγχος της εφαρμογής αυτών των κανόνων. Αν πρέπει να κατηγορήσει κάποιος την εκχώρηση σε ρυθμιστική αρχή την εποπτεία της διαχείρισης υδάτων είναι κυρίως γιατί δεν εντάσσεται στο πλαίσιο ενός ολοκληρωμένου και αποτελεσματικού σχεδιασμού της διαχείρισης με ενεργή συμμετοχή των δήμων και των περιφερειών. Φαίνεται ότι απέχουμε πολύ από το να μπούμε σε μια άλλη αντίληψη για το δημόσιο ώστε να προταθούν σύγχρονες ανοιχτές συνεργατικές δομές. Σε αυτό το κλίμα ανθίζει η εύκολη δημαγωγία.