Στην αυγή του νέου έτους πολλές είναι οι προσδοκίες που «καλλιεργούνται» για την επερχόμενη αλλαγή στην γεωπολιτική ισορροπία ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο, με συνεπακόλουθο την ανάδειξη της Ελλάδας «σε χώρα πρώτης γραμμής».
Η έναρξη των γεωτρήσεων της Exxon-Mobil στο οικόπεδο 10 της Κυπριακής αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ), σε συνδυασμό με την ισχυρή αμερικανική ναυτική παρουσία, λειτουργώντας αποτρεπτικά έναντι των πολυεπίπεδων Τουρκικών διαμφισβητήσεων και οι περίφημες «τριγωνικές συνεργασίες Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ και Ελλάδα-Κύπρος-Αίγυπτος» με απόληξη τον 1ο Στρατηγικό διάλογο Αθήνας-Ουάσιγκτον (13.12.2018), προσδίδουν μια φαινομενική αναβίβαση της γεωπολιτικής σημασίας Ελλάδας-Κύπρου.
Ωστόσο για μια σειρά από λόγους και αιτίες που συνέχονται με το ειδικό βάρος του εκάστοτε κράτους στην πλανητική, γεωπολιτική σκακιέρα η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Παρενθετικά αξίζει να υπενθυμίσουμε το αντίστοιχο παράθυρο ευκαιρίας που διανοίγονταν για την Αθήνα, ευθύς με την κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού στη Γηραιά Ήπειρο-Βαλκάνια και τη συνακόλουθη στρατηγική αναγκαιότητα των ΗΠΑ, να διαδραματίσει η Ελλάδα ρόλο περιφερειακής δύναμης στην Χερσόνησο του Αίμου, ως προγεφύρωμα μεταξύ των βαλκανικών κρατών και των δυτικών θεσμών –ΝΑΤΟ, ΕΕ. Ωστόσο η κοντόθωρη οπτική της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, σε συνδυασμό με τον εγκιβωτισμό της στο ζήτημα της ονοματοδοσίας των Σκοπίων, προσέδωσε τη δυνατότητα στην Άγκυρα να διεισδύσει οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά στην περιοχή διαδραματίζοντας τον ρόλο του περιφερειακού ηγεμόνα.
“Η αξία της Τουρκίας για τη Δύση, πραγματική και δυνητική, είναι επομένως τεράστια”
Τοιουτοτρόπως και στην διακηρυχθείσα, από την Αθήνα, μεταμνημονιακή περίοδο, η γεωπολιτική σημασία της Άγκυρας και η περιφερειακή της πρωτοκαθεδρία παραμένει απαράλλακτη. Αυτό γιατί η τοπογεωγραφική της θέση και η στρατιωτική της ισχύ, την αναγάγουν σε γεωπολιτικό άξονα (ως μια περιφέρεια ζωτικής σημασίας για τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ-Ρωσίας) και γεωστρατηγικό δρώντα (λόγω της δυνατότητάς της, για προβολή στρατιωτικής ισχύος πέρα από τα σύνορά της).
Χωρίς να παραγνωρίζουμε το γεγονός της υπερεπέκτασης των πολιτικών της στόχων, σε συνάρτηση με την βαθιά οικονομική κρίση που διάγει, δεν δύναται να διαμφισβητηθεί η ιδιάζουσα σημασία που ενέχει για τις ΗΠΑ, αναφορικά με την προάσπιση-προαγωγή των αξονικών τους συμφερόντων στην περίμετρο της Ευρασίας. Ιστορικά μιλώντας, ήδη από τη δεκαετία του 50’, η Τουρκία αναδεικνύεται σε γεωπολιτικό άξονα (λειτουργώντας είτε ως ανάχωμα προς το ανατολικό μπλοκ, είτε ως προγεφύρωμα για τα κρίσιμες περιφέρειες) για την εφαρμογή της στρατηγικής ανάσχεσης των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε έκθεση του αναπληρωτή υπουργού εξωτερικών των ΗΠΑ για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις, Lawrence Eagleburger, (5 Σεπτεμβρίου 1981):
Η Τουρκία είναι μια χώρα ζωτικής σημασίας για ένα ευρύ φάσμα σημαντικών συμφερόντων των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο, στη Δυτική Ευρώπη, στη Νοτιοδυτική Ασία και στο ΝΑΤΟ. Είναι το πλησιέστερο σημείο του ΝΑΤΟ που θα μπορούσε να απειλήσει άμεσα τη σοβιετική «καρδιά της γης». Είναι επίσης το πλησιέστερο σημείο του ΝΑΤΟ που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την άμεση μετακίνηση κατευθείαν στη Νοτιοδυτική Ασία. Η αξία της Τουρκίας για τη Δύση, πραγματική και δυνητική, είναι επομένως τεράστια [...]
“Ελλάδα και Κύπρος[ ] δεν δύνανται να μεταφράσουν το ειδικό γεωπολιτικό τους βάρος σε αντίστοιχα-ανάλογα πολιτικοδιπλωματικά-οικονομικά οφέλη”
Η γεωγραφία και η ιστορία καθιστούν την Τουρκία ένα σταυροδρόμι για τα θεμελιώδη συμφέροντα ασφαλείας των ΗΠΑ. Παραδοσιακά, ο ρόλος της Τουρκίας στα πλαίσια του ΝΑΤΟ και της Δυτικής Ευρώπης αποκρυσταλλώνεται σε μια ομοτράπεζη δημοκρατία, στο ανατολικό προπύργιο της νότιας πτέρυγας του ΝΑΤΟ, και ως θεματοφύλακας των ζωτικών στενών. Η Τουρκία είναι επίσης αναπόσπαστο μέρος του ιστού των ανατολικών μεσογειακών θεμάτων. Έχει μεγάλη επιρροή στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ σε σχέση με την Ελλάδα και την Κύπρο. Το αντίστροφο δεν είναι λιγότερο αληθές. Για τον λόγο αυτό, πρέπει να εξετάσουμε και την Τουρκία υπό το πρίσμα των άλλων σημαντικών συμφερόντων των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο.
Αντίστροφα, Ελλάδα και Κύπρος, για μια σειρά από λόγους και αιτίες, δεν δύνανται να μεταφράσουν το ειδικό γεωπολιτικό τους βάρος σε αντίστοιχα-ανάλογα πολιτικοδιπλωματικά-οικονομικά οφέλη. Η πρώτη, λόγω της υψηλής ευαισθησίας τρωτότητας του συμφέροντος επιβίωσής της, θα επιλέξει την πολιτική της μονομερούς εξάρτησης από τις ΗΠΑ-ΝΑΤΟ, ήδη από την μεταπολεμική-μεταεμφυλιακή περίοδο. Συνακόλουθα η συγκαιρινή οικονομική απίσχναση της Αθήνας και η εισαγωγή της, σε καθεστώς οικονομικής επιτροπείας, θα ωθήσει τις εκάστοτε κυβερνήσεις σε πλειοδοσία ρητορικών αντιπαραθέσεων με σκοπό την ανάδειξή τους σε αξιόπιστο εταίρο του ευρω-ιερατείου, για την άτεγκτη εφαρμογή των μνημονιακών όρων, υπό το δόγμα της «μικράς πλην έντιμου Ελλάδος».
Η δεύτερη, δορυφοροποιημένη από τις αναθεωρητικές αξιώσεις ισχύος της Άγκυρας, απόρροια του εδαφικού τετελεσμένου της τουρκικής εισβολής-κατοχής, αδυνατεί να αναπτύξει την ελευθερία δράσης, απόφασης και προσδιορισμού του εθνικού της συμφέροντος. Εν ολίγοις το κεφαλαιώδες ερώτημα για Αθήνα-Λευκωσία συνοψίζεται ως εξής:
Πώς μπορεί να επιζητήσει οφέλη έκαστο κράτος, που λειτουργεί υπό συνθήκες μονομερούς εξάρτησης, ως καταναλωτής ασφαλείας, υπό την απουσία αυτάρκειας σε συντελεστές ισχύος για την προάσπιση-προαγωγή των κυριαρχικών του συμφερόντων;
Ακόμη και αν δεχθούμε το υποθετικό σενάριο για τα προσοδοφόρα κοιτάσματα υδρογονανθράκων στην Κυπριακή ΑΟΖ, ένα διηνεκές ερώτημα θα παραμείνει αναπάντητο: Ποιος, πότε και πως θα αναλάβει την εξόρυξη-επεξεργασία-εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων;
Δεν είναι μόνο η χρονική αβεβαιότητα ως προς την εξαγωγή των απαντήσεων, αλλά κυρίως τα αναφυόμενα διανεμητικά ζήτημα που αποκρυσταλλώνονται σε σχετικά κέρδη για τους άμεσα-έμμεσα εμπλεκόμενους δρώντες. Αρκεί να θυμίσουμε τη διπλωματική τακτική της Άγκυρας να δελεάσει τους περιφερειακούς συνδαιτυμόνες της Λευκωσίας με τμήματα της Ελληνικής-Κυπριακής υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ. Τοιουτοτρόπως, η ενεργητική διπλωματία της Αθήνας με το άνοιγμα του συνόλου σχεδόν των εθνικών ζητημάτων –Κύπρος Σκοπιανό, βόρεια Ήπειρος, δυτική Θράκη– και διαδηλώνοντας, την πολιτική της διαλλακτικότητα, με μια σειρά πράξεων καλής θελήσεως απέναντι:
α) στα Σκόπια, για τη διαρρύθμιση του ονοματολογικού ζητήματος,
β) στα Τίρανα, για μια συνολική διευθέτηση των διμερών ζητημάτων,
γ) στην Άγκυρα, για τον σεβασμό των κανόνων του διεθνούς δικαίου σε Αιγαίο και Κύπρο, συνωθεί στην ενίσχυση της διπλωματικής θέσης των περιφερειακών της συνδαιτυμόνων –ΠΓΔΜ, Αλβανία. Ενώ η Άγκυρα συνεχίζει ακάθεκτη τη διαμφισβήτηση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων σε Αιγαίο και Κύπρο με το πρόσφατο διακηρυχθέν στρατηγικό δόγμα της γαλάζιας πατρίδας.
Από την άλλη πλευρά, σε πλανητικό επίπεδο μιλώντας, ο αναφυόμενος γεωστρατηγικός, γεωπολιτικός και γεωοικονομικός ανταγωνισμός στο τρίγωνο ΗΠΑ-Ρωσία-Κίνα, μας επαναφέρει «πίσω στο μέλλον» της μεταψυχροπολεμικής περιόδου, αποκρυσταλλώνοντας την αβεβαιότητα-ρευστότητα στην ισορροπία ισχύος-συμφερόντων στις μείζονες περιφέρειες –Βαλκάνια, Μέση Ανατολή, Καύκασο. Ειδικότερα, μέσα από την αποκωδικοποίηση του στρατηγικού δόγματος της κυβέρνησης Τράμπ, γίνεται εναργής η πολιτική επιλογή της πλανητικής πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ, επιβεβαιώνοντας ουσιαστικά την υπόθεση εργασίας του Jonh Mearsheimer, ότι o αντικειμενικός σκοπός των Μεγάλων Δυνάμεων δεν περιορίζεται στην υπεροχή συντελεστών ισχύος, αλλά στην ανάδειξή τους σε μοναδικούς, πλανητικούς ηγεμόνες.
“Η Τουρκία αναμένεται να αναδειχθεί σε μήλον της έριδος για Μόσχα-Ουάσιγκτον, δημιουργώντας τις ικανές και αναγκαίες συνθήκες για την ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων με τις Μεγάλες Δυνάμεις, αξιοποιώντας στο μέγιστο δυνατό βαθμό το τοπογεωγραφικό της πλεονέκτημα”
«Είτε μας αρέσει είτε όχι, βρισκόμαστε σε μια νέα εποχή ανταγωνισμού». «Αναγνωρίζουμε ότι η αδυναμία είναι η πιο σίγουρη πορεία προς τη σύγκρουση και η απαράμιλλη ισχύς το πιο σίγουρο μέσο άμυνας».
Αναλυτικότερα, καταδεικνύοντας ως άμεσες απειλές, για το αμερικανικό συμφέρον επιβίωσης, τη Ρωσία-Κίνα, τα κράτη παρίες και τα διεθνικά τρομοκρατικά δίκτυα, οριοθετούνται και οι μείζονες γεωπολιτικές περιφέρειες –Καύκασο, Κεντρική Ασία, Ειρηνικό– όπου οι ΗΠΑ αναμένεται να επιδοθούν στην υπερπόντια εξισορρόπηση των εν δυνάμει, στρατηγικών ανταγωνιστών τούς. Κατά τούτο, μια ενδεχόμενη πολιτικοστρατηγική προσέγγιση Ρωσίας-Τουρκίας δύναται να συγκροτήσει έναν υπολογίσιμο άξονα στην Μέση Ανατολή-Καύκασο, τον οποίο η Μόσχα, μεθοδικά και συστηματικά θα επιζητήσει, ενώ η Ουάσιγκτον, με οικονομικά, στρατιωτικά, πολιτικά ή και εδαφικά ανταλλάγματα, ως δέλεαρ, θα επιδιώξει ν’ αποτρέψει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η απόφαση της Ουάσιγκτον για την πώληση του αντιπυραυλικού συστήματος Patriot στην Άγκυρα, με σκοπό ν’ ανακόψει την πρόθεση της δεύτερης, για την αγορά των S-400 από τη Μόσχα.
Εύλογα λοιπόν η Τουρκία αναμένεται να αναδειχθεί σε μήλον της έριδος για Μόσχα-Ουάσιγκτον, δημιουργώντας τις ικανές και αναγκαίες συνθήκες για την ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων με τις Μεγάλες Δυνάμεις, αξιοποιώντας στο μέγιστο δυνατό βαθμό το τοπογεωγραφικό της πλεονέκτημα. Γιατί, όπως ορθά προσημειώνει ο Π. Κονδύλης, οι κινήσεις στο πολιτικοδιπλωματικό πεδίο αποδίδουν ανάλογα με το «ἱστορικὸ καὶ κοινωνικὸ βάρος τῶν ἀντίστοιχων συλλογικῶν ὑποκειμένων, τὸ ὁποῖο ὅλοι ἀποτιμοῦν κατὰ μέσον ὅρο παρόμοια, ὅπως γίνεται καὶ μὲ τὰ ἐμπορεύματα στὴν ἀγορὰ». (Κονδύλης, Πλανητική πολιτική μετά τον Ψυχρό πόλεμο, σ. 156).