Η Άννα Μέσμαν, μια νεαρή γιατρός στο Ντιτρόιτ, έχει εδώ και καιρό συνειδητοποιήσει πως τίποτα δεν θα είναι όπως παλιά. Πλέον δεν κοιμάται καλά τα βράδια, ενώ συχνά εκνευρίζεται έντονα με τους ανθρώπους που αγαπά.
Τα πρώτα σημάδια της ασυνήθιστης συμπεριφοράς έκαναν την εμφάνισή τους στα τέλη Μαρτίου, όταν ένα βράδυ, και μέσα σε μόλις εννέα ώρες, έχασαν την μάχη με τον κορονοϊό επτά ασθενείς στο νοσοκομείο που εκείνη εργάζεται. Ο θάνατος δεν ήταν κάτι ξένο γι’ αυτήν. Ποτέ δεν μπορούσε να σκεφτεί πως θα την επηρέαζε σε τέτοιο βαθμό.
Η Μέσμαν, εκτός από το φορτίο των νεκρών, είχε να αντιμετωπίσει και την ενημέρωση των συγγενών τους. Η επικοινωνία γινόταν τηλεφωνικά, αφού δεν τους επιτρεπόταν να βρεθούν στο νοσοκομείο, μήπως τυχόν κολλήσουν.
Η αϋπνία, ο νέος σύντροφος της νεαρής γιατρού στην καθημερινότητά της, πιθανότατα τροφοδοτείται από τον φόβο για την ασφάλειά της. Η ίδια παίρνει φάρμακα που ενδυναμώνουν το ανοσοποιητικό της σύστημα, η ανησυχία όμως του να μεταδώσει τον ιό στα 8 και 9 ετών παιδιά της είναι μεγάλη.
Στα social media ακόμα κυκλοφορούν φωτογραφίες σορών που είναι συγκεντρωμένες σε φορητά ψυγεία έξω από το Sinai Grace, το νοσοκομείο όπου εργάζεται. Η 37χρονη γυναίκα, αναρωτιέται αν οι συγγενείς των θυμάτων του Covid-19 θα δουν κάποια στιγμή αυτές τις εικόνες.
«Πώς θα νιώθουν άραγε οι συγγενείς όσων βρίσκονται ακόμα στην εντατική, σκεπτόμενοι πως ίσως πρόκειται για κάποιον δικό τους;», λέει, ενώ συμπληρώνει: «Υποθέτω ότι για μένα θα ήταν πιο άβολο να αντικρίσω τις σκηνές αυτές ακόμα κι απ’ τον ίδιο τον θάνατο».
Η Μέσμαν όμως δεν είναι η μόνη. Όπως και αυτή, χιλιάδες εργαζόμενοι στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης σε ολόκληρο τον πλανήτη αντιμετωπίζουν ψυχικά τραύματα, τα οποία, όπως τονίζουν οι ειδικοί, συγκρίνονται με αυτά που αισθάνονται οι στρατιώτες όταν επιστρέφουν στο σπίτι τους, από τον πόλεμο.
To πρακτορείο Reuters συνομίλησε με οκτώ γιατρούς και οκτώ νοσηλευτές που δήλωσαν ότι είτε οι ίδιοι, είτε οι συνάδελφοί τους, έχουν βιώσει κάποιο σύμπτωμα πανικού, άγχους, θλίψης, αϋπνίας, ευερεθιστότητας κτλ.
Οι ψυχίατροι στο νοσοκομείο Mount Sinai προβλέπουν ότι μεταξύ του 25%-40% των εργαζομένων στον τομέα της υγείας, αυτών που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή του κορονοϊού, ενδέχεται να εκδηλώσουν κάποια διαταραχή μετατραυματικού στρες μετά την εμπειρία τους αυτή.
Η Μέσμαν για παράδειγμα λέει ότι ενώ γενικά λατρεύει να διαβάζει, πλέον δεν μπορεί να συγκεντρωθεί. Για τον λόγο αυτό, επισημαίνει, παρακολουθεί τηλεόραση ή παίζει με το smartphone της.
Την τελευταία εβδομάδα, συμπληρώνει, τα πράγματα είναι λίγο καλύτερα, αλλά ο μεγαλύτερος της φόβος είναι μήπως, η κατάσταση επαναληφθεί στο δεύτερο κύμα της πανδημίας που λέγεται πως θα έρθει.
Στα νοσοκομεία της Καλιφόρνιας, της Νέας Υόρκης, της Βόρειας Καρολίνας και αλλού, οι ομάδες ψυχικής υποστήριξης λαμβάνουν εκατοντάδες κλήσεις καθημερινά. Ορισμένα νοσοκομεία συνεργάζονται με εμπειρογνώμονες ψυχικής υγείας για να ελέγξουν το προσωπικό των θαλάμων ή να διοργανώσουν ομαδικές και ατομικές συνεδρίες θεραπείας, όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο.
Στην Νέα Υόρκη, όπου μέχρι αυτή την ώρα, περισσότεροι από 14.000 άνθρωποι έχουν χάσει την μάχη με τον κορονοϊό, συμπεριλαμβανομένων περισσότερων από 20 εργαζομένων στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης, το Εθνικό Σύστημα Υγείας, συνεργάστηκε με το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ για να παρέχει εκπαίδευση ανθεκτικότητας στους υπαλλήλους.
Οι ειδικοί επισημαίνουν πως οι ομοιότητες μεταξύ των στρατιωτών στις ζώνες πολέμου και των εργαζομένων στα νοσοκομεία κατά την διάρκεια μιας πανδημίας είναι πολλές, με την κυριότερη να επικεντρώνεται στο ότι όλοι νιώθουν πως συνεχώς απειλούνται.
«Σε μια εμπόλεμη ζώνη, κάποιος απειλείται από έναν ελεύθερο σκοπευτή ή μια ρουκέτα. Η λοίμωξη του Covid-19 κάνει τους υπαλλήλους να αισθάνονται όλη την ώρα ένα παρόμοιο άγχος που καμιά φορά είναι χειρότερο αφού εκ των πραγμάτων ο εχθρός τους είναι αόρατος», αναφέρει το πρακτορείο Reuters, μετά από εκτενή έρευνα που έκανε συνομιλώντας με εμπειρογνώμονες.