Το 2019 που ανατέλλει θα είναι μια εκλογική χρονιά. Θα αποφασίσουμε για τον Δήμο μας, την Περιφέρειά μας, τη χώρα μας, την Ευρώπη μας. Ήδη διανύουμε μια προεκλογική περίοδο που, για τις εθνικές εκλογές, δεν ξέρουμε τη διάρκειά της. Αυτό που διαπιστώνουμε όμως είναι ότι το κύριο χαρακτηριστικό της θα είναι η πόλωση μεταξύ των δύο μεγαλύτερων κομμάτων: ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί αυτό να συμφέρει τους δύο μονομάχους, για να έχουν την πολιτική αρένα όλη δική τους, ας δούμε όμως παρακάτω πόσο συμφέρει τη χώρα.
Ξεκινάω από τα εθνικά θέματα. Η συμφωνία των Πρεσπών είναι ένα κλασσικό παράδειγμα εργαλειοποίησης ενός θέματος εξωτερικής πολιτικής στο εσωτερικό μέτωπο. Ο ΣΥΡΙΖΑ το είδε ως μια ευκαιρία να διεμβολίσει τη ΝΔ, η ΝΔ αντέδρασε για να στεγανοποιήσει τα δεξιά της τοιχώματα, αποκηρύσσοντάς την βρίσκοντας κάποιες δικαιολογίες. Και αν έμεναν εκεί τα πράγματα θα ήταν αποδεκτό. Όμως το κλίμα που καλλιεργήθηκε, έσπρωξε την κατάσταση στα άκρα με αποτέλεσμα σήμερα να μην μιλάει κανένας με επιχειρήματα (τι κερδίζει η χώρα σε σχέση με αυτά που είχε de facto χάσει, που συμβιβάστηκε, με τι ασφαλιστικές δικλείδες), αλλά μόνο με όρους «προδοσίας» και «ξεπουλήματος» οι μεν, «εθνικιστών» και «ακροδεξιάς» οι δε. Το βασικό θύμα αυτής της τακτικής είναι ο ορθός λόγος, το επιχείρημα και τελικά το εθνικό συμφέρον, γιατί εξωτερική πολιτική, στηριζόμενη μόνο στο λαϊκό αίσθημα δεν νοείται.
Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι η οικονομία. Είμαστε μια χώρα που έχει υποστεί δραματική αποεπένδυση τα τελευταία 10 χρόνια. Χρειαζόμαστε επενδύσεις για να έχουμε ανάπτυξη, δηλαδή να αυξηθεί η παραγωγή κυρίως σε διεθνώς εμπορεύσιμους κλάδους, που θα δημιουργήσουν σταθερές και καλά αμοιβόμενες θέσεις εργασίας οι οποίες θα αιμοδοτήσουν το ασφαλιστικό σύστημα και τις κοινωνικές πολιτικές και θα ανατρέψουν το brain drain. Όπως ξέρουμε, το μεγαλύτερο εμπόδιο στην προσέλκυση επενδύσεων είναι η αβεβαιότητα. Και το πολιτικό μας σύστημα είναι η μεγαλύτερη γεννήτρια αβεβαιότητας με την άρνησή του να συνεννοηθεί έστω και στα βασικά. Οι μεγάλες τομές που χρειάζεται η χώρα δεν μπορεί να γίνουν αν δεν υπάρξει ένα minimum εθνικής συνεννόησης όπως μας διδάσκουν τα παραδείγματα της Κύπρου, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας κ.ά. Και όλα αυτά όταν έχουμε μπροστά μας τους επόμενους δύο μήνες κρίσιμα οικονομικά ορόσημα που θα δώσουν το σήμα στις αγορές από τις οποίες πρέπει πλέον να δανειζόμαστε.
Ένα τρίτο παράδειγμα είναι η σκανδαλολογία που έχει αναπτυχθεί. «Θα σας βάλουμε φυλακή» λένε οι μεν, «όταν θα έρθει η ώρα μας δεν θα ξέρετε πού να κρυφτείτε» λένε οι δε. Περιπτώσεις υπαρκτών σκανδάλων επιχειρείται να αξιοποιηθούν για το εσωτερικό πολιτικό σκηνικό. Αποτέλεσμα είναι η δικαιοσύνη να δυσκολεύεται να κάνει τη δουλειά της απερίσπαστη, όταν κι αυτή επιστρατεύεται να επιταχύνει ή να επιβραδύνει διαδικασίες. Η λάσπη στον ανεμιστήρα και ο φόβος για ρεβανσισμό όταν αλλάξουν τα πράγματα, είναι το καλύτερο καύσιμο για το όχημα της πόλωσης γιατί δημιουργεί ακραίες συμπεριφορές που μετά δύσκολα «μαζεύονται».
Τέλος ένα τέταρτο λίγο διαφορετικό παράδειγμα είναι η συνταγματική αναθεώρηση που αποτελεί (ή τουλάχιστον θα έπρεπε να αποτελούσε) την κατεξοχήν συναινετική διαδικασία, καθότι εκτείνεται σε δύο διαφορετικές κοινοβουλευτικές περιόδους. Βλέπουμε κι εδώ εμμονές, ιδεοληψίες, χαρακώματα. Τα όποια βήματα προσέγγισης διαφορετικών απόψεων συνήθως σκοντάφτουν σε «κόκκινες γραμμές» που αφορούν όμως τον προηγούμενο αιώνα. Ευτυχώς όμως, στην επιτροπή για τη Συνταγματική Αναθεώρηση το κλίμα δεν είναι τόσο πολωμένο, με αποτέλεσμα να γίνεται συζήτηση με επιχειρήματα και όχι με συνθήματα, κάτι που ίσως μας κάνει να αισιοδοξούμε ότι μπορεί να προχωρήσει, αν δεν πέσει κι αυτή θύμα του γενικότερου κλίματος.
Με αυτά τα παραδείγματα ήθελα να δείξω πόσο τοξική για τη χώρα μας ειδικά στην περίοδο της κρίσης είναι η πόλωση που έχει αναπτυχθεί και με αυτήν φοβούμαι ότι θα πορευτούμε ως τις εκλογές. Και βέβαια πρωταρχικό ρόλο σε αυτό παίζουν και τα στρατευμένα ΜΜΕ που τροφοδοτούν αυτό το κλίμα. Όπως επίσης και το νέο κανάλι επικοινωνίας, τα κοινωνικά δίκτυα που με τη σειρά τους χρησιμοποιούνται επαγγελματικά για να δηλητηριάζουν την πολιτική ατμόσφαιρα.
Η απάντηση σε όλα αυτά δεν είναι να διαλέξεις στρατόπεδο, να πας ή με τον ένα ή με τον άλλο. Η απάντηση δεν είναι ένα «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» ή ένα «αντι-Δεξιό» μέτωπο όπως θέλουν να μας πείσουν ένθεν κακείθεν. Η απάντηση είναι ένα «αντι-Διχαστικό» μέτωπο που θα προσπαθήσει να μιλήσει για τα πραγματικά προβλήματα της χώρας με επιχειρήματα και προτάσεις και όχι με συνθήματα και αναθέματα. Ένα ορθολογικό μέτωπο που θα προσπαθήσει να ενώσει και όχι να διχάσει την κοινωνία. Αυτή την ενότητα βέβαια την επικαλούνται τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ στα λόγια, αλλά την υπονομεύουν με τις πράξεις τους, προσπαθώντας -τουλάχιστον ένα προβεβλημένο μέρος τους- να αναβιώσουν ένα εμφυλιοπολεμικό κλίμα. Όμως, η μισή Ελλάδα δεν μπορεί να βγάλει τη χώρα από την κρίση.
Η πόλωση θρέφεται κυρίως με υλικό από το παρελθόν και κατατρώει τις προοπτικές για το μέλλον. Και όταν πορεύεσαι στις εκλογές με ατζέντα παρελθόντος και όχι ατζέντα μέλλοντος μοιραία θα διχάσεις και δεν θα ενώσεις. Η πόλωση μπορεί λοιπόν να ωφελεί τα δύο μεγάλα κόμματα δεν ωφελεί όμως τη χώρα. Γιατί ακριβώς μετά τις εκλογές υπάρχει και η επόμενη μέρα. Και αν η χώρα βγει τραυματισμένη από την άμετρη πόλωση των εκλογών θα ξαναμπεί στην εντατική, αυτή τη φορά με λιγότερες ελπίδες ανάκαμψης…