Αφιέρωμα σε μια αρχαία διάλεκτο που διατηρείται ακόμα στις μέρες μας, τα Τσακώνικα, δημοσιεύεται στο BBC, που βρέθηκε στην περιοχή της Βόρειας Κυνουρίας και μίλησε με ανθρώπους των «τσακωνοχωρίων» του Αγίου Ανδρέα και Πραστού.
Η Τσακώνικη διάλεκτος είναι μια αδιάλεχτος 3.000 ετών. Μιλιέται στην περιοχή της νότιας Κυνουρίας της Αρκαδίας. Από την αρχαιότητα έως το 1912 η περιοχή της νότιας Κυνουρίας ανήκε στην αρχαία Σπάρτη και το νομό Λακωνίας αντίστοιχα.
Η Τσακώνικη διάλεκτος μιλήθηκε και μιλιέται μέχρι και τις ημέρες μας, σε περιοχές της Τσακωνιάς όπου γεωγραφικά καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής της Κυνουρίας.
Η περιοχή της Τσακωνιάς είναι γνωστή κυρίως από την τοπική διάλεκτο, με τη δωρική καταγωγή και τον περίφημο τσακώνικο χορό του οποίου η αφετηρία οριοθετείτε στα βάθη της ελληνικής μυθολογίας.
Σήμερα, μόνο περίπου 2.000 από τους 10.000 Τσάκωνες, κυρίως μεγαλύτεροι σε ηλικία, εξακολουθούν να μιλούν Τσακώνικα και η γλώσσα συναντάται σε 13 πόλεις και χωριά που βρίσκονται γύρω από την Πέρα Μελανά, όπου βρέθηκε το BBC. Εκεί τα Τσακώνικα μιλούνται συχνά στα σπίτια, ωστόσο υπάρχει κίνδυνος να εξαφανιστούν.
«Χάνουμε τα Τσακώνικα χωρίς αυθεντικούς δασκάλους», λέει η Θωμαΐς Κουνιά, γνωστή ως «αυτοκράτειρα των Τσακώνικων». «Προσπαθώ να τη διατηρήσω τα τελευταία 40 χρόνια. Είναι καθήκον μου να το κάνω», εξηγεί. Τα Τσακώνικα δεν είναι σημαντικά μόνο για την ταυτότητα και τον πολιτισμό των Τσάκωνων, είναι η μόνη κληρονομιά των αρχαίων Σπαρτιατών που συνεχίζεται ακόμα, σημειώνει το BBC. Είναι επίσης η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ελλάδα - που προηγείται των νέων ελληνικών περίπου 3.100 χρόνια - και μία από τις παλαιότερες γλώσσες στην Ευρώπη.
«Αν χάσουμε τη γλώσσα μας, δεν μπορούμε να λέμε ότι είμαστε Τσάκωνες», εξηγεί η Ελένη Μάνου, δασκάλα και συγγραφέας των Τσακώνικων στο Λεωνίδιο, την de facto πρωτεύουσα της Τσακωνίας.
Η Τσακώνικη ανήκει στην υπολειμματική δωρική ζώνη τής Νέας Ελληνικής. Προήλθε από τη Δωρική διάλεκτο της Αρχαίας ελληνικής, σε αντίθεση με τη Νέα Ελληνική γλώσσα, η οποία προήλθε από την Ελληνιστική κοινή (κυρίως αττικοϊωνικής συστάσεως). Συγκεκριμένα, εικάζεται ότι προήλθε από ευρύτερη δωρική κοινή, η οποία είχε κυριαρχήσει στην Πελοπόννησο μετά τη σύσταση της Αχαϊκής Συμπολιτείας και, ως εκ τούτου, αντιστάθηκε περισσότερο στην Κοινή, ίσως επειδή ομιλείτο σε δυσπρόσιτες περιοχές.
«Μολὼν λαβέ»
Μια διάσημη φράση που μοιάζει με Τσακωνικά επινοήθηκε από τον Λεωνίδα Α’, βασιλιά των Σπαρτιατών, το 480 π.Χ. στη Μάχη των Θερμοπύλων ,όταν οδήγησε 300 από τους άντρες του και περίπου 1.000 άλλους Έλληνες σε έναν αγώνα ενάντια σε 500.000 Πέρσες. Λαμβάνοντας υπόψη τις αναντιστοιχίες δυνάμεις, ο Περσικός διοικητής ζήτησε από τον Λεωνίδα να παραδώσει όλα τα όπλα ή να πεθάνει. Ο Λεωνίδας απάντησε το γνωστό «μολὼν λαβέ». Στην τσακωνική διάλεκτο το ρήμα μόλω επιβιώνει μέχρι σήμερα με τη σημασία «έρχομαι».
«Τα Τσακώνικα είναι η βασική απόδειξη της σπαρτιάτικης καταγωγής μας», σημειώνει η κ. Μάνου. «Και από θέμα καρδιάς, είμαστε άμεσοι απόγονοι. Για εμένα και πολλούς άλλους Τσάκωνες, όταν πηγαίνουμε στη Σπάρτη, νιώθω σαν στο σπίτι μου».
Αν και η Πέρα Μελανά και τα άλλα χωριά όπου εξακολουθούν να μιλούν τα Τσακώνικα, βρίσκονται 55 με 100 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της αρχαίας Σπάρτης, η γεωγραφική τους απόσταση από την πρωτεύουσα που κάποτε τους κυβερνούσε βοήθησε στην διατήρηση της γλώσσας. Όταν οι Βησιγότθοι έφυγαν από τη Σπάρτη το 396 μ.Χ., η πόλη εγκαταλείφθηκε και οι υπόλοιποι Σπαρτιάτες έφυγαν και εγκαταστάθηκαν σε αυτές τις ορεινές περιοχές. Κατά τη διάρκεια των αιώνων, τα Τσακωνικά διατηρήθηκαν σε αυτές τις απομονωμένες αγροτικές κοινότητες που πέρασαν τη γλώσσα από γενιά σε γενιά. Αυτές οι κοινότητες παρέμειναν σχετικά απομονωμένες μέχρι την ελληνική επανάσταση (1821-29), που οδήγησε στη μαζική εκπαίδευση και στη βελτίωση των υποδομών.
«Η κατασκευή δρόμων και λιμανιών έδωσε στους ανθρώπους την ευκαιρία να φύγουν από τα χωριά», λέει η κ. Κουνιά. «Πολλοί κάτοικοι δεν επέστρεψαν ποτέ».
Στη δεκαετία του 1950, το ηλεκτρικό ρεύμα έφτασε σε όλα τα χωριά της περιοχής, όπως και αργότερα η τηλεόραση, δίνοντας την ευκαιρία στους κατοίκους να συνδεθούν με τον έξω κόσμο. Πολλοί επίσης μετακόμισαν σε άλλες χώρες για να αναζητήσουν καλύτερες ευκαιρίες εργασίας. Ένας από αυτούς ήταν ο Πάνος Μαρνέρης, τώρα δάσκαλος, ποιητής και τραγουδοποιός των Τσακώνικων που διαχειρίζεται το σάιτ Tsakonika.
«Μέχρι το 1970, όταν έφυγα για τις ΗΠΑ, ο Τυρός και άλλα χωριά στην περιοχή όπου μεγάλωσα μιλούσαν 100% Τσακώνικα», λέει. «Αλλά κάθε χρόνο που επέστρεφα, όλο και περισσότεροι είχαν σταματήσει να τα μιλάνε και αυτό με ενοχλούσε. Ο δρόμος από το Άστρος στο Λεωνίδιο χτίστηκε το 1958. Είκοσι χρόνια αργότερα, οι άνθρωποι σταμάτησαν να μιλούν Τσακώνικα».
Περίπου 5.000 άτομα μιλούσαν ακόμη τα Τσακωνικά στα τέλη της δεκαετίας του 1950, σύμφωνα με την κ. Μάνου. Αλλά αυτός ο αριθμός μειώθηκε κάτω από το ήμισυ τις επόμενες δεκαετίες καθώς τα νέα ελληνικά έγιναν η επίσημη γλώσσα το 1976 και οι ξένοι δάσκαλοι ήρθαν στην περιοχή για να τα διδάξουν. Επιπλέον, τα Τσακώνικα στιγματίστηκαν ως «γλώσσα αγροτών». Ο ίδιος της ο πατέρας, γηγενής ομιλητής, αρνήθηκε να της διδάξει Τσακώνικα γιατί θεωρούσε ότι ήταν περιττό αλλά και ντροπιαστικό για εκείνη. Στην πραγματικότητα, ήταν αυτή η γενιά που οδήγησε σε αυτή την τεράστια μείωση του πληθυσμού που μιλούσε τα Τσακώνικα – κάτι που τώρα μετανιώνουν καθώς η γλώσσα θεωρείται «κρίσιμα απειλούμενη» από την Unesco.
Μέχρι τη δεκαετία του ’90, τα Τσακώνικα διδάσκονταν μαζί με τα ελληνικά σε ορισμένα τοπικά σχολεία, αλλά στη συνέχεια έγινε προαιρετικό μάθημα. Σήμερα, υπάρχουν ελάχιστα σχολεία στην περιοχή, καθώς υπάρχουν ελάχιστα παιδιά.
«Μόνο 12 παιδιά ζουν σήμερα στο χωριό μου», λέει η κ. Κουνιά. «Είναι μεγάλο πρόβλημα να μην υπάρχει μια νεότερη γενιά να μεταδώσει τη γλώσσα.
Δείγμα τής διαλέκτου
Το καβγί με τα νορά «Το παιδί με την ουρά» (παραμύθι)
Στο χωρίο ναμ’ γεννάτ’ ένα καβγί (< *καρπίον) σερνικού. Το καβγί έντα ’τανι ’ποπίσω νορά. Μέρα νούτ‘α κράντα ’τάνι. Όντε ’τα κράντα το καβγί, μεγαλώντα, φουσκώντα ’τάνι από το κράψιμο. Το καβγί ήταν δράκο αδρειωμένε. Θέντα ’τάνι νι πάρ’ ο μπαμπά σ’, νι ’ι βάλει στο δισάτš’ τšαι να βγάει να γυρίσ’ το χωρίο από τέσσερ’ άκρε, να ’ι σταυρώσ’ τšαι να φωνιάτσ’ από τρει βολέ: «Δράκο γεννάτ’!» Τήνοι δίντε ’τα νι μάκο, αφιόνι, να κασεί. Μä μέρα πη ’τα κράντα πολύ το καβγί, ο μπαμπά σ’ δωκώ ’τα νι λίγου πολιότερε τšαι το καβγί φαρμακωμένε ’ταρ.
Απόδοση
Στο χωριό μας γεννήθηκε ένα παιδί αρσενικό. Το παιδί είχε από πίσω ουρά. Μέρα νύχτα έκλαιγε. Όταν έκλαιγε το παιδί, μεγάλωνε, φούσκωνε από το κλάμα. Το παιδί ήταν δράκος ανδρειωμένος. Ήθελε να το πάρει ο πατέρας του, να το βάλει στο δισάκι και να το βγάλει να το γυρίσει στο χωριό, στις τέσσερις άκρες (του), να το σταυρώσει και να φωνάξει τρεις φορές: «Δράκος γεννήθηκε!» Εκείνοι του έδιναν μήκωνα, αφιόνι, για να κοιμηθεί. Μια μέρα που έκλαιγε πολύ το παιδί, ο πατέρας του τού έδωσε λίγο περισσότερο και το παιδί φαρμακώθηκε.
Το γάμο τα Μαρούα «Στον γάμο τής Μαρούλας» (αφήγηση, από Δ. Λάτση, Ημερολόγιον τσακωνικόν τού έτους 1896, διορθωμένο από τον Αθ. Κωστάκη)
Εζάκαϊ (*εδιάβ(η)κασι, ρ. διαβαίνω) τ‘ον άγιε, σ’ εστεφανούκαϊ, τσ’ από τσι σ’ έκατσ’ούκαϊ του τσουφάλε σου με κουφέτε χοντροί από το δίσκο τσ’ ετσαφήκαϊ (< αφήκασι) κ‘αμπόσοι κουμπούρε, εμπαήκαϊ από τον άγιε Στράκηγο τσ’ αρχιñίαϊ dίντε τα βιολjία. Α Μαρούα έκι καμαρούνα. «Μα για ξείκα, Τζελjίνα, καμάžι π‘οι ñ’ εν’ έχα α ñύιθη», εκ’ αούα α Γιωργού. Έκι α τύχη σι να καοτσιτάτσει. Μαγάžι να ’γκι καοτσυτέντε έτρου τσ’ οι σατέρε νάμου…
Απόδοση
Πήγαν στην εκκλησία, τους στεφάνωσαν και αφού τους έσπασαν τα κεφάλια τους με κουφέτα χοντρά από τον δίσκο και έριξαν καμπόσες κουμπουριές, βγήκαν από τον άγιο Στρατηγό και άρχισαν να παίζουν τα βιολιά. Η Μαρούλα καμάρωνε. «Μα για κοίτα, Αγγελίνα, καμάρι που το ’χει η νύφη», έλεγε η Γιωργού (η γυναίκα τού Γιώργου). Ήταν η τύχη της να καλοπέσει. Μακάρι να καλόπεφταν έτσι και οι θυγατέρες μου…