«Το Αιματηρό συλλαλητήριο της 9ης Δεκεμβρίου 1923 - Η Δύση της Βασιλείας στην Ελλάδα»

Το νέο βιβλίο του Ιωάννη Δασκαρόλη από τις εκδόσεις Επίκεντρο - Προδημοσίευση στη HuffPost Greece […πριν το αιματοκύλισμα (1-8 Δεκεμβρίου 1923)]
.
.
.

«Το Αιματηρό συλλαλητήριο της 9ης Δεκεμβρίου 1923 - Η Δύση της Βασιλείας στην Ελλάδα» είναι το νέο βιβλίο του Ιωάννη Δασκαρόλη που θα κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Επίκεντρο και αφορά την εξιστόρηση των δραματικών γεγονότων του συλλαλητηρίου της 9ης Δεκεμβρίου 1923 στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Τότε απόσπασμα στρατού μπροστά στα γραφεία της Επανάστασης του 1922 άνοιξε πυρ κατά των διαδηλωτών με αποτέλεσμα 15 νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες.

Το παρακάτω απόσπασμα αποτελεί προδημοσίευση από το νέο βιβλίο και περιγράφει την ατμόσφαιρα και τις συνθήκες που επικρατούσαν στην Αθήνα λίγες ημέρες πριν το συλλαλητήριο.

Οι προετοιμασίες των Βασιλοφρόνων

Καθώς είχε ήδη τεθεί το πολιτειακό ζήτημα υπό επίσημη συζήτηση και συλλήβδην όλα τα αντιβενιζελικά κόμματα είχαν κηρύξει αποχή από τις ερχόμενες εκλογές, είχε καταστεί φανερό σε όλους ότι η Βασιλεία έχανε έδαφος στην Ελλάδα. Το ογκώδες βενιζελικό συλλαλητήριο της 2 Δεκεμβρίου δημιούργησε την εντύπωση ότι οι αντιβενιζελικοί είχαν πλέον καταστεί μειοψηφία στην πρωτεύουσα. Επίσης η πρόσκληση του Βενιζέλου να επιστρέψει - που χάρις την συμμετοχή των αντιβενιζελικών στο βενιζελικό συλλαλητήριο έμοιαζε υπερκομματική - αποδοκιμαζόταν έντονα από τους αδιάλλακτους αντιβενιζελικούς. Ο Βενιζέλος αποτελούσε ακόμη τον κακό δαίμονα της αντιβενιζελικής παράταξης που αδυνατούσε να αντιληφθεί την αντιφατική αλήθεια, ότι ο κρητικός πολιτικός αποτελούσε την μοναδική ελπίδα για να διασωθεί η Βασιλεία στην Ελλάδα. Έτσι, μετά το ογκώδες δημοκρατικό συλλαλητήριο της Αθήνας στις 2 Δεκεμβρίου υπέρ της επιστροφής Βενιζέλου στο πολιτικό προσκήνιο, οι βασιλόφρονες ζήτησαν άδεια διεξαγωγής όμοιου συλλαλητηρίου με σκοπό να υποστηριχθεί η διατήρηση της Βασιλείας στην Ελλάδα.

.
.
.

Κάπως απρόσμενα η Επαναστατική Κυβέρνηση ενέκρινε την τέλεση του συλλαλητηρίου, πιστεύοντας ότι δεν είχε τίποτε να φοβηθεί. Την οργάνωση του συλλαλητηρίου των βασιλοφρόνων ανέλαβε μια επιτροπή αποτελούμενη από εκπροσώπους της Αθήνας, του Πειραιά, των Μεσόγειων, ενώ προσήλθαν και εκπρόσωποι των προσφύγων. Τα μέλη της Οργανωτικής Επιτροπής προέρχονταν από όλες τις επαγγελματικές τάξεις, ενώ εσκεμμένα ανάμεσά τους δεν υπήρχαν πολιτευτές κομμάτων, ώστε να προβληθεί ο υπερκομματικός χαρακτήρας τόσο του συλλαλητηρίου όσο και του θεσμού. Από την πρώτη στιγμή η Επιτροπή του Συνταγματικού συλλαλητηρίου κατέστησε σαφές με ανακοίνωσή της ότι η εκδήλωση δεν θα είχε πολιτικό (αντιβενιζελικό) χαρακτήρα, αλλά πολιτειακό. Υποτίθεται ότι θα ήταν μια λαϊκή υπερκομματική εκδήλωση υπέρ του ισχύοντος πολιτεύματος, στην οποία μπορούσαν να προσέλθουν πολίτες όλων των κομματικών αποχρώσεων, ενώ η εκδήλωση είχε ειρηνικές προθέσεις με διάθεση αποφυγής επεισοδίων ή άλλων ακροτήτων.

Η επιτροπή με συνεχείς της συνεδριάσεις όρισε ομιλητές για το συλλαλητήριο τους δικηγόρους Δημήτριο Μπαμπάκο, Μιχαήλ Παυλόπουλο, τον καθηγητή Ποινικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Τιμολέοντα Ηλιόπουλο και τον Μικρασιάτη πρόσφυγα Β. Κοζακίδη. Καθώς η ημερομηνία του συλλαλητηρίου πλησίαζε, η αδημονία των βασιλοφρόνων μεγάλωνε καθώς το ένα μετά το άλλο όλα τα αντιβενιζελικά κόμματα και οι ανεξάρτητοι αντιβενιζελικοί πολιτευτές κήρυσσαν αποχή από τις εκλογές της 16 Δεκεμβρίου, κάτι που σήμαινε ότι η Δ΄ Εθνοσυνέλευση που έμελλε να συγκληθεί, δεν θα είχε αντιβενιζελικούς εκπροσώπους. Το Σώμα αυτό θα αποφαινόταν για την διατήρηση του βασιλικού θεσμού ή όχι, κάτι που σήμαινε ότι η τύχη του θεσμού έμοιαζε προδιαγεγραμμένη. Έτσι οι προετοιμασίες για το συλλαλητήριο ήταν πυρετώδεις μεταξύ των αντιβενιζελικών, παρά τις πολλές οργανωτικές δυσκολίες που υπήρχαν και την έλλειψη οικονομικών πόρων. Αντιπροσωπείες των χωριών της Αττικής προσέρχονταν για να δηλώσουν την καθολική συμμετοχή των κατοίκων τους, ενώ η οργανωτική επιτροπή προσπαθούσε να τους εξασφαλίσει τα μεταφορικά μέσα για την μετάβασή τους στον χώρο του συλλαλητηρίου.

Παρά την εχθρότητα του επίσημου κράτους, την έλλειψη οργάνωσης και την γλισχρότητα των διαθέσιμων οικονομικών πόρων, οι βασιλόφρονες κατάφεραν να κινητοποιήσουν τους υποστηρικτές τους κυρίως μέσω του Τύπου, αλλά και μέσω μαχητικών πολιτικών συλλόγων στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής και της Βοιωτίας. Σύμφωνα με φήμες, την χρηματοδότηση της εκδήλωσης φαίνεται ότι ανέλαβαν οι ισχυροί αντιβενιζελικοί επιχειρηματίες Επαμεινώνδας Χαρίλαος και Άγγελος Κανελλόπουλος. Οι στήλες των αντιβενιζελικών εφημερίδων γέμισαν με προσκλητήρια φοιτητικών συλλόγων για προσέλευση στο συλλαλητήριο. Επίσης πολλοί πολιτιστικοί σύλλογοι της Παλαιάς Ελλάδας με έδρα την Αθήνα με ανακοινώσεις τους στις αντιβενιζελικές εφημερίδες ζητούσαν από τα μέλη τους να προσέλθουν στο συλλαλητήριο. Τα αντιβενιζελικά κόμματα ομοίως κατέβαλλαν προσπάθειες να κινητοποιήσουν μέσω της υποτυπώδους οργάνωσής τους τα στελέχη και τα μέλη τους, σε μια εποχή όμως που οι μηχανισμοί τους ήταν εξουθενωνόμενοι από τις διώξεις που είχαν προηγηθεί το προηγούμενο διάστημα.

Πρέπει να σημειωθεί ότι η συμμετοχή σε ένα φιλοβασιλικό – σαφώς αντικυβερνητικό – συλλαλητήριο σε εκείνη την συγκυρία με μερική λογοκρισία και Στρατιωτική Κυβέρνηση ενείχε κινδύνους και οι συμμετέχοντες προσέρχονταν έχοντας οι περισσότεροι απόλυτη γνώση αυτών. Πάντως είναι γεγονός ότι το κύριο βάρος της κινητοποίησης στην Αθήνα το έφεραν οι Λαϊκοί Πολιτικοί Σύλλογοι. Οι σύλλογοι αυτοί είχαν ιδρυθεί στις παραμονές των εκλογών του 1920 και ήταν ουσιαστικά η συνέχεια των περίφημων επιστρατικών συλλόγων που είχαν διαλυθεί διά νόμου μετά από το Συμμαχικό τελεσίγραφο της 23 Σεπτεμβρίου 1916. Οι Λαϊκοί Πολιτικοί Σύλλογοι συγκέντρωσαν τα πλέον μαχητικά και αδιάλλακτα στοιχεία του αντιβενιζελισμού και το όνομά τους είχε εμπνεύσει την μετονομασία του Κόμματος των Εθνικοφρόνων σε ΛΚ τον Οκτώβριο του 1920. Αν και μετά την Επανάσταση του 1922 ο αντιβενιζελισμός αντιμετωπιζόταν εχθρικά από το επίσημο κράτος, οι Λαϊκοί Πολιτικοί Σύλλογοι δεν είχαν χάσει εντελώς την δύναμή τους, αλλά διατηρούσαν ακόμη μαχητικούς πυρήνες στις γειτονιές των Αθηνών, οι οποίοι ενεργοποιήθηκαν για να οργανωθεί η λαϊκή προσέλευση στο συλλαλητήριο. Οι πυρήνες αυτοί βρίσκονταν στις περιοχές Λιόσια–Καματερό, Κολωνός – Κολοκυνθού, Μεταξουργείο, Θησείο – Πετράλωνα, Παγκράτι, Εξάρχεια, Ιλισός, Άγιος Παντελεήμονας, Κυψέλη, Σεπόλια, Νεάπολη, πλατεία Κάνιγγος, Βάθη, Παγκράτι, Άγιοι Απόστολοι και Μετς.

Οι πυρήνες των Λαϊκών Πολιτικών Συλλόγων κινητοποίησαν τους μηχανισμούς τους στις περιοχές αυτές ορίζοντας σημεία προσέλευσης περιμετρικά της Πλατείας Συντάγματος μία ώρα πριν το συλλαλητήριο. Ένας από τους τρόπους που χρησιμοποίησαν ήταν με προκηρύξεις που μοιράζονταν χέρι με χέρι που όριζαν τα ακριβή σημεία προσυγκεντρώσεων. Οι προκηρύξεις αυτές είχαν έντονο αντιβενιζελικό περιεχόμενο και καλούσαν τους αντιβενιζελικούς να προσέλθουν στο συλλαλητήριο για τους νεκρούς τους (τους εκτελεσθέντες στη Θήβα και την Λειβαδιά το 1917, τον Ίωνα Δραγούμη και τον Κωνσταντίνο Έσλιν αλλά και τον άταφο Βασιλιά Κωνσταντίνο) και όσα είχαν υποφέρει κατά την περίοδο 1917-1920. Προφανώς η τακτική αυτή ήταν παράνομη καθώς η αστυνομία είχε απαγορεύσει μεμονωμένες συγκεντρώσεις πολιτών πριν το συλλαλητήριο, αλλά είχε ζητήσει η προσέλευση να γίνει ατομικά. Πολλοί πολίτες από την επαρχία είχαν έρθει στην Αθήνα από την προηγουμένη και διέμεναν σε συγγενείς τους ή στα ξενοδοχεία της πόλης, ώστε να μπορέσουν να μεταβούν εγκαίρως στον χώρο του συλλαλητηρίου. Την παραμονή του συλλαλητηρίου, κατέπλευσε στον Πειραιά ένα ατμόπλοιο που μετέφερε 2.500 βασιλόφρονες από την Πελοπόννησο ώστε να συμμετάσχουν στο συλλαλητήριο.

.
.
.

Η εχθρότητα της Κυβέρνησης Γονατά

Ο οργανωτικός πυρετός των βασιλοφρόνων δεν πέρασε απαρατήρητος από τους βενιζελικούς που έβλεπαν με αγωνία και εκνευρισμό την εκ νέου συσπείρωση του πολιτικού τους αντιπάλου, ενώ και οι εφημερίδες τους εκδήλωναν την αποδοκιμασία τους για τις ετοιμασίες. Αρχικά η άδεια για να γίνει το συλλαλητήριο των βασιλοφρόνων δόθηκε από την Επανάσταση παρά το γεγονός ότι υπήρχαν πληροφορίες για τις επιθετικές διαθέσεις πολλών ομάδων ακραίων βασιλοφρόνων. Μετά τα δύο συλλαλητήρια, το μικρό των Δημοκρατικών και το μεγάλο των βενιζελικών, υπήρχε η αίσθηση ότι ο αντιβενιζελισμός είχε αποσυντεθεί και έπνεε τα λοίσθια, έχοντας χάσει την λαϊκή δυναμική του. Επίσης, το αποτυχημένο κίνημα των Γαργαλίδη – Λεοναρδόπουλου και οι πολιτικές διώξεις που υπέστησαν οι αντιβενιζελικοί αμέσως μετά, ήταν αναμενόμενο ότι θα ανέστελλαν τις προθέσεις τους να αντιδράσουν. Έτσι, η άδεια για την τέλεση του συλλαλητηρίου δόθηκε με την κρυφή ελπίδα ότι η εκδήλωση θα φανέρωνε την αριθμητική ανεπάρκεια των οπαδών του Θεσμού, ίσως δίνοντας σε αυτόν και την χαριστική βολή.

Τελικά οι ελπίδες αυτές διαψεύστηκαν στην πράξη, καθώς το συλλαλητήριο φάνηκε να ανανεώνει την ζωτικότητα των φανατικότερων αντιβενιζελικών για αντίσταση, συσπειρώνοντας όλους τους αντιπάλους της Κυβέρνησης. Οι δύο εφημερίδες του αντιβενιζελικού Τύπου (ΣΚΡΙΠ, Εμπρός) των οποίων απρόσμενα δεν είχε απαγορευτεί η κυκλοφορία και η Βραδυνή που μόλις είχε εμφανιστεί, καθημερινά με εμπρηστικά δημοσιεύματα δυναμίτιζαν το κλίμα, αψηφώντας τις κρατικές προειδοποιήσεις. Το ΣΚΡΙΠ στις 8 Δεκεμβρίου καλούσε με πηχυαίους τίτλους άνδρες και γυναίκες να μεταβούν σε μια μυσταγωγία στους στύλους του Ολυμπίου Διός όπου μέσω της παρουσίας τους θα στερέωναν την Βασιλεία. Η Κυβέρνηση είχε αιφνιδιαστεί από την δυναμική που αποκτούσε το συλλαλητήριο των βασιλοφρόνων που από συγκέντρωση λίγων γραφικών όπως είχε υπολογιστεί λανθασμένα, διαμορφωνόταν σε ένα επικίνδυνο τέχνασμα των βασιλοφρόνων με σοβαρές πολιτικές προεκτάσεις αν πετύχαινε. Για τον λόγο αυτό η Κυβέρνηση επιζητούσε πάση θυσία την αποτυχία του και οι Αρχές έλαβαν δρακόντεια μέτρα ασφαλείας θέτοντας σε επιφυλακή τη Χωροφυλακή και όλες τις διαθέσιμες στρατιωτικές δυνάμεις στο λεκανοπέδιο. Η Χωροφυλακή καθόρισε τον χώρο του συλλαλητηρίου στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, απαγορεύοντας κάθε μετέπειτα διαδήλωση των συγκεντρωμένων στους δρόμους της πόλης. Οι Αρχές φοβούνταν αυτό που ακριβώς που έμελλε να συμβεί: μια διαδήλωση στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας γύρω από τα κεντρικά κρατικά κτήρια, που θα μπορούσε πολύ εύκολα να ξεφύγει από τον έλεγχό τους και να εξελιχθεί σε γενική λαϊκή εξέγερση.

Το Α΄ Σώμα Στρατού απαγόρευσε την πύκνωση των σιδηροδρομικών δρομολογίων από και προς την Αθήνα την ημέρα του συλλαλητηρίου όπως είχε ζητήσει η Οργανωτική Επιτροπή του συλλαλητηρίου, ενώ απαγόρευσε την προσθήκη βαγονιών στα υφιστάμενα. Η Οργανωτική Επιτροπή διαμαρτυρήθηκε στον Πλαστήρα που συνέχισε να τους διαβεβαιώνει ότι η Επανάσταση δεν θα έφερνε κανένα εμπόδιο στην διεξαγωγή του συλλαλητηρίου τους. Σταδιακά, όμως, η Κυβέρνηση αντιλαμβανόταν την έντονη κινητοποίηση των βασιλοφρόνων ειδικά στις Αχαρνές και στα Μεσόγεια και άρχισε να αντιμετωπίζει την διαμορφούμενη κατάσταση με έκδηλη αγωνία. Έτσι, στις 7 Δεκεμβρίου 1923 η Αστυνομία εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία απαγόρευε την είσοδο οχημάτων στην Αθήνα με «τυχόν χωρικούς» από τα Μεσόγεια ώστε να αποφευχθούν ατυχήματα αλλά και για λόγους «τάξεως, ευκοσμίας και ευπρεπείας»! Επίσης η ανακοίνωση απαγόρευε σε όσους συμμετείχαν στο συλλαλητήριο να φέρουν εικόνες Βασιλέων, αλλά και μουσικά όργανα.

Ο Γεώργιος Δ. Ράλλης, μετριοπαθής αντιβενιζελικός από τους λίγους που δεν είχαν συλληφθεί μετά το κίνημα Γαργαλίδη, σε ανακοίνωσή του διατύπωσε την απορία του για τις απαγορεύσεις, ενώ υπενθύμισε ότι το συλλαλητήριο ήταν υπέρ του πολιτεύματος που ήταν το νόμιμο εν ισχύι, ο Γεώργιος Β΄ παρέμενε ο νόμιμος Ανώτατος Άρχων της χώρας, άρα η δημόσια επίδειξη της εικόνας του δεν μπορούσε να θεωρηθεί από τις Αρχές ως ανατρεπτική ενέργεια. Αλλά και στην κεντρική στήλη του η βασιλόφρων εφημερίδα ΣΚΡΙΠ αναρωτιόταν με νόημα γιατί η παρουσία των χωρικών με τις παραδοσιακές τους φορεσιές πρόσβαλλε την αισθητική των Αρχών.

Το σχέδιο των Αρχών προέβλεπε ότι ισχυρές δυνάμεις της Χωροφυλακής και του Στρατού θα τάσσονταν περιμετρικά του χώρου του συλλαλητηρίου. Όταν αυτό θα ολοκληρωνόταν, οι δυνάμεις αυτές δεν θα επέτρεπαν συγκεντρώσεις διαδηλωτών και θα επέβαλλαν την ήσυχη διάλυσή τους. Αν αυτό δεν γινόταν σεβαστό από τους διαδηλωτές, θα είχαν ταχθεί ισχυρά στρατιωτικά αποσπάσματα επί της λεωφόρου Αμαλίας που θα εμπόδιζαν την είσοδο των διαδηλωτών στο Σύνταγμα, στην εσχάτη των περιπτώσεων, ακόμη και ενόπλως. Στο Σύνταγμα θα βρισκόταν και ο λόχος της πυροσβεστικής με υδραντλίες για να διαλύσει το πλήθος αν η κατάσταση ξέφευγε, ενώ εκτός από νερό οι αντλίες ήταν εφοδιασμένες και με μελάνι.

Την τελευταία στιγμή και ενώ η δυναμική του συλλαλητηρίου μεγάλωνε, φαίνεται ότι οι Αρχές τελικά επέλεξαν να εμποδίσουν όλους τους χωρικούς των Αχαρνών (Μενιδίου) που ήταν και οι πλέον δυναμικοί, να μεταφερθούν προς την Αθήνα με οποιοδήποτε μέσον. Αυτοί έκαναν δικό τους ξεχωριστό συλλαλητήριο την ίδια ημέρα στο κέντρο του Μενιδίου εκδίδοντας και σχετικό ψήφισμα με μομφές κατά της Επαναστατικής Κυβέρνησης. Στις παραμονές της 9 Σεπτεμβρίου, οι αστυνομικοί εμπόδιζαν την τοιχοκόλληση αφισών για το συλλαλητήριο, ενώ συνέλαβε προληπτικά ορισμένους απότακτους αξιωματικούς για τους οποίους υπήρχαν πληροφορίες ότι ίσως καλούσαν τους διαδηλωτές σε ένοπλη εξέγερση κατά την διάρκειά του συλλαλητηρίου. Συνολικά είχαν συλληφθεί και κρατούνταν 10 απότακτοι (ανάμεσα τους οι υποστράτηγος Παυλόπουλος, Μαντούβαλος και Θεοδωρόπουλος) μέσω σημειωμάτων που εξέδιδε το Α΄ Σώμα Στρατού.

[1] ΣΚΡΙΠ, 6.12.1923.

[2] Στο ίδιο.

[3] ΣΚΡΙΠ, 7.12.1923.

[4] Ριζοσπάστης, 11.12.1923.

[5] Ελεύθερος Λόγος, 14.12.1923.

[6] Πατρίς, 9.12.1923.

[7] Εμπρός, 7.12.1923.

[8] Στο ίδιο.

[9] Στο ίδιο.

[10] Έθνος, 9.12.1923.

[11] Πατρίς, 9.12.1923.

[12] Έθνος, 9.12.1923.

.
.
.

Δημοφιλή