Το αίτημα για παγκόσμια ποινική δικαιοσύνη ξεπήδησε μέσα από τα συντρίμμια του 1ου και κυρίως του 2ου παγκοσμίου πολέμου ως απάντηση του πολιτισμένου κόσμου στα φοβερά και μαζικά εγκλήματα και φρικαλεότητες που είχαν διαπραχθεί. Ωστόσο, τουλάχιστον μέχρι την ίδρυση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, η εφαρμογή του υπήρξε μόνο αποσπασματική μέσω εκτάκτων (ad hoc) διεθνών δικαστηρίων.
Πρώτο έκτακτο διεθνές ποινικό δικαστήριο ήταν το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο της Νυρεμβέργης, το οποίο ιδρύθηκε με την Συμφωνία του Λονδίνου του 1945 που συνήψαν ΗΠΑ, Σοβιετική Ένωση, Ηνωμένο Βασίλειο και Γαλλία και δίκασε τα εγκλήματα που διέπραξαν οι Γερμανοί κατά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Το Δικαστήριο της Νυρεμβέργης αποτελείτο από 4 δικαστές, έναν από κάθε κράτος που σύστησε το δικαστήριο, η δίκη διήρκεσε 10 μήνες και από τους 24 κατηγορουμένους ,12 καταδικάσθηκαν σε θάνατο, 3 σε ισόβια κάθειρξη, 3 σε μικρότερες ποινές φυλάκισης και 3 αθωώθηκαν..
Ακολούθησε το διεθνές Δικαστήριο του Τόκυο, το οποίο συστάθηκε το 1946 με ειδική διακήρυξη του Ανώτατου Διοικητή των συμμαχικών δυνάμεων στον Νοτιοδυτικό Ειρηνικό, σε συνέχεια της διακήρυξης του Πότσδαμ του 1945 και δίκασε εγκλήματα που διέπραξαν οι Ιάπωνες κατά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Το δικαστήριο αποτελείτο από 11 μέλη και εκ των κατηγορουμένων 6 καταδικάσθηκαν σε θάνατο, 16 σε ισόβια κάθειρξη και δύο σε πρόσκαιρη κάθειρξη.
Τρίτο ad hoc διεθνές ποινικό δικαστήριο συστάθηκε το 1993 με απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ με αντικείμενο τα εγκλήματα που διεπράχθησαν στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας. Το δικαστήριο δίκασε Σέρβους, Κροάτες και Μουσουλμάνους (αλλά όχι και εκπροσώπους του ΝΑΤΟ για τους βομβαρδισμούς του Βελιγραδίου), ασκώντας ποινική δίωξη κατά 161 προσώπων. Εξ αυτών 20 υπέγραψαν δήλωση ενοχής, 83 καταδικάστηκαν, 19 απαλλάχθηκαν και 17 απεβίωσαν πριν την έκδοση απόφασης, μεταξύ των οποίων και ο Σέρβος πρώην πρόεδρος της Γιουγκοσλαβίας Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Άγος ωστόσο αποτέλεσε το γεγονός της αυτοκτονίας του καταδικασθέντος Κροάτη Slobondan Praljak (Σλόμπονταν Πράλιακ) εντός της αίθουσας του δικαστηρίου με την φράση «εγώ δεν είμαι εγκληματίας πολέμου».
Έκτακτο διεθνές ποινικό δικαστήριο συστάθηκε επίσης το 1994 και πάλι με απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ προκειμένου να δικάσει τα απαίσια εγκλήματα του φοβερού εμφυλίου πολέμου στην Ρουάντα το 1994, αλλά ήταν πλέον διάχυτο το αίτημα για την ίδρυση ενός τακτικού δικαστηρίου ώστε να δικάζονται, όχι επιλεκτικά αλλά επί ίσοις όροις όλα τα διεθνή εγκλήματα γενοκτονίας, πολέμου και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Το 1998, κατόπιν πολυετών και σκληρών διαπραγματεύσεων, η διεθνής κοινότητα δια του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών προέβη σε ένα σημαντικό βήμα, καθώς υπεγράφη στην Ρώμη η Συνθήκη για την ίδρυση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου με έδρα την Χάγη της Ολλανδίας. Η Ελλάδα κύρωσε την Συνθήκη αυτή με τον ν. 3003/2002.
Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο σύμφωνα με το καταστατικό του είναι αρμόδιο να δικάσει εγκλήματα γενοκτονίας, πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, εάν διαπράττονται από πολίτη ή στο έδαφος κράτους που έχει κυρώσει την Συνθήκη ή κράτους που αποδέχεται την δικαιοδοσία του και επίθεσης, εάν διαπράττονται από πρόσωπα κράτους που έχει κυρώσει την συνθήκη ή έχει υπαχθεί στην δικαιοδοσία του. Το Δικαστήριο δικάζει φυσικά πρόσωπα και όχι κράτη και οι προβλεπόμενες ποινές για την διάπραξη των ανωτέρω εγκλημάτων είναι η ισόβια κάθειρξη, η φυλάκιση έως 30 ετών και επιπλέον χρηματικές ποινές και δήμευση περιουσιών προερχόμενων από τα εγκλήματα.
Το Δικαστήριο απαρτίζεται από 18 μέλη που εκλέγονται με μυστική ψηφοφορία από την συνέλευση των Κρατών Μερών που έχουν υπογράψει την συνθήκη. Ομοίως εκλέγεται και ο Εισαγγελέας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Για να εκκινήσει έρευνα απαιτείται αίτηση κράτους μέλους της συνθήκης , ή απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, ή αυτεπάγγελτη έρευνα του Εισαγγελέα του Δικαστηρίου. Τα κράτη μέλη οφείλουν κάθε συνδρομή, είτε κατά την έρευνα και προδικασία, είτε κατά την εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου.
Μέχρι στιγμής, 123 κράτη του κόσμου έχουν κυρώσει την Συνθήκη για την ίδρυση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.
Αλλά δυστυχώς εκείνο που έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι ποιοι δεν την κύρωσαν διότι μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται οι ΗΠΑ (αποχώρησε επί προέδρου Μπους, παρά το γεγνός ότι φαινόταν να πρωταγωνιστεί επί προεδρίας Κλίντον), η Κίνα, η Ινδία, το Ισραήλ και η Τουρκία, ενώ και η Ρωσία αρχικώς την κύρωσε, αλλά αποχώρησε το 2016, όταν αντιλήφθηκε ότι κινδύνευε με έρευνες και δίκες μετά τα γεγονότα της Ουκρανίας.
Το 2020, όταν το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο δήλωσε ότι προτίθεται να εκκινήσει έρευνα για τα εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί στον πόλεμο του Αφγανιστάν, η κυβέρνηση Τραμπ (και ο ’ίδιος προσωπικά) δήλωσε ότι εάν η έρευνα αφορά πολίτες των ΗΠΑ, οι Ηνωμένες Πολιτείες προτίθενται επιβάλουν σοβαρές κυρώσεις και να αποτρέψουν την είσοδο στην χώρα των δικαστών και του Εισαγγελέα, ενώ πράγματι προέβησαν σε κάποιες από αυτές, με αποτέλεσμα το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο να εκδώσει επίσημη ανακοίνωση ότι τα μέλη του απειλούνται. Οι κυρώσεις ανακλήθηκαν το 2021 από την κυβέρνηση Μπάιντεν
Τις τελευταίες ημέρες ο Εισαγγελέας του Ποινικού Δικαστηρίου δήλωσε ότι προτίθεται να ξεκινήσει έρευνα για τα εγκλήματα του πολέμου της Ουκρανίας, αντλώντας δικαιοδοσία από το γεγονός ότι η Ουκρανία, αν και δεν έχει κυρώσει την Συνθήκη, υπέβαλε από το 2014 αίτημα να υπαχθεί στην δικαιοδοσία του, αρχικώς για τα εγκλήματα των ρωσικής καταγωγής και Ρώσων στην περιοχή του Ντονμπάς. Αυτό σημαίνει ότι, εάν η έρευνα αφορά Ρώσους πολίτες, αυτοί θα είναι δυνατόν να συλληφθούν και να δικαστούν στο έδαφος οποιουδήποτε κράτους έχει κυρώσει την Συνθήκη για την ίδρυση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου.