Το ανατολίτικο παζάρι και οι Μεγάλες Δυνάμεις

Ο Τούρκος πρόεδρος αξιοποιεί τη θέση της χώρας του, ως αναντικατάστατου γεωπολιτικού άξονα με αντικειμενικό πολιτικό στόχο τη σύναψη πελατειακών σχέσεων με τους ισχυρούς δρώντες του διεθνούς συστήματος.
Matt Anderson Photography via Getty Images

Η πρόσφατη συνάντηση του πρόεδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τράμπ, με τον Τούρκο ομόλογό του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και τα διαμειφθέντα μεταξύ των δύο, επαναφέρουν στο προσκήνιο ένα κεντρικό ζήτημα της διεθνούς πολιτικής που συνέχεται με την εγκαθίδρυση πελατειακών σχέσεων μεταξύ κρατών διαφορετικής βαθμίδας ισχύος, θέσεως και ρόλου. Ειδικότερα, αναφερόμαστε στη δήλωση του προέδρου Τράμπ, ότι είχε μια «θαυμάσια, παραγωγική συνάντηση» με τον Ταγίπ Ερντογάν, εκφράζοντας παράλληλα την ικανοποίησή του για τη συνεργασία των δύο χώρων στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, ευχαριστώντας την Άγκυρα «για τις προσπάθειές της» και χαρακτηρίζοντάς τη «μεγάλο σύμμαχο στο ΝΑΤΟ» στο βαθμό που επιχειρεί να «αυξήσει τη συμβολή της στη Βορειοατλαντική Συμμαχία στο 2% του ΑΕΠ της».

Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με την επίδειξη διαλλακτικότητας για την εξεύρεση εναλλακτικών λύσεων «στο πρόγραμμα των μαχητικών αεροσκαφών νέας γενιάς F-35» και την επίσημη τοποθέτηση του Αμερικανού υπουργού άμυνας, Μαρκ Εσπέρ, για τη στρατηγική αναγκαιότητα της επιστροφής της Τουρκίας «πίσω στο μαντρί», μέσω της οικοδόμησης δεσμών « σε στρατιωτικό επίπεδο, για να διασφαλίσουμε ότι μπορούμε να έχουμε μια μακρόχρονη σχέση που θα αντέξει σε αυτή τη δύσκολη περίοδο», επαληθεύουν την ιδιάζουσα γεωστρατηγική σημασία της Άγκυρας εντός της Βορειοατλαντικής συμμαχίας, σε μια προσπάθεια να αναδειχθεί το γεωπολιτικό της βάρος και η υψηλή ευαισθησία τρωτότητας που δύναται να επιφέρει στο εσωτερικό της συμμαχίας, μια οποιαδήποτε αποσκίρτηση από το διατακτικό της.

Ο εκπρόσωπος της τουρκικής προεδρίας Ιμπραήμ Καλίν
Ο εκπρόσωπος της τουρκικής προεδρίας Ιμπραήμ Καλίν
ASSOCIATED PRESS

Στο ίδιο πλαίσιο δεν δύναται να παραβλεφθεί και η προηγηθείσα διπλωματική προσέγγιση της Τουρκίας με τις τρεις Μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις –Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία– απότοκο της συνάντησης μεταξύ του εκπροσώπου της τουρκικής προεδρίας, «Ιμπραήμ Καλίν με τους διπλωματικούς συμβούλους της Γερμανίας, της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, τους κ. Γιαν Χέκερ, Κλεμάν Μπον και Ντέιβιντ Κουέιρι», που έλαβε χώρα στην Κωνσταντινούπολη, στις 8 Νοεμβρίου του 2019. Αναλυτικότερα, συμφωνήθηκε να «υπάρξει συνάντηση του προέδρου Ερντογάν με τους ηγέτες των τριών “Μεγάλων” της Ευρώπης, την Άνγκελα Μέρκελ, τον Εμανουέλ Μακρόν και τον Μπόρις Τζόνσον, στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στη βρετανική πρωτεύουσα στις 3-4 Δεκεμβρίου».

Ο Τούρκος πρόεδρος εκμεταλλευόμενος τις εξελίξεις στη βορειοανατολική Συρία, σε διασύνδεση με την εφαρμογή της στρατηγικής της εξαναγκαστικής διπλωματίας των «πλωτών γεωτρυπάνων» στην Κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη και με το Μεταναστευτικό ζήτημα ανοιχτό, υπεισέρχεται σε διμερείς διαπραγματεύσεις με τους κεντρικούς πόλους τους διεθνούς συστήματος (ΗΠΑ-Ρωσία) αλλά και με τα κέντρα λήψης αποφάσεων στην Ευρώπη, για να ικανοποιήσει στο μέγιστο δυνατό βαθμό τις αξιώσεις ισχύος της Άγκυρας, αναβιβάζοντάς τη σε περιφερειακή δύναμη.

Συναφώς, για μια σειρά από λόγους και αιτίες που συνέχονται με το ειδικό βάρος του εκάστοτε κράτους στην πλανητική, γεωπολιτική σκακιέρα και χωρίς να παραγνωρίζουμε το γεγονός της υπερεπέκτασης των πολιτικών της στόχων, σε συνάρτηση με την οικονομική της τρωτότητα, η γεωστρατηγική σημασία της Άγκυρας και η περιφερειακή της πρωτοκαθεδρία παραμένει απαράλλακτη. Αυτό γιατί η τοπογεωγραφική της θέση και η στρατιωτική της ισχύ, την αναγάγουν σε γεωπολιτικό άξονα, ως μια περιφέρεια ζωτικής σημασίας για τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ-Ρωσίας, και γεωστρατηγικό δρώντα, λόγω της δυνατότητας της για προβολή στρατιωτικής ισχύος πέρα από τα σύνορά της. Αναδιφώντας στην ιστορική διαχρονία, η Τουρκία, ήδη από τη δεκαετία του 50’ και καθ’ όλη τη διάρκεια της ψυχροπολεμικής-μεταψυχροπολεμικής περιόδου, αποτελούσε το στρατηγικό προπύργιο των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ, για την ανάσχεση των ηπειρωτικών δυνάμεων στην περίμετρο της Ευρασίας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε έκθεση του αναπληρωτή υπουργού εξωτερικών των ΗΠΑ για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις, Lawrence Eagleburger, (5 Σεπτεμβρίου 1981):

Η Τουρκία είναι μια χώρα ζωτικής σημασίας για ένα ευρύ φάσμα σημαντικών συμφερόντων των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο, στη Δυτική Ευρώπη, στη Νοτιοδυτική Ασία και στο ΝΑΤΟ. Είναι το πλησιέστερο σημείο του ΝΑΤΟ που θα μπορούσε να απειλήσει άμεσα τη σοβιετική «καρδιά της γης». Είναι επίσης το πλησιέστερο σημείο του ΝΑΤΟ που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την άμεση μετακίνηση κατευθείαν στη Νοτιοδυτική Ασία. Η αξία της Τουρκίας για τη Δύση, πραγματική και δυνητική, είναι επομένως τεράστια [...]

Η γεωγραφία και η ιστορία καθιστούν την Τουρκία ένα σταυροδρόμι για τα θεμελιώδη συμφέροντα ασφαλείας των ΗΠΑ. […]. Η Τουρκία είναι επίσης αναπόσπαστο μέρος του ιστού των ανατολικών μεσογειακών θεμάτων. Έχει μεγάλη επιρροή στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ σε σχέση με την Ελλάδα και την Κύπρο. Το αντίστροφο δεν είναι λιγότερο αληθές. Για τον λόγο αυτό, πρέπει να εξετάσουμε και την Τουρκία υπό το πρίσμα των άλλων σημαντικών συμφερόντων των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο.

Francois Lenoir / Reuters

Στο ίδιο μήκος κύματος ο γενικός γραμματέας του NATO, Γενς Στόλτενμπεργκ, (18.7.2019) αναφερόμενος στο ζήτημα των F-35 διαπιστώνει ότι :

«Η συμβολή της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ και η συνεργασία του ΝΑΤΟ με την Τουρκία, είναι πολύ πιο βαθιά και ευρύτερη από τα F-35».

«Η Τουρκία ως σύμμαχος του ΝΑΤΟ, είναι πολλά περισσότερα από τα S-400. Η Τουρκία ήταν ενσωματωμένο κομμάτι του συστήματος αεράμυνας του ΝΑΤΟ και έτσι θα παραμείνει».

Γενικότερα μιλώντας, ο Τούρκος πρόεδρος αξιοποιεί τη θέση της χώρας του, ως αναντικατάστατου γεωπολιτικού άξονα με αντικειμενικό πολιτικό στόχο τη σύναψη πελατειακών σχέσεων με τους ισχυρούς δρώντες του διεθνούς συστήματος. Πρόκειται για τη διαμόρφωση μιας αμφίδρομης ανταλλακτικής σχέσης υπηρεσιών-ωφελημάτων μεταξύ κρατών διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, εδραζόμενη στο στοιχείο της αμοιβαιότητας και στην ανάπτυξη ενός διαδραστικού πλαισίου αμοιβαίων-ανταποδοτικών συναλλαγών σε επιθυμητά-επιζητούμενα αγαθά-υπηρεσίες. Συνεπαγόμενα τα προσδοκώμενα οφέλη αντανακλώνται σε παροχές και υπηρεσίες μεταξύ των δυο συμβαλλόμενων κρατών. Ειδικότερα η δυνατότητα του κράτους-προστάτη για την παροχή ετερόφωτων πηγών ισχύος και ανταλλαγμάτων (προστασία-ασφάλεια έναντι εξωτερικών απειλών, πολιτικοδιπλωματική, οικονομική, τεχνολογική και στρατιωτική υποστήριξη, σταθεροποίηση του εσωτερικού πολιτικού συστήματος, κ.α.) αποτελεί και το προσδιοριστικό κριτήριο για την προσέλκυση και ένταξη των λιγότερο ισχυρών κρατών στη σφαίρα επιρροής του.

Τοιουτοτρόπως στις παροχές που προσφέρει ο πελάτης εμπερικλείονται, μεταξύ και άλλων, η ελεύθερη πρόσβαση και χρήση στις στρατιωτικές, λιμενικές και τηλεπικοινωνιακές του εγκαταστάσεις, στους πλουτοπαραγωγικούς του πόρους, η χορήγηση αδειών ελευθεροπλοίας, ερευνών, εγκαταστάσεων, καθώς και η πολιτικό-ιδεολογική του σύμπλευση με τις κεντρικές αρχές της εξωτερικής πολιτικής του κράτους-προστάτη σε διεθνείς θεσμούς-οργανισμούς.

Ωστόσο, η διαπραγματευτική ισχύς του λιγότερου ισχυρού κράτους είναι απότοκη της διαμορφωθείσας κατανομής ισχύος σε πλανητικό επίπεδο. Γεγονός που αντικατοπτρίζεται στο είδος-μέτρο των εξωτερικών του απειλών (μία άμεση και υψηλού βαθμού απειλή περιορίζει τις επιλογές του λιγότερου ισχυρού κράτους) και στη διαθεσιμότητα άλλων Μεγάλων Δυνάμεων που δύναται να προσφέρουν ανάλογη πολιτικοοικονομική-στρατιωτική υποστήριξη, σε συνδυασμό με το βαθμό εξάρτησης του κράτους προστάτη στις παροχές του πελάτη και των πολιτικοδιπλωματικών ικανοτήτων της πολιτικής ηγεσίας του δεύτερου. Αυτό, γιατί, όπως ορθά επισημαίνει ο Π. Κονδύλης, (Πλανητική πολιτική μετά τον Ψυχρό πόλεμο, σ.156) οι κινήσεις στο πολιτικοδιπλωματικό πεδίο αποδίδουν ανάλογα με το «ἱστορικὸ καὶ κοινωνικὸ βάρος τῶν ἀντίστοιχων συλλογικῶν ὑποκειμένων, τὸ ὁποῖο ὅλοι ἀποτιμοῦν κατὰ μέσον ὅρο παρόμοια, ὅπως γίνεται καὶ μὲ τὰ ἐμπορεύματα στὴν ἀγορὰ».

Αντίστροφα, η αύξηση της γεωπολιτικής-γεωοικονομικής-γεωστρατηγικής σημασίας ενός λιγότερο ισχυρού κράτους δύναται να λειτουργήσει ανταγωνιστικά για τις εκάστοτε Μεγάλες Δυνάμεις, οδηγώντας είτε σε διμερείς πολιτικοστρατηγικές εξισορροπήσεις, είτε στην εφαρμογή στρατηγικών κατατριβής τρίτων.

Εν κατακλείδι, η εγκαθίδρυση ενός πλαισίου πελατειακών σχέσεων μεταξύ κρατών διαφορετικής βαθμίδας ισχύος, ιεραρχείται υψηλά στις προτεραιότητες τόσο του προστάτη, επειδή του προσφέρει ένα εύκολα μετρήσιμο και διεθνώς αναγνωρίσιμο πολιτικό και στρατηγικό πλεονέκτημα σε σχέση με τους αντιπάλους του, όσο και του πελάτη, επειδή συμβάλει άμεσα στην μεγιστοποίηση της ασφάλειάς του. Ταυτόχρονα διανοίγει ένα παράθυρο ευκαιρίας για το λιγότερο ισχυρό κράτος, να εκμαιεύσει επιπρόσθετα πολιτικοστρατιωτικά και οικονομικά οφέλη, αξιοποιώντας την παγίδα επενδύσεως του ισχυρού, απότοκη των συγκριτικών πλεονεκτημάτων που του προσδίδει. Υπό αυτό το πρίσμα δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει η άρνηση της Τουρκίας να συγκατατεθεί στο «αμυντικό σχέδιο του ΝΑΤΟ για τις χώρες της Βαλτικής (Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία) και την Πολωνία απαιτώντας από τη βορειοατλαντική συμμαχία να προσφέρει στην Άγκυρα περισσότερη πολιτική στήριξη στην μάχη της ενάντια στους Σύρους Κούρδους μαχητές της πολιτοφυλακής Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG) στη βόρεια Συρία».

|

Δημοφιλή