Τα απανωτά διπλωματικά χαστούκια από ΗΠΑ και ΕΕ στην Τουρκία, μετά το άνοιγμα της βεντάλιας των προκλήσεών της σε Αθήνα και Λευκωσία, σε συνδυασμό με την έντονη πολιτικοδιπλωματική δράση της πρώτης για τη διεθνοποίηση του ζητήματος, προδηλώνοντας ταυτόχρονα την αποτρεπτική της απειλή για το απαραβίαστο της εδαφικής της ακεραιότητας, δεν θα πρέπει να προκαλούν ευσεβείς πόθους για την αναστροφή της διαμορφωθείσας κατάστασης σε Αιγαίο και Κύπρο.
Τούτου λεχθέντος και με αφορμή την οριζόντια και κάθετη κλιμάκωση των αναθεωρητικών αξιώσεων ισχύος της Άγκυρας, από τον Έβρο μέχρι την Κρήτη και την Κύπρο, επανερχόμαστε στη ρεαλιστική πραγματικότητα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Αφετηριακά προσημειώνουμε την απαράλλακτη γεωπολιτική σημασία και περιφερειακή πρωτοκαθεδρία της Άγκυρας για τις μεγάλες δυνάμεις του διεθνούς συστήματος, λόγω της τοπογεωγραφικής της θέσης και της στρατιωτικής της ισχύος, που την αναγάγουν σε γεωπολιτικό άξονα (ως μια περιφέρεια ζωτικής σημασίας για τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ-Ρωσίας) και γεωστρατηγικό δρώντα (λόγω της δυνατότητάς της, για προβολή στρατιωτικής ισχύος πέρα από τα σύνορά της).
Χωρίς να παραγνωρίζουμε το γεγονός της υπερεπέκτασης των πολιτικών της στόχων, σε συνάρτηση με την βαθιά οικονομική κρίση που διάγει, δεν δύναται να διαμφισβητηθεί η ιδιάζουσα σημασία που ενέχει για τις ΗΠΑ, αναφορικά με την προάσπιση-προαγωγή των αξονικών τους συμφερόντων στην περίμετρο της Ευρασίας. Ήδη από τη δεκαετία του 50’, η Τουρκία αναδεικνύεται σε γεωπολιτικό άξονα (λειτουργώντας είτε ως ανάχωμα προς το ανατολικό μπλοκ, είτε ως προγεφύρωμα για τις κρίσιμες περιφέρειες) για την εφαρμογή της στρατηγικής ανάσχεσης των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε έκθεση του αναπληρωτή υπουργού εξωτερικών των ΗΠΑ για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις, Lawrence Eagleburger, (5 Σεπτεμβρίου 1981):
Η Τουρκία είναι μια χώρα ζωτικής σημασίας για ένα ευρύ φάσμα σημαντικών συμφερόντων των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο, στη Δυτική Ευρώπη, στη Νοτιοδυτική Ασία και στο ΝΑΤΟ. Είναι το πλησιέστερο σημείο του ΝΑΤΟ που θα μπορούσε να απειλήσει άμεσα τη σοβιετική «καρδιά της γης». Είναι επίσης το πλησιέστερο σημείο του ΝΑΤΟ που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την άμεση μετακίνηση κατευθείαν στη Νοτιοδυτική Ασία. Η αξία της Τουρκίας για τη Δύση, πραγματική και δυνητική, είναι επομένως τεράστια [...]
Η γεωγραφία και η ιστορία καθιστούν την Τουρκία ένα σταυροδρόμι για τα θεμελιώδη συμφέροντα ασφαλείας των ΗΠΑ. […]. Η Τουρκία είναι επίσης αναπόσπαστο μέρος του ιστού των ανατολικών μεσογειακών θεμάτων. Έχει μεγάλη επιρροή στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ σε σχέση με την Ελλάδα και την Κύπρο. Το αντίστροφο δεν είναι λιγότερο αληθές. Για τον λόγο αυτό, πρέπει να εξετάσουμε και την Τουρκία υπό το πρίσμα των άλλων σημαντικών συμφερόντων των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο.
Υπό το ανωτέρω πρίσμα, είναι εύλογες οι συνεχείς πελατειακές διακυμάνσεις της τουρκικής διπλωματίας με ΗΠΑ-Ρωσία-Ε.Ε., λόγω του υψηλού γεωπολιτικού της βάρους σε συνδυασμό με την ενεργή πολιτικοστρατιωτική της παρουσίας στην ευρύτερη περιφέρειά της, διαδραματίζοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανασυγκρότηση του μελλοντικού εσωτερικού πολιτικού καθεστώτος σε Συρία και Λιβύη. Συνακόλουθα και σε συνάρτηση με τους διαμορφωθέντες γεωπολιτικούς-γεωστρατηγικούς συσχετισμούς ισχύος αναφύεται και το ερώτημα περί του μεγέθους των αξιώσεων ισχύος της Τουρκίας σε Ελλάδα-Κύπρο. Ειδικότερα στη συγκαιρινή περίπτωση που η Άγκυρα έχει ήδη δεσμεύσει μια θαλάσσια ζώνη «νοτίως της Κρήτης», κατ’ εφαρμογή του τουρκολιβυκού μνημονίου, για να προχωρήσει σε γεωτρήσεις, το ενδεχόμενο της υπέρβασης των κόκκινων γραμμών της Αθήνας είναι ανοιχτό. Ωστόσο η πιθανότητα μιας γενικευμένης σύρραξης με την Ελλάδα χρήζει συνεξέτασης με τις ακόλουθες προσδιοριστικές παραμέτρους:
1. Κανένα κράτος, ακόμα και το πλέον αναθεωρητικό, δεν θα χρησιμοποιήσει ένοπλη βία (την πλέον ευμεγέθη σε κόστος στρατιωτική στρατηγική) για την ικανοποίηση συμφερόντων που δεν συνέχονται με την επιβίωσή του.
2. Υπό το πρίσμα της διαμορφωθείσας διεθνούς τάξης και των αναγνωρισμένων αναγκαστικών κανόνων του διεθνούς δικαίου (jus cogens), η χρήση ένοπλης βίας στο διεθνές σύστημα με μοναδική εξαίρεση τη νόμιμη άμυνα, αφενός συνιστά απειλή τη διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, κινητοποιώντας το μηχανισμό συλλογικής ασφάλειας του κεφ. 7 του χάρτη των Η.Ε. και αφετέρου προκαλεί διλλήματα ασφάλειας στους περιφερειακούς συνδαιτυμόνες του επιβουλέα δημιουργώντας εξισορροπητικούς συνασπισμούς.
3. Μελετώντας την ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η Άγκυρα δεν έχει αποδείξει ότι είναι διατεθειμένη να προχωρήσει σε έναν γενικευμένο πόλεμο με την Αθήνα. Τουναντίον με ανοιχτά τα πολεμικά της μέτωπα(Κουρδικό-Συρία) και χωρίς αυτό να αποτελεί θέσφατο, καθόσον ο πόλεμος παραμονεύει διαρκώς στο βάθος της διεθνούς πολιτικής, θα πρέπει να διακρίνουμε τις διαφορετικές χρήσεις και διαβαθμίσεις της ένοπλης ισχύος που προσφεύγει η Άγκυρα είτε για να ανασχέσει (βόρεια Συρία), είτε για να εκμηδενίσει (Κουρδικό), είτε για να δημιουργήσει τετελεσμένα (βόρεια Συρία, Κύπρος).
4. Η στρατηγική υπερεπέκταση της Άγκυρας απόρροια των υψηλών δημοσιονομικών της ελλειμμάτων και των πολλαπλών πολιτικών δεσμεύσεων που έχει αναλάβει στο περιφερειακό της υποσύστημα λειτουργεί απαγορευτικά σε μια γενικευμένη σύρραξη.
5. Το στρατηγικό εγχείρημα της Τουρκίας για την άσκηση ρόλου και την απόκτηση θέσης περιφερειακού ηγεμόνα εγείρει διλήμματα ασφαλείας για τους τρίτους κρατικούς δρώντες δημιουργώντας παράλληλα γεωστρατηγικούς προβληματισμούς για τις μεγάλες δυνάμεις που ελέγχουν ή επιχειρούν να κατέλθουν στην περίμετρο της Ευρασίας.
6. Η εφαρμογή μιας στρατηγικής εξαναγκαστικής διπλωματίας, με την επίδειξη στρατιωτικής ισχύος στα θαλάσσια και εναέρια καθεστώτα σε Αιγαίο και Κύπρο, ενέχει υψηλό οικονομικό-πολιτικό κόστος.
Οι ανωτέρω εξαχθείσες παράμετροι σε συνδυασμό με την ήδη πραγματωθείσα αλλαγή στις σχέσεις ισχύος - εξουσίας μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας, με τη δεύτερη να χρησιμοποιεί το πλεονάζον γεωπολιτικό της δυναμικό και τις αθρόες μεταναστευτικές ροές για να πλήξει την πρώτη, καθιστούν την πιθανότητα ενός γενικευμένου Ελληνοτουρκικού πολέμου μια ανορθολογική πολιτική επιλογή για την Άγκυρα. Τουναντίον το ερώτημα για το ενδεχόμενο ενός θερμού επεισοδίου αντίστοιχης ή μεγαλύτερης έντασης/έκτασης με την περίπτωση των Ιμίων είναι κάτι το οποίο δεν μπορεί να προβλεφθεί, ούτε να αποκλεισθεί. Γιατί ενώ η λειτουργία του αμερικανικού παράγοντα–διεθνής αποτροπή– περιορίζει τις πιθανότητες μιας γενικευμένης ελληνοτουρκικής σύρραξης, δεν μπορεί ν’ αποκλείσει το στοιχείο του λάθους, του τυχαίου ή ενός ατυχήματος, που θα οδηγούσε σε μια ανεξέλεγκτη κλιμάκωση της έντασης με απρόβλεπτες συνέπειες. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να συνεκτιμηθεί εάν και σε ποιο βαθμό ένα θερμό επεισόδιο, εξυπηρετεί τον αντικειμενικό πολιτικό στόχο της Άγκυρας, οδηγώντας την Αθήνα σε διμερείς διαπραγματεύσεις για την ολοκληρωτική αναθεώρηση του εδαφικού καθεστώτος σε Αιγαίο και Κύπρο.