Η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου με τη σημερινή – εκφυλισμένη -μορφή του αποτελεί πλέον ένα ισχυρό κοινό πολιτικό «τόπο» για όλους όσοι πιστεύουν ότι τα ακαδημαϊκά Ιδρύματα πρέπει να προστατευτούν από τη βία, την ανομία, την καταπάτηση δικαιωμάτων και ελευθεριών των πολιτών και από την παράνομη δράση οργανωμένων παραβατικών ομάδων. Ωστόσο, από τον κοινό πολιτικό «τόπο» μέχρι την εγκαθίδρυση μιας νέας κανονικότητας στα Πανεπιστήμιά μας, η απόσταση φοβούμαι πως είναι μεγάλη. Η νομοθετική κατάργηση του ασύλου ή διαφορετικά ο επαναπροσδιορισμός του νομικού καθεστώτος του είναι μια αναγκαία συνθήκη, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής, αν δεν υπάρξει σταθερή πολιτική βούληση τόσο της Πολιτείας, όσο και της πανεπιστημιακής κοινότητας- ένα σταθερό μέτωπο της Δημοκρατίας και των θεσμών της απέναντι στην ανομία.
Είναι ενδεικτικό ότι από νομοθετικής άποψης, οι πρωτοβουλίες των Κυβερνήσεων της τελευταίας δεκαετίας – με κύριες αυτές του ΠΑΣΟΚ του 2011 και του ΣΥΡΙΖΑ του 2017-διαφέρουν στην αναγνώριση η μη της αρμοδιότητας στις Πανεπιστημιακές αρχές να αποφασίζουν, σε ορισμένες μόνο περιπτώσεις, την κλήση της δημόσιας δύναμης, ώστε αυτή να επεμβαίνει εντός πανεπιστημιακού χώρου. Σύμφωνα με τον ν. 4009/2011, σε περίπτωση τέλεσης αξιόποινων πράξεων εφαρμόζεται η κοινή νομοθεσία, ενώ σύμφωνα με τον ν.4485/17 όταν η επέμβαση της αστυνομίας δεν γίνεται αυτεπάγγελτα, ζητείται μετά από απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου. Η φαινομενικά τεχνική και επουσιώδης αυτή διαφορά κρύβει την ουσία του προβλήματος, ένα παιγνίδι ρόλων, μικροκομματικών σκοπιμοτήτων, μια διαρκή διελκυστίνδα επίρριψης ευθυνών σε κάποιους «άλλους», συγκρούσεις μηδενικού κέρδους και μεγάλου ακαδημαϊκού και κοινωνικού κόστους, δηλαδή κρύβει την πραγματικότητα για το άσυλο.
Η πραγματικότητα για το άσυλο είναι ότι αποτελεί μία μεγάλη δημοκρατική κατάκτηση της μεταπολίτευσης που καθιερώθηκε νομοθετικά για πρώτη φορά από την πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με τον ν.1268/1982 και για τριάντα χρόνια δοκιμάστηκε σοβαρά από πολιτικές, κοινωνικές και φοιτητικές κινητοποιήσεις. Στην πορεία, μετατράπηκε σε ένα είδος εσωτερικής «θρησκείας» -σε ένα τοτέμ- για την πανεπιστημιακή κοινότητα, ταυτόχρονα με τη διαρκή αναπόληση του ένδοξου ιστορικού παρελθόντος των μεγάλων φοιτητικών αγώνων, ενώ ακολούθησε τα μετέωρα βήματα ωρίμανσης της Δημοκρατίας και των θεσμών μας. Μεταλλάχθηκε ωστόσο, και από τη δημοκρατική κατάκτηση της προστασίας των δημοκρατικών αξιών, των ακαδημαϊκών ελευθεριών στην έρευνα και στη διδασκαλία, την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, της προστασίας του δικαιώματος στη γνώση, μεταβλήθηκε σε μία αυτοδιαχειριζόμενη πολλές φορές εξουσία διαφόρων ομάδων στους πανεπιστημιακούς χώρους, ακόμα και ενάντια στη βούληση και τις αποφάσεις της πανεπιστημιακής κοινότητας.
Τα τελευταία χρόνια, το άσυλο εκφυλίστηκε σε ασυλία και αυθαιρεσία, με βάρβαρες παραβιάσεις και προσβολές εναντίον προσώπων και καταστροφές εγκαταστάσεων. Ακαδημαϊκοί δάσκαλοι και φοιτητές απειλήθηκαν, προπηλακίστηκαν, κινδύνεψαν και κακοποιηθήκαν, κτίρια, γραφεία και εργαστήρια βανδαλίστηκαν από «γνωστούς-αγνώστους», πανεπιστημιακοί χώροι χρησιμοποιήθηκαν ως αποθήκες ναρκωτικών, παράνομων προϊόντων και εκρηκτικών υλών ή ως ορμητήρια για μάχες του δρόμου με την αστυνομία. Τα χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, η δήθεν υπεράσπιση του ασύλου ταυτίστηκε με τη μεγαλύτερη δυνατή ανοχή στην ανομία και στη δράση των κάθε είδους «συλλογικοτήτων» της καταστροφής.
Η αλήθεια είναι ότι το άσυλο δεν το προστάτευσε επαρκώς, με ευθύνη και αποφασιστικότητα, η ίδια η Πανεπιστημιακή κοινότητα, αλλά κυρίως η επίσημη Πολιτεία, η οποία, όταν δεν ήταν συνυπεύθυνη για την κατάλυσή του, υπήρξε απαθής ή τόσο διακριτικά απούσα, ώστε να αποφεύγει το πολιτικό κόστος της σύγκρουσης με τέτοιου είδους παθογένειες. Στο πρόσφατο παρελθόν, πολλές φορές οι πανεπιστημιακές αρχές ζήτησαν την επέμβαση της αστυνομίας για εγκληματικές πράξεις στους χώρους των Ιδρυμάτων, αλλά η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη αγνόησε τις εκκλήσεις. Έτσι, βαθμιαία συντηρήθηκαν και αυξήθηκαν οι καταλήψεις ετών (!), άνθησε κάθε είδους παράνομο εμπόριο στους προαύλιους χώρους των Πανεπιστημίων, δημιουργήθηκε το «άβατο» των Εξαρχείων και η προέκτασή του στην Πατησίων. Πάνω σε αυτές τις εκφυλιστικές καταστάσεις διαμορφώθηκε πλέον, με μεγάλη κοινωνική και πολιτική συναίνεση, ο κοινός «τόπος» της κατάργησης του ασύλου.
Πράγματι, το άσυλο με τη σημερινή του μορφή πρέπει να καταργηθεί. Προϋπόθεση για να υπάρξει μία νέα κανονικότητα στα Πανεπιστήμια, αλλά και για να σταλεί ένα θετικό μήνυμα στην κοινωνία αποτελεί η θεσμική αναγνώριση ότι το πανεπιστημιακό άσυλο καλύπτει αποκλειστικά τις ακαδημαϊκές ελευθερίες, το δικαίωμα στη γνώση, στην ελεύθερη έρευνα και διδασκαλία και στην ελεύθερη διακίνηση των ιδεών. Σε περίπτωση τέλεσης πλημμελημάτων ή κακουργημάτων η επέμβαση της δημόσιας δύναμης μπορεί να γίνεται είτε αυτεπάγγελτα, είτε μετά από πρόσκληση του Πρύτανη. Στην πρώτη περίπτωση, η επέμβαση της Αστυνομίας πρέπει να γίνεται μετά από ενημέρωση του Πρύτανη και παρουσία εισαγγελικού λειτουργού. Επίσης, οι Πανεπιστημιακές αρχές πρέπει να έχουν τη δυνατότητα, αλλά και την υποχρέωση να μεριμνούν για την ασφάλεια των προσώπων και των εγκαταστάσεων στα Ιδρύματα.
Αν όλα αυτά θεσμοθετηθούν, τότε θα μένει να υλοποιηθεί το κύριο, δηλαδή η πολιτική βούληση του κράτους να προστατεύσει τις ακαδημαϊκές ελευθερίες έναντι αυτών που τις παραβιάζουν στους χώρους των Ιδρυμάτων. Αλλά και η πανεπιστημιακή κοινότητα να νοιώσει το χώρο των Πανεπιστημίων ως δικό της χώρο, άρα ως «υπερασπίσιμο χώρο», στον οποίο δεν ανήκουν μπάχαλοι, έμποροι ναρκωτικών, παρακρατικοί και άλλες συναφείς κατηγορίες…Και τότε θα πετύχει.
Νομίζω ότι αυτό είναι καιρός να γίνει!
*Του Καθηγητή Θεόδωρου Π. Παπαθεοδώρου, πρ. Πρύτανη Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, πρ. Υφυπουργού Παιδείας