Τα παιδιά σας, δεν είναι παιδιά σας.
Είναι οι γιοί και οι κόρες της λαχτάρας της ζωής, για τη ζωή.
“Ερχονται στη ζωή με τη βοήθειά σας, αλλά όχι από εσάς,
και -μόλο που είναι μαζί σας- δεν ανήκουν σε σας.
Μπορείτε να τους δώσετε την αγάπη σας,
όχι όμως και τις ιδέες σας,
γιατί αυτά έχουν δικές τους ιδέες.
Μπορείτε να δώσετε μια στέγη στο σώμα τους,
όχι όμως και στη ψυχή τους,
γιατί η ψυχή τους κατοικεί στο σπίτι του αύριο,
που εσείς δε μπορείτε να επισκεφτείτε ούτε στα όνειρά σας.
Χάλιλ Γκιμπράν, «Τα παιδιά»
Ξεκινούν οι Πανελλήνιες. Την ίδια ώρα ο πληθωρισμός έχει δυσκολέψει τη ζωή μας, τα ενοίκια είναι στα ύψη, όλοι είναι αγχωμένοι και ειδικά οι γονείς που έχουν να σκεφτούν όχι μόνο τον εαυτό τους, αλλά και τα τέκνα τους. Θα αναρωτηθεί κανείς εύλογα τι σχέση έχει αυτή η δυσοίωνη πραγματικότητα με τον Χαλίλ Γκιμπράν. Μπορεί επίσης να σκεφτεί ότι ωραία η ποίηση όταν είμαστε στην εφηβεία, αλλά στην αληθινή ζωή υπάρχουν αληθινά προβλήματα και ο λυρισμός περιττεύει. Η αλήθεια είναι πως όσα έχουμε ζήσει τα τελευταία χρόνια δικαίωσαν περίτρανα τον Λιβανέζο ποιητή που έγραψε αυτό το ποίημα, το οποίο μαζί με άλλα εκδόθηκε το 1923 και αποτελούσαν τη συλλογή «Ο Προφήτης».
Ας θυμηθούμε σε ποια κοινωνία μεγαλώσαμε, εμείς οι γονείς που είμαστε τώρα σαράντα ή πενήντα ετών. Μεγαλώσαμε σε μια κοινωνία όπου οι γονείς κυνηγούσαν την «εξασφάλιση». Έχτιζαν τριώροφα που θα στέγαζαν όλα τα παιδιά στα ενήλικά τους χρόνια και είχαν λόγο στις σπουδές τους. Πολλές φορές αποφάσιζαν ποιο επάγγελμα θα ασκήσουν, μπορεί να ήταν στην οικογενειακή επιχείρηση ή μπορεί να ήταν «γιατρός», επειδή αυτό ήταν το καλύτερο και όλοι τότε ήθελαν να είναι οι καλύτεροι. Μπορεί να ήταν και μια θέση στο δημόσιο. Ανάλογα με τα όνειρά του ο καθένας. Οι γονείς αυτής της γενιάς «πάλευαν» για να είναι τα παιδιά τους εξασφαλισμένα, να μην τους λείψει τίποτα, να πάνε όλα ρολόι και να έχουν τη ζωή που οι ίδιοι θεωρούσαν ότι έπρεπε να έχουν βασισμένοι συνήθως στις υποδείξεις μιας κοντόφθαλμης κοινωνίας. Μα «όταν κάνεις σχέδια, ο Θεός γελάει», έλεγε ο σοφός λαός.
Ας πάμε λοιπόν στα παιδιά αυτών γονέων και στις ζωές που κλήθηκαν να ζήσουν πολλά από αυτά τελικά. Πτυχία χωρίς αντίκρισμα, ανεργία, απλήρωτοι ή πολύ χαμηλοί μισθοί, χρέη, αδυναμία να φύγουν από το πατρικό σπίτι, μετανάστευση, αφύσικα υψηλά ενοίκια, πνιγηρή φορολογία στις επιχειρήσεις, εκπαιδευτικό σύστημα που ζητά ιδιαίτερα από την πρώτη δημοτικού, ανύπαρκτη δημόσια υγεία, πανδημία, καραντίνες και πολλά άλλα που όλοι ξέρουμε και ζούμε. Πόσο μας εξασφάλισε τελικά αυτή η γενιά που είχε προγραμματίσει τα πάντα με τόσες λεπτομέρειες;
Εν τέλει, αυτή η εξασφάλιση των παιδιών μας είναι κάτι που όντως μπορούμε να κυνηγήσουμε ως γονείς; Έχω τη γνώμη πως όχι, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είμαστε θεοί. Είμαστε άνθρωποι με όρια. Η ψευδαίσθηση ότι ένας γονιός μπορεί να ξέρει, μπορεί να φτιάξει το μέλλον του παιδιού του βασίζεται σε αυτό που λέμε στην Ψυχολογία «αίσθηση παντοδυναμίας» και «ανάγκη ελέγχου». Στην πραγματικότητα δεν αγαπάμε αληθινά αυτόν που πάμε να ελέγξουμε, αλλά τον πνίγουμε και δεν τον αφήνουμε να ανθίσει. Δεν μπορούμε να καθορίσουμε την τροπή του μέλλοντος γιατί δεν έχουμε υπερφυσικές δυνάμεις, ούτε να το προβλέψουμε, εκτός αν δηλώνουμε μέντιουμ.
Ειδικά σήμερα ποιος μπορεί να ξέρει ποιο είναι το επάγγελμα του μέλλοντος; Κάποτε μια δουλειά σε τράπεζα ήταν ιδανική. Πλέον στις τράπεζες μεγάλος αριθμός εργαζομένων έχει αντικατασταθεί από προγράμματα υπολογιστών και αυτόματους τηλεφωνητές. Κάποτε κάποιοι νέοι γίνονταν μηχανικοί και αρχιτέκτονες για να βγάλουν πολλά χρήματα, σήμερα δεν χτίζει κανείς.
Μπορούμε άραγε να ξέρουμε πώς θα είναι η οικονομική και κοινωνική κατάσταση της χώρας σε 20 χρόνια; Μπορούμε να ξέρουμε ποια επαγγέλματα θα έχει αντικαταστήσει η Τεχνητή Νοημοσύνη; Δεν μπορούμε, όπως δεν μπόρεσαν και οι γονείς μας. Ακόμη και τα ακίνητα που ήταν πάντα μια πηγή εύκολου εισοδήματος, υπήρξε περίοδος που ήταν βάρος, που ήταν ξενοίκιαστα. Αν θυμηθεί κανείς όσα έλεγαν οι γονείς το 1990 για το μέλλον των παιδιών τους πριν τις Πανελλήνιες, ή θα γελάσει ή θα κλάψει. Όπως το βλέπει κανείς.
Το σπίτι του αύριο, όπως λέει λυρικά ο Γκιμπράν, δεν μπορούμε να το επισκεφτούμε. Τι μπορούμε να κάνουμε λοιπόν σε αυτή τη χώρα, που κατατρώει το μέλλον των παιδιών μας;
Μπορούμε για αρχή να βλέπουμε τα παιδιά μας, όχι σαν δικά μας αντικείμενα, αλλά σαν ανθρώπους που θα πάρουν τους δικούς τους δρόμους. Η ζωή τους θα έχει δυσκολίες, όπως όλων. Μπορούμε να παλεύουμε με την υπερπροστασία που συνοδεύει την ελληνική ανατροφή. Μπορούμε να τα ακούμε και να μην τους φορτώνουμε τα δικά μας όνειρα ελπίζοντας ότι θα γίνουν σπουδαίοι καλλιτέχνες, αθλητές ή επιστήμονες.
«Το μεγαλύτερο βάρος για ένα παιδί είναι η ζωή που δεν έζησαν οι γονείς του», έχει γράψει ο Καρλ Γιουνγκ.
Εν τέλει, χρειάζεται να αποδεχτούμε πόσο λίγα μπορούμε να κάνουμε, για να μην πεθάνουμε από άγχος στα σαράντα πέντε μας ή να μην μας βλέπουν τα παιδιά μας μόνιμα κουρασμένους, καταθλιπτικούς κι απελπισμένους. Αν κάτι τους οφείλουμε, είναι να έχουμε ελπίδα και αντοχή στα δύσκολα.
Καμία κρίση δεν έρχεται χωρίς μια ευκαιρία. Την πανδημία κακώς βιαστήκαμε να την ξεχάσουμε, γιατί ήρθε με ένα σπουδαίο μήνυμα. Ξυπνάς ένα πρωί και έχουν έρθει τα πάνω-κάτω και καλείσαι απλώς να επιβιώσεις με όποιον τρόπο μπορείς.
Επιτυχημένος άνθρωπος σε έναν κόσμο που αλλάζει τόσο ραγδαία θα είναι μόνο ο ευέλικτος.