«Το χωράφι της τρομοκρατίας θέλει διαρκώς ξεχορτάριασμα». Η φράση ειπώθηκε από κορυφαίο στέλεχος της ΕΛ.ΑΣ. μετά την εξάρθρωση της «17 Νοέμβρη», όταν πολλοί τότε πίστεψαν ότι οι συλλήψεις θα σηματοδοτήσουν το τέλος της τρομοκρατίας στη χώρα μας.
Η Αστυνομία μπορεί να έχει πραγματοποιήσει την τελευταία δεκαετία περισσότερες από 100 συλλήψεις μελών του αντάρτικου πόλης, ωστόσο φαίνεται ότι πάντα υπάρχουν «συνεχιστές».
Αυτό τουλάχιστον δείχνουν οι τελευταίες τρεις συλλήψεις της Αντιτρομοκρατικής και ο εντοπισμός όπλων και εκρηκτικών. Οι συλλήψεις, εντούτοις, μπορεί να απέτρεψαν μελλοντικά σχέδια για επιθέσεις αλλά δεν «κόμισαν» στη Δικαιοσύνη στοιχεία που θα μπορούσαν να συνδέσουν τους συλληφθέντες με συγκεκριμένη τρομοκρατική οργάνωση ή συγκεκριμένα χτυπήματα του παρελθόντος.
Οι αστυνομικοί δεν έχουν εντοπίσει – τουλάχιστον μέχρι τώρα - τα στοιχεία που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην εξάρθρωση κάποιας ένοπλης ομάδας, με αποτέλεσμα οι κατηγορίες να αφορούν μόνο στην κατοχή όπλων και εκρηκτικών.
Συγκεκριμένα ο 42χρονος, παλιός «συνεργάτης» του διαβόητου Βασίλη Παλαιοκώστα, κατηγορείται για το αδίκημα της παράβασης του νόμου περί όπλων (σε βαθμό κακουργήματος), ενώ ο 38χρονος και η 36χρονη κατηγορούνται για παράβαση του νόμου περί όπλων (σε βαθμό πλημμελήματος).
Οι αστυνομικοί της Αντιτρομοκρατικής είχαν την «εικόνα» - σε πληροφοριακό επίπεδο - ότι οι συλληφθέντες μπορεί να συνδέονται με την «Ομάδα Λαϊκών Αγωνιστών». Αυτό, ωστόσο, δεν αποτυπώνεται στη δικογραφία της υπόθεσης και έτσι οι Αρχές «σαρώνουν» όλα τα στοιχεία που βρέθηκαν στα σπίτια και στην αποθήκη στο Κουκάκι για να εξακριβώσουν εάν ευσταθούν οι εκτιμήσεις τους.
Στο μικροσκόπιο μπαίνουν υπολογιστές και usb, όπως και τα δύο όπλα που βρέθηκαν στο σπίτι του ενός εκ των δύο ανδρών που συνελήφθησαν.
Σε κάθε περίπτωση, είτε οι συλληφθέντες συνδέονται με την «ΟΛΑ» είτε όχι, για τους αρμόδιους αξιωματικούς της ΕΛ.ΑΣ. η… παλιάς κοπής «Ομάδα Λαϊκών Αγωνιστών» είναι – τουλάχιστον δυνητικά - μία ενεργή τρομοκρατική οργάνωση. Τα δύο Καλάσνικοφ-«σφραγίδες» της οργάνωσης δεν βρέθηκαν ποτέ, το ίδιο και ένα όπλο (magnum 38 special) που είχε χρησιμοποιηθεί στην επίθεση στα γραφεία της Νέας Δημοκρατία στη λεωφόρο Συγγρού.
Ο εντοπισμός των παραπάνω όπλων θα μπορούσε να οδηγήσει στη σύνδεση προσώπων με την οργάνωση, σε αντίθεση με τον εντοπισμό εκρηκτικών που δεν μπορεί να οδηγήσει σε «συνάφεια».
Το κουβάρι της νεοτρομοκρατίας, όπως εξηγούν αστυνομικές πηγές, είναι δυσεπίλυτο: «Από το 2008 και μετά παρατηρήθηκε έντονα το φαινόμενο της πολυδιάσπασης των ομάδων του αντάρτικου πόλης. Δηλαδή, μπορεί να υπήρχαν άτομα που αρχικά συμμετείχαν σε μία ένοπλη ομάδα και στη συνέχεια σε μία άλλη. Επίσης, μπορεί τα μέλη μίας οργάνωσης να… αποσχίζονταν και να πραγματοποιούσαν ένα χτύπημα με διαφορετική επωνυμία. Η διαδικασία αυτή περιπλέκει αναγκαστικά τα πράγματα. Είδαμε οργανώσεις να κάνουν λίγα χτυπήματα και να σιωπούν, είδαμε ομάδες να εξαφανίζονται και άλλες να εμφανίζονται με νέα ονόματα. Επίσης, από το 2008 και εντεύθεν είδαμε ‘παλιούς’ στο αντάρτικο πόλης να γνωρίζουν τους νέους και οι νέοι τους παλιούς. Παλιότερα είχαν διαπιστωθεί και εκπαιδεύσεις των νέων από τους παλιούς. Δεν συνασπίζονται γιατί τους χωρίζουν ιδεολογικές διαφορές. Έχουν όμως κοινούς στόχους. Επίσης, παρατηρείται την τελευταία δεκαετία ότι οι ‘έμπειροι’ του αντάρτικου πόλης (που κατάφεραν να μείνουν ασύλληπτοι και επιδίωξαν να συνεχίσουν την ένοπλη δράση) φροντίζουν να αποσυνδέονται από τις επιθέσεις του παρελθόντος. Δηλαδή να παίρνουν όλα τα μέτρα ούτως ώστε σε περίπτωση σύλληψής του να μη μπορεί να στοιχειοθετηθεί η σχέση τους με παλιότερα χτυπήματα ή η συμμετοχή τους σε κάποια οργάνωση με πολλές επιθέσεις στο ενεργητικό της».
Σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, η «Ομάδα Λαϊκών Αγωνιστών» είναι μία οργάνωση δομημένη (επιχειρησιακά και ιδεολογικά) στα πρότυπα του «Επαναστατικού Αγώνα». Οι δύο αυτές ένοπλες ομάδες ήταν (και είναι) «ανθεκτικές» στο χρόνο, διότι τα μέλη τους –τουλάχιστον τα αρχηγικά- έχουν «σμιλευτεί» με κανόνες της παλιάς γενιάς τρομοκρατών, που έδιναν έμφαση στη «στεγανότητα» και στα ολιγομελή σχήματα. Οι Αρχές εκτιμούν ότι η «ΟΛΑ» ποτέ στην πορεία της δεν αριθμούσε περισσότερα από 6-8 μέλη. .
Η γενιά των «σαραντάρηδων», που σύμφωνα με τους αστυνομικούς αποτελεί τη «ραχοκοκαλιά» της «ΟΛΑ», «εκφραζόταν» μετά την εξάρθρωση της «17 Νοέμβρη» από την οργάνωση «Επαναστατικός Αγώνας» του Νίκου Μαζιώτη και της Πόλα Ρούπα.
Ο «Ε.Α» χτυπούσε αδιάλειπτα από το 2003 μέχρι το 2009. Ακολούθησαν οι συλλήψεις των μελών του και ο εντοπισμός των κρησφύγετων της οργάνωσης. Παράλληλη δράση με την «ΟΛΑ» υπήρξε μόνο το 2014, όταν ο «Ε.Α.» ανέλαβε την ευθύνη για τη βομβιστική ενέργεια με στόχο την Τράπεζα της Ελλάδος στην οδό Αμερικής, καταφέρνοντας να γίνει η πρώτη οργάνωση που εμφανίστηκε ξανά μετά την επίσημη εξάρθρωσή της από τις Αρχές.
Στο μεταξύ, τα «ορφανά» αποτυπώματα, δηλαδή αυτά που δεν έχουν ταυτοποιηθεί, τα οποία έχουν βρεθεί κατά καιρούς σε γιάφκες τρομοκρατικών οργανώσεων από το 2009 και μετά, αποδεικνύουν με έμμεσο τρόπο ότι υπάρχουν τρομοκράτες «άγνωστοι» στις Αρχές. Εκτός, όμως, από τους άγνωστους, η Αστυνομία έχει στη διάθεσή της και λίστα με «εξαφανισμένους» υπόπτους. Άτομα, δηλαδή, που είχαν τεθεί κάποια στιγμή στο παρελθόν σε διακριτική παρακολούθηση ως ύποπτοι, τα οποία έχουν εξαφανιστεί από προσώπου γης.