Χρόνια τώρα επισκέπτομαι ένα μικρό ορεινό χωριό του νομού Άρτας.
Φτωχικό χωριό το Γιαννιώτι, συνοικισμός ενός λίγο μεγαλύτερου που λέγεται Σκουληκαριά, έχει την τύχη να περιβάλλεται από δάσος. Ελάχιστοι οι κάτοικοι, κυρίως ηλικιωμένοι, με τον πληθυσμό τους να φθίνει από χρόνο σε χρόνο. Καμιά πενηνταριά άνθρωποι διαμένουν εκεί μόνιμα το χειμώνα. Όλοι γνωρίζονται με το μικρό τους όνομα. Τα παιδιά τρία όλα και όλα!
Κάποτε το χωριό είχε από 200 έως 300 κατοίκους και στέγαζε ένα μονοθέσιο σχολείο με 50 παιδιά! Κάποιοι από εκείνους τους παλιούς μαθητές θυμούνται σήμερα να κάθονται σε μακρόστενους πάγκους όλοι μαζί, πλάι – πλάι, και να παρακολουθούν το μάθημα. Ο δάσκαλος έκανε το μάθημα σε δύο δόσεις, όπως ήταν το σύστημα τότε, τη μια το πρωί και την άλλη το απόγευμα.
Η προσφορά του δεν τελείωνε εκεί. Το βράδυ παρέδιδε εθελοντικά μαθήματα στα ενήλικα κορίτσια του χωριού που ήθελαν να μάθουν λίγα γράμματα μιας και οι συνθήκες δεν τους είχαν επιτρέψει να τελειώσουν το δημοτικό σχολείο στην ώρα τους. Την ημέρα τα κορίτσια αυτά είχαν άλλες δραστηριότητες όπως να κεντούν χαλιά μέσω του Οργανισμού Πρόνοιας, να μαζεύουν ρίγανη ή να βοηθούν στις δουλειές τους σπιτιού. Οικοτέχνιδες σαν αυτές τις νεαρές κοπέλες που κεντούσαν στα σπίτια τους υπήρχαν σε πολλές ακριτικές περιοχές της χώρας. Με τον τρόπο αυτό εξασφάλιζαν ένα μικρό εισόδημα δημιουργώντας εργόχειρα με φυσικά χρώματα και ελληνικά παραδοσιακά σχέδια. Η δυνατότητα αυτή είχε δοθεί σαν κίνητρο ώστε οι κάτοικοι να μην εγκαταλείπουν τα χωριά τους. Δυστυχώς τίποτε δεν απέτρεψε την «ερήμωση» της υπαίθρου αφού, αργά ή γρήγορα, οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν λειτούργησαν μάλλον προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Έτσι και το Γιαννιώτι έχασε τη ζωντάνια του και αντί να αναπτύσσεται άρχισε να συρρικνώνεται στο πλαίσιο του αυξανόμενου αστικού συγκεντρωτισμού.
Κάποτε τα Καλοκαίρια μάζευε πολύ κόσμο που ερχόταν να παραθερίσουν ..και μάλιστα με ‘συνταγή’ γιατρού! ..θυμούνται οι ντόπιοι. Ασθενείς με αναπνευστικά προβλήματα κυρίως, βολευόταν όπως – όπως, νοικιάζοντας ακόμη και μικρά καλυβάκια το καλοκαίρι, προκειμένου να γιατρευτούν και να ανακάμψουν στον καθαρό αέρα!
«Φοβάμαι μήπως κάποια στιγμή ερημώσει τελείως το χωριό μου.. λέει με μια έκφραση ανησυχίας η Χριστιάνα, μαθήτρια της πρώτης Γυμνασίου. Είναι υπέροχη η φύση εδώ και θα ήθελα να βλέπω περισσότερο κόσμο να έρχεται, να ζει και να απολαμβάνει τις ομορφιές του.»
Το σχολείο στο Γιαννιώτι έχει πάψει να λειτουργεί εδώ και πολλά χρόνια οπότε τα τρία πιτσιρίκια, ανάμεσά τους και η Χριστιάνα, έπρεπε αναγκαστικά να πηγαίνουν σχολείο στη Σκουληκαριά, όπου λειτουργεί το μονοθέσιο Δημοτικό σχολείο της περιοχής. Η φοίτηση των δυο μεγαλύτερων εξ αυτών συνεχίζεται πλέον στο Γυμνάσιο, και είναι ακόμη πιο περιπετειώδης με καθημερινές μετακινήσεις προς και από ένα κεντρικότερο χωριό, το Διάσελλο, που διαθέτει Γυμνάσιο και Λύκειο. Η τάξη της Χριστιάνας η πρώτη Γυμνασίου έχει 14 παιδιά, το γυμνάσιο και το λύκειο μαζί 65 παιδιά. Ένα λεωφορείο ξεκινάει κάθε πρωί από τη Σκουληκαριά και στη διαδρομή μαζεύει μαθητές, μπαίνοντας και βγαίνοντας διαδοχικά σε καμιά δεκαριά ακόμη μικρά χωριά του Δήμου Καραϊσκάκη, για να τους αποβιβάσει στο τέλος όλους μαζί στο Διάσελλο. Συνολικός χρόνος διαδρομής μία ώρα περίπου το πρωί και άλλη μία το μεσημέρι μέχρι να γυρίσει και ο τελευταίος μαθητής στο χωριό του. Αν και είναι μια μικρή ταλαιπωρία, ειδικά το χειμώνα όλο αυτό το πρωινό ταξίδι, εντούτοις τα παιδιά είναι ικανοποιημένα που τους δίνεται η ευκαιρία νέων γνωριμιών συνταξιδεύοντας παρέα με καινούργιους φίλους από τα διπλανά χωριά.
“Η χειραγώγηση του πνεύματος των παιδιών και η ληστεία της ανθρώπινης φαντασίας που θριαμβεύει στις σύγχρονες κοινωνίες των μεγαλουπόλεων δεν βρίσκουν εύφορο έδαφος στα παιδιά του ‘βουνού και της στάνης”
Εκτός από τη φοίτησή τους στο γυμνάσιο ή το λύκειο πολλά από αυτά τα παιδιά επιστρέφοντας στο χωριό τους το απόγευμα βοηθούν στις καθημερινές δουλειές μέσα και έξω από το σπίτι συμβάλλοντας με τον τρόπο και τον κόπο τους στην επιβίωση της οικογένειάς τους, είτε φροντίζοντας τα μικρότερα αδέλφια τους, ή τις γιαγιάδες τους, ή το κοπάδι των ζώων, σκάβοντας ακόμη και στο χωράφι αν χρειαστεί. Η χαρά και η συγκίνηση είναι μεγάλη όταν σημειώνουν επιτυχίες στις εισαγωγικές εξετάσεις για τα πανεπιστήμια, άσχετα αν στη συνέχεια ξεκινάει ένας νέος αγώνας προκειμένου οι οικογένειες να αντεπεξέλθουν στα έξοδα των σπουδών τους. Μια τέτοια επιτυχία είναι ιδιαίτερα σημαντική αφού πρόκειται για τη δική τους αποκλειστικά προσπάθεια χωρίς τα φροντιστήρια και τις ανέσεις των παιδιών της πόλης.
Ο χειμώνας στο Γιαννιώτι είναι βαρύς και δεν είναι λίγες οι φορές που το χωριό έχει αποκλειστεί από το χιόνι. Το λεωφορείο δεν μπορεί να προσεγγίσει, με αποτέλεσμα οι τρείς μαθητές να μην έχουν πρόσβαση στα μαθήματά τους. Πάντως οι εποχές εδώ είναι τέσσερις και η κάθε μια έχει τη δική της χάρη και την δική της ομορφιά ιδιαίτερα για τα παιδιά που προσαρμόζουν το παιχνίδι και κάποιες δραστηριότητές τους είτε γύρω από το χιονισμένο δάσος το χειμώνα είτε μέσα σε αυτό όταν αρχίζουν να λιώνουν τα χιόνια στα βουνά την άνοιξη. Το ξύπνημα της φύσης φέρνει και τα πρώτα λουλούδια, τα κελαηδίσματα των πουλιών, τα νερά που κατηφορίζουν από το βουνό κελαρύζοντας μέσα στις ρεματιές. Ακολουθεί με λίγη καθυστέρηση λόγω υψομέτρου, η κορύφωση της βλάστησης μέχρι που κάποια στιγμή έρχεται και ο δυνατός ήλιος του καλοκαιριού: Προσπαθώντας να διεισδύσει παντού περνάει ανάμεσα από τα πυκνά πανύψηλα έλατα δίνοντάς τους φανταστικές αποχρώσεις και σχήματα. Και όλα αυτά πριν αρχίσουν κάποιες ξαφνικές μπόρες προειδοποιητικές ότι πλησιάζει το Φθινόπωρο.
Όταν πρωτογνώρισα τη Χριστιάνα, στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού σχολείου τότε, την ονόμασα νεράιδα του δάσους. Αυτή με πήρε, σχεδόν από το χέρι, για να μου δείξει το δάσος. Στο δρόμο πηγαίνοντας μου έλεγε ιστορίες με νεράιδες, ξωτικά και άγρια ζώα. Δεν φαινόταν να τη φοβίζει το παραμικρό. Οι αφηγήσεις της μαρτυρούσαν μια τόσο δυνατή αγάπη για το δάσος λες και ήταν ριζωμένο μέσα στην ψυχή της.
Θυμάμαι που περπατούσαμε σε μονοπατάκια ανάμεσα σε πελώρια έλατα και πλατάνια και ξαφνικά εκείνη πεταγόταν χοροπηδώντας εδώ και εκεί, έτσι που σε δευτερόλεπτα την έχανα από τα μάτια μου ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση από κορμούς, φτέρες, βρύα και θάμνους. Ξαφνικά την έβλεπα να βρίσκεται σκαρφαλωμένη σε ένα δέντρο ή να κατηφορίζει τρέχοντας σε ένα απότομο πρανές. Δεν ξεχνώ αυτές τις εικόνες με τη μικρή νεράιδα του δάσους που ήταν τόσο εξοικειωμένη μαζί του. Αυτό ήταν και παραμένει το φυσικό της περιβάλλον.
Τι θα είχε να ζηλέψει από τη ζωή των παιδιών της πόλης αναρωτιόμουν. Μάλλον εκείνα θα είχαν να ζηλέψουν πολλά αν είχαν βιώσει έστω για λίγο αυτή την αίσθηση ελευθερίας, την εξοικείωση με τη φύση, τα πουλιά, τα ζώα αλλά και τόσα άλλα ερεθίσματα που διεγείρουν τη φαντασία δημιουργικά. Η χειραγώγηση του πνεύματος των παιδιών και η ληστεία της ανθρώπινης φαντασίας που θριαμβεύει στις σύγχρονες κοινωνίες των μεγαλουπόλεων δεν βρίσκουν εύφορο έδαφος στα παιδιά του ‘βουνού και της στάνης’ που είτε σαν προτεραιότητα είτε από ανάγκη αναζητούν το παιχνίδι στη φύση. Τα βιντεοπαιχνίδια και άλλες ηλεκτρονικές εφαρμογές, ακόμη και όταν είναι διαθέσιμα, έρχονται σε δεύτερη μοίρα.
Οι κρύες βραδιές του χειμώνα κοντά στο τζάκι, τα παραμύθια της γιαγιάς, οι αφηγήσεις των οικείων αλλά και των μεγαλύτερων αδελφών της Χριστιάνας, όπως η αναπάντεχη συνάντηση του μεγάλου της αδελφού με το λύκο στο βουνό είναι λίγα μόνο από όσα μπορώ να γνωρίζω συζητώντας με την ίδια.
Ιστορίες με λύκους ακούγονται πολλές στο χωριό κυρίως τα τελευταία χρόνια που έχουν πυκνώσει οι επιθέσεις τους στα κοπάδια των ντόπιων οι οποίοι ζουν κυρίως από την κτηνοτροφία. Οι κάτοικοι γνωρίζουν ότι για κάθε ζώο που τρώει ο λύκος προβλέπεται ένα μικρό χρηματικό ποσό για αποζημίωση. Ας πούμε ότι κάπως έτσι ορίζεται η αντικειμενική αξία ενός ζώου .. Το γεγονός της επίθεσης από μόνο του δεν είναι πάντα εύκολο να αποδειχτεί αλλά ακόμη και αν αποδειχτεί η αποζημίωση δεν μπορεί να ανακουφίσει απόλυτα τον κτηνοτρόφο που σε κάθε περίπτωση προτιμάει το κοπάδι του ζωντανό λόγω εμπορικής και συναισθηματικής αξίας. Κάπως έτσι έγινε και με το κοπάδι της οικογένειας της Χριστιάνας.
“...αν ξαναγραφόταν το παραμύθι με το λύκο και τα κατσικάκια, στη νέα του εκδοχή, η πόρτα θα είχε ίσως ξεχαστεί ανοιχτή...”
Όταν κατάλαβαν ότι ο λύκος είχε κάνει τη ζημιά του, ο αδελφός της έτρεξε να περισυλλέξει ως αποδεικτικό στοιχείο το κεφάλι που φέρει την ταυτότητα του εκλιπόντος ζώου προκειμένου η οικογένεια να διεκδικήσει αποζημίωση για επίθεση από λύκο. Δυστυχώς όχι μόνο δεν βρέθηκε το κεφάλι αλλά ο μεγάλος αδελφός είχε μια δυσάρεστη έκπληξη .. καθώς ήλθε πρόσωπο με πρόσωπο, αντικρίζοντας μπροστά του το λύκο. Πάγωσε το αίμα του.. Για καλή τύχη του παιδιού ο λύκος μάλλον είχε ήδη χορτάσει την πείνα του ..
Οι κάτοικοι έχουν κοπάδια από γιδοπρόβατα που συνήθως βόσκουν σε ένα οροπέδιο, το Γάβρογο, αρκετά πιο ψηλά από το χωριό. Το κρέας αυτών των ζώων είναι εξαιρετικά εύγευστο δεδομένου ότι βόσκουν ελεύθερα σε μέρη με παρθένα βλάστηση και με ποικιλία αρωματικών φυτών.
Διάφοροι έμποροι, φερέγγυοι και αφερέγγυοι, έρχονται από άλλες περιοχές και αγοράζουν καθημερινά το φρέσκο γάλα. Το κάθε σπίτι πήζει το τυρί του με τον παραδοσιακό τρόπο και οι γυναίκες του χωριού παρασκευάζουν επίσης τραχανά και άλλα προϊόντα από γάλα ώστε να έχουν προμήθειες για τις κρύες μέρες του χειμώνα. Οι γιαγιάδες, ενώ ζουν με μια μικρή αγροτική σύνταξη και οι περισσότερες είναι χήρες, στέλνουν μερικά από αυτά τα ‘καλούδια’ και στα εγγόνια τους στην πόλη όταν μπορούν. Δεν παραλείπουν εντούτοις να προσφέρουν κάτι τις ακόμη και στους ξένους όταν επισκέπτονται φιλοξενούμενοι το χωριό τους.
Είναι λοιπόν λογικό κάθε φορά που ο λύκος ή οι λύκοι κάνουν την εμφάνισή τους να προκαλείται μεγάλη αναστάτωση και ανησυχία για την τύχη των κοπαδιών και την επάρκεια των νοικοκυριών σε τρόφιμα. Σε αυτή την περίπτωση ενώ ο λύκος είναι προστατευόμενο είδος, τα κατσικάκια και τα προβατάκια είναι ο ευαίσθητος κρίκος της αλυσίδας, καθώς μένουν εκτεθειμένα και απροστάτευτα. Φαίνεται ότι, παρά το κακό τους image, οι ‘επιχειρήσεις’ των λύκων, ας πούμε κάτι σαν “Wolf Inc”, διατηρούν σταθερή τη χρηματιστηριακή τους αξία.. ιδιαίτερα στο χρηματιστήριο των οικολόγων.
Επομένως αν ξαναγραφόταν το παραμύθι με το λύκο και τα κατσικάκια, στη νέα του εκδοχή, η πόρτα θα είχε ίσως ξεχαστεί ανοιχτή ..χωρίς ο λύκος να χρειάζεται να τα ξεγελάσει τροχίζοντας τη γλώσσα του στο μυλωνά και υποδυόμενος την μητέρα τους. Θα τα έτρωγε με τη μία! .. ανεβάζοντας την τιμή της μετοχής της “Wolf Inc” λόγω επιδόσεων.
Πάντως σε αυτό το φτωχικό χωριό τα παιδιά μεγαλώνουν ακούγοντας παραμύθια, πίνοντας αγνό φρέσκο γάλα, τρώγοντας αυγά από το κοτέτσι ..όταν δεν το επισκέπτεται και αυτό η αλεπού, και αλείφοντας στο ψωμί τους μέλι βουνίσιο με άρωμα έλατου. Το κυριότερο; Δεν είναι κλεισμένα σε κλουβιά, όπως πολλά παιδιά της πόλης, και παίζουν στη φύση ελεύθερα.
Όσο για το λύκο, μιας και η προστασία για τους κτηνοτρόφους περιορίζεται στην αποζημίωση ..η αυτοδικία σε πολλές περιπτώσεις καταλήγει να είναι μια σχετικά συνηθισμένη πρακτική αντιμετώπισης του προβλήματος. Η Χριστιάνα πάντως δεν παύει να προβληματίζεται κάθε φορά που ένα τέτοιο νέο φτάνει μέχρι το χωριό και αυτό παρά την αρνητική εμπειρία με το λύκο που βίωσε ο αδελφός της.
Όταν τη ρώτησα αν και η ίδια έχει δει ποτέ λύκο μου είπε πως όχι. Μου περιέγραψε όμως μια υπέροχη συνάντηση που είχε μια μέρα όπως περπατούσε με τη φίλη της στο δάσος: Δύο υπέροχα ελάφια πέρασαν από μπροστά τους με γρήγορο βήμα. Πριν καλά - καλά τα δυο κοριτσάκια προλάβουν να απολαύσουν αρκετά το μοναδικό αυτό θέαμα τα ελάφια χάθηκαν ανάμεσα στα έλατα. Σαν όνειρο τους φάνηκε αυτό που έζησαν και ένοιωσαν απέραντη χαρά και ευγνωμοσύνη να τις πλημμυρίζει. Ήταν ένα απρόσμενο δώρο! «Ένα σπουργίτι κάθισε στον ώμο μου για μια στιγμή, την ώρα που έσκαβα κάποιου χωριού ένα κήπο, κι ένοιωσα απ′ αυτό πιο τιμημένος κι από το μεγαλύτερο παράσημο» ..έγραφε, έχοντας βιώσει κάτι αντίστοιχο, ο Χένρι Ντέιβιντ Θόρω.
“Τα δέντρα που ανήκουν στην ίδια οικογένεια επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω υπογείων δικτύων μυκήτων. Όπως με τις οικογένειες των ανθρώπων, οι γονείς των δέντρων ζουν μαζί με τα παιδιά τους”
Μου είναι δύσκολο να ζυγίσω τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της ζωής στο χωριό, εδικά για ένα πλάσμα σαν τη Χριστιάνα η οποία βρίσκεται σε απόλυτη ισορροπία με τον εαυτό της και το περιβάλλον. Ο τρόπος που μιλάει δείχνει ένα παιδί που έχει ενδιαφέροντα αλλά και την αίσθηση του μέτρου. Γνωρίζει τι μπορεί να περιμένει από τους γύρω της όπως και τι αντίκτυπο θα έχει η κάθε της λέξη, η κάθε της κίνηση. Ένα σορτσάκι για παράδειγμα, όσο και αν έδειχνε όμορφο πάνω της, υποθέτει ότι δεν θα σχολιαζόταν θετικά από μια μερίδα ανθρώπων της μικρής τοπικής κοινωνίας. Οι εκφράσεις της είναι προσεγμένες για να μην εκθέσει κανέναν, η σύνταξη άψογη και οι λέξεις ολόκληρες χωρίς στοιχεία τοπικής αργκό. Είναι και αυτό ένα από τα θαύματα της φύσης .. σκεφτόμουν.. μιας και εδώ, όπως και σε αρκετές άλλες περιοχές της χώρας, πολλές λέξεις παρουσιάζουν φωνητικές αποκλίσεις και παραλλαγές, που συχνά εμποδίζουν την ετυμολογική τους προσπέλαση..
Η ίδια βλέπει ότι είναι λίγες οι ευκαιρίες που προσφέρει η ζωή στο χωριό για την βελτίωση των γνώσεων και των ικανοτήτων των νέων, ειδικά όσων θέλουν να σπουδάσουν. Για το λόγο αυτό σκέφτεται ότι, ακόμη και αν συνεχίσει να είναι καλή μαθήτρια, στην περίπτωση που οι γονείς της δεν μπορούν να υποστηρίξουν το κόστος των σπουδών της, ίσως πρέπει να επιλέξει μια στρατιωτική σχολή για να μην τους φέρει σε δύσκολη θέση.
Τα παιδιά στα φτωχά αυτά μέρη της Ηπείρου αισθάνονται πραγματικοί Έλληνες. Με υπερηφάνεια αναφέρονται στους αγωνιστές του 21 με πρώτο και καλύτερο τον Καραϊσκάκη, τον γιό της καλογριάς, που είναι και ο τοπικός τους ήρωας. Ένα μνημείο αφιερωμένο στην ένδοξη μνήμη του αλλά και το μοναστήρι με το μισο-γκρεμισμένο κελί που φιλοξένησε την ‘καλόγρια’ μάνα του βρίσκονται στη Σκουληκαριά. Γνωρίζουν επίσης για τα κρησφύγετα των ηρώων του 21 στα γύρω βουνά που συνέχισαν να ματώνουν στα δύσκολα χρόνια της Ιταλογερμανικής κατοχής και στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου που δίχασε τη χώρα.
Πριν λίγα χρόνια η Χριστιάνα, παιδί του δημοτικού τότε, ήλθε στην Αθήνα. Ήθελα να της ανταποδώσω για τις ξεναγήσεις που μου έκανε στο δάσος της και της αφιέρωσα, με τη σειρά μου, μια μέρα με ξενάγηση στο πλανητάριο. Αν και φάνηκε να απολαμβάνει την προβολή, στη συνέχεια σκεφτόμουν ότι ίσως ήταν νωρίς για να τη βγάλει κανείς από το υπέροχο δικό της σύμπαν, που περιστρέφεται γύρω από το δάσος, και να την ‘εκτοξεύσει’, με τη μία, στο σύμπαν των πλανητών και των γαλαξιών. Θα υπάρχει καιρός και στο μέλλον για όλα αυτά. Προς το παρόν η ίδια έχει επιλέξει μια γωνιά μέσα στο δάσος από όπου απολαμβάνει το ωραιότερο ηλιοβασίλεμα του κόσμου ..όπως μου είπε κάποια φορά.
Δεν έχω ρωτήσει τη Χριστιάνα αν συνομιλεί με τα έλατα στο δάσος. Το σίγουρο όμως είναι ότι τα δέντρα του δάσους ‘συνομιλούν’ μεταξύ τους και αυτό θα την ενδιέφερε να το μάθει:
Τα δέντρα που ανήκουν στην ίδια οικογένεια επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω υπογείων δικτύων μυκήτων. Όπως με τις οικογένειες των ανθρώπων, οι γονείς των δέντρων ζουν μαζί με τα παιδιά τους, τα υποστηρίζουν για να μεγαλώσουν και μοιράζονται τα θρεπτικά συστατικά τους με όσα είναι καχεκτικά ή άρρωστα. Αγωνίζονται επίσης και δημιουργούν ένα οικοσύστημα που μετριάζει τις επιπτώσεις ακραίων θερμοκρασιών προς όφελος όλης της κοινότητας. Ως αποτέλεσμα τέτοιων αλληλεπιδράσεων, τα δένδρα μιας οικογένειας ή μιας κοινότητας προστατεύονται και μπορούν να ζήσουν μέχρι τα βαθειά τους γεράματα.. Αντίθετα, τα μοναχικά δέντρα, του δρόμου ας πούμε, αντιμετωπίζουν μια πιο σκληρή πραγματικότητα και σε πολλές περιπτώσεις πεθαίνουν πολύ νωρίτερα από ό, τι αν ζούσαν σε ομάδα.
Τα σοφά μητρικά δέντρα του δάσους τροφοδοτούν τα νεαρά φυτά με υγρή ζάχαρη, που φωτοσυνθέτουν από το ηλιακό φως, και προειδοποιούν τους γείτονες όταν πλησιάζει ο κίνδυνος. Ένα πραγματικό ‘ξύλινο διαδίκτυο’ μέσω του οποίου στέλνουν μηνύματα κινδύνου, για ξηρασία και ασθένειες ή επιθέσεις εντόμων, και κάνουν τα άλλα δέντρα να μεταβάλλουν ανάλογα τη συμπεριφορά τους. Οι επιστήμονες τα αποκαλούν μυκορριζικά δίκτυα μιας και οι τριχοειδείς ριζικές απολήξεις των δέντρων ενώνονται με μικροσκοπικά μυκητιακά νημάτια και σχηματίζουν τους βασικούς δεσμούς του δικτύου.
«Ο συναγερμός και η αγωνία φαίνεται να είναι τα κύρια θέματα της συζήτησης μεταξύ δέντρων» λέει ο Γερμανός φυσιολάτρης μελετητής και συγγραφέας Peter Wohlleben που προσπαθεί να διεισδύσει στον εσωτερικό κόσμο των δέντρων. «Άραγε τι λένε τα δέντρα όταν δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος και αισθάνονται ικανοποιημένα; Αυτό θα ήθελα πολύ να το μάθω» συνεχίζει. Έχει διατυπωθεί επίσης η άποψη (από τη Monica Gagliano του Πανεπιστημίου της Δυτικής Αυστραλίας) ότι μερικά φυτά μπορεί ακόμη να εκπέμπουν και να ανιχνεύουν ήχους, σαν ένα τρίξιμο στις ρίζες με συχνότητα 220 Hertz, που δεν ακούγονται από τον άνθρωπο.
Έχοντας και αυτά υπόψη μας η επόμενη βόλτα στο δάσος μπορεί να γίνει ακόμη πιο φανταστική και ενδιαφέρουσα προσπαθώντας να αφουγκραστούμε ακόμη και τους ξύλινους διαδικτυακούς ψιθύρους των δέντρων, μαζί με όσα άλλα θαυμαστά και υπέροχα υπάρχουν εκεί. Μιας και δεν υπάρχει κανένας διαπιστωμένος κίνδυνος, θα υποθέσουμε ότι τα έλατα στο Γιαννιώτι αισθάνονται ικανοποιημένα από την οικογενειακή τους ζωή μέσα στο δάσος. Πιθανότατα αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για να εκπέμπουν τη θετική ενέργεια που σίγουρα εισπράττουμε σαν μια γερή δόση ευεξίας και χαράς σε κάθε μας επίσκεψη.
Γνωρίζοντας πόσο παθιασμένη είναι η Χριστιάνα με το δάσος θα ήθελα να σκέφτομαι ότι από όπου και αν βρίσκεται στο μέλλον η συμβολή της θα είναι σημαντική για να διατηρηθεί αυτό το πανέμορφο δάσος αμόλυντο και να λειτουργήσει ως ‘πνεύμονας’ και για τις επόμενες γενιές. Στις μέρες που ζούμε, με τα αποτελέσματα της κλιματικής αλλαγής να σαρώνουν ολόκληρες περιοχές του πλανήτη προκαλώντας καταστροφικές πυρκαγιές, πλημμύρες ή ξηρασία, η ανάγκη αυτή είναι επιτακτική. Τα δάση είναι εξαιρετικά σημαντικά για τον περιορισμό του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής, τη διατήρηση των υδάτινων πόρων, τη διαφύλαξη της βιοποικιλότητας και την προστασία της ανθρώπινης υγείας.
Ελπίζω τα τρία παιδιά του μικρού αυτού χωριού αλλά και οι συμμαθητές τους από τα γύρω χωριά, με την αγάπη τους για τη φύση, μεγαλώνοντας να γίνουν «πρεσβευτές» του δάσους και να συμβάλλουν στη βιώσιμη ανάπτυξη του τόπου με ότι αυτή περιλαμβάνει.