«Μοναχή το δρόμο επήρες,
Εξανάλθες μοναχή
Δεν είν’ εύκολες οι θύρες,
Εάν η χρεία τες κουρταλή».
(Διονύσιος Σολωμός, Ύμνος εις την Ελευθερίαν)
Η επέτειος των 198 χρόνων από την έναρξη του αγώνα της Ελληνικής παλιγγενεσίας δεν μπορεί παρά να εγείρει βαθύτερα ερωτήματα γύρω από το θεμελιώδες διακύβευμα – την αξίωση ανεξαρτησίας - ελευθερίας – και τις συμπαρομαρτούσες απολήξεις του, για το Ελληνικό κράτος.
Εκκινώντας από το «κάλλιο ναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά και φυλακή» του Ρήγα Φεραίου (Θούριος, στιχ. 7-8), προχωρώντας στη διαπίστωση του ανώνυμου συγγραφέα της «Ελληνικής Νομαρχίας» ότι «εἶναι ἀδύνατον αἱ ἑλληνικαὶ ψυχαὶ νὰ κοιμηθοῦν πλέον εἰς τὴν ληθαργίαν τῆς τυραννίας!», και καταλήγοντας στο απαύγασμα του διάστιχου του εθνικού μας ποιητή, Διονυσίου Σολωμού:
«Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά, καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη, χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!» γιατί,
«όσοι το χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας ας έχωσι.
Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία». (Ἀνδρέας Κάλβος - Ὠδαί, Λυρικά-Εις Σάμον),
το θεμελιώδες διακύβευμα του αγώνα της παλιγγενεσίας, ως αέναη μάχη υπέρ πίστεως και πατρίδος, ήταν η αξίωση καθολικής ελευθερίας-ανεξαρτησίας.
Ο βαθμός σπουδαιότητας της Ελληνικής επανάστασης και το βαθύτερο νόημα που προσδίδει στην ιστορική διαχρονία, εγγράφεται στην αξίωση ελευθερίας-ανεξαρτησίας ως έσχατο αγαθό της ανθρώπινης ύπαρξης και θεμελιακό υπόβαθρο του ανθρωποκεντρικού χαρακτήρα του ελληνισμού. Προτάσσοντας την καθολική επαναξιολόγηση-επαναδιαπραγμάτευση του τρόπου-ρόλου της ανθρώπινης ύπαρξης σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο, νοηματοδοτεί την επίδειξη ανδρείας των αγωνιστών του 21’ στα πεδία της μάχης. Η ζωντανή μνήμη της συλλογικής αυτοθυσίας των Σουλιωτών στο Κούγκι και στο Ζάλογγο, των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» του Μεσολογγίου, του Ιερού Λόχου στο Δραγατσάνι, η ολοκληρωτική καταστροφή των Ψαρών και της Χίου, αλλά και ατομικές πράξεις αυτοθυσίας, μεταξύ αυτών ο απαγχονισμός του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’, η ανασκολόπιση του Αθανάσιου Διάκου, είναι απτά παραδείγματα της διαπιστωτικής απόφανσης του Διονυσίου Σολωμού ότι:
«Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει». (Ελεύθεροι Πολιορκημένοι-Σχεδίασμα Β)
Το γεγονός ότι οι διαμορφωθείσες εξωτερικές συνθήκες δεν ήταν ευνοϊκές για την οργάνωση και εκτέλεση του πολιτικό-στρατιωτικού εγχειρήματος της Ελληνικής επανάστασης, καταδεικνύεται στη διπλωματική αντιπαράθεση του Ιωάννη Καποδίστρια, ως μέλους της Ρωσικής αντιπροσωπείας, με τον Αυστριακό υπουργό εξωτερικών (1809-1821) και μετέπειτα Καγκελάριο (1821-1848), Κλέμενς φον Μέτερνιχ.
Σε μία εκ των διασκέψεων του Συνεδρίου της Βιέννης (1814-1815), ο δεύτερος ανέφερε ότι «η Ευρώπη δεν γνωρίζει Έλληνες, γνωρίζει Κράτος Οθωμανικόν, υπό το οποίον είναι υπεξούσιοι οι κατοικούντες εις την Ελλάδα Έλληνες».
Αναλυτικότερα, το διεθνές καθεστώς που είχαν εγκαθιδρύσει οι Μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις, μέσα από τα Συνέδρια της Βιέννης (1814-15), του Τροππάου (1820) και του Λάυμπαχ (1821), νομιμοποιούσε την εξωτερική, στρατιωτική τους επέμβαση σε τρίτα κράτη, για την καταστολή των συλλογικών αξιώσεων ανεξαρτησίας/επαναστατικών κινημάτων. Ως εκ τούτου, ο αντικειμενικός στόχος του Κονσέρτου των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων (Αυστρία, Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία) ήταν η ανάπτυξη κοινής, πολιτικοστρατιωτικής δράσης για την καταστολή κάθε κίνησης που απειλούσε τη εθνική και διεθνή ισορροπία ισχύος. Στο πλαίσιο αυτό, αναφύεται και η διπλωματική προσπάθειά του Μέτερνιχ, να διασφαλίσει τη συναίνεση του Κονσέρτου της Ευρώπης για την καταστολή της Ελληνικής Επανάστασης. Ωστόσο, η διπλωματική παρέκκλιση της Βρετανίας, με την αναγνώριση των επαναστατημένων Ελλήνων (1823) ως τυπικά και νομικά εμπόλεμου μέρους, με νόμιμο δικαίωμα να επιτίθενται κατά του εμπορικού στόλου της Πύλης, θα δημιουργήσει ένα παράθυρο ευκαιρίας για την ενδεχόμενη πραγμάτωση του αφετηριακού τους στόχου.
Ποιες είναι όμως οι αναφυόμενες πολιτικοστρατηγικές επιλογές για την επιζήτηση-πραγμάτωση της αξίωσης ελευθερίας-ανεξαρτησίας των υπόδουλων Ελλήνων;
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα αναπτύσσονται δύο διαφορετικές πολιτικοστρατηγικές κατευθύνσεις εντός του ελληνισμού. Η πρώτη, εκπροσωπούμενη από την επίσημη εκκλησία και πολλά μέλη της άρχουσας τάξης (π.χ. Φαναριώτες, προύχοντες, κ.ά.), αποδεχόμενη τον «ιστορικό συμβιβασμό» που επήλθε εν τοις πράγμασι με τον Οθωμανό κατακτητή, θα υιοθετήσει μία παθητική στρατηγική επιλογή, αποβλέποντας στην ανάδειξη της Ελλάδας σε γεωπολιτικό υποκατάστατο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Η δεύτερη, στην οποία εμπερικλείονταν οι κοινωνικές δυνάμεις που βίωναν στο γεγονός της κατάκτησης ένα κοινωνικοπολιτικό αδιέξοδο (π.χ. τα αγροτικά και τα αστικά -βιοτέχνες-έμποροι- στρώματα), θα ακολουθήσει μία ενεργητική στρατηγική, επιδιώκοντας την εθνική παλιγγενεσία με αντικειμενικό στόχο την «επαναστατική απόσειση της οθωμανικής δεσποτείας» και την «κοσμοπολιτειακή ανασυγκρότηση του ελληνικού κοσμοσυστήματος».
Πάραυτα, η κατάρρευση του προτάγματος της Ελληνικής επανάστασης και η αποτυχία της πολιτικής ηγεσίας του ελληνισμού να ανασυστήσει την Ελληνική πολιτεία στη θέση της οθωμανικής δεσποτείας, απέληξε στη σταδιακή κατάρρευση του του συστήματος των ελληνικών κοινών και στη δημιουργία ενός λιλιπούτειου Ελληνικού κράτους, πλήρως εξαρτημένου από τις ευρωπαϊκές ηγεμονίες. Απότοκο ήταν, ο εκσυγχρονισμός της ελλαδικής κοινωνίας, να προεπιτάσσει την υποχρεωτική της εναρμόνιση με το πρόταγμα «ένα κράτος, ένα έθνος, μία κοινωνία, μία γλώσσα, μία πολιτισμική αναφορά» και οπωσδήποτε την εξοικείωσή της «με ένα οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό σύστημα που επανέφερε την ιδιοκτησία (όχι την ιδιοκτησία ως απλό μέσο κατοχής του πλούτου κ.λπ.), δηλαδή την κυρίαρχη εξουσία ως συστατικό πυρήνα στη συγκρότηση ανθρώπινων σχέσεων». (Γιώργος Κοντογιώργης, Νεοτερικότητα και πρόοδος)
Εν ολίγοις, το βαθύτερο νόημα της επετείου της Ελληνικής επανάστασης κατά τη διάρκεια της ιστορικής διαχρονίας εγγράφεται στην αξίωση πολιτικής ελευθερίας, ως θεμελιακό υπόβαθρο της οντολογικής (ανθρώπινης) ύπαρξης-εξέλιξης και κοινωνικής ευδαιμονίας. Γιατί όπως εναργώς περιγράφει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, σε ομιλία του στην Πνύκα (1838):
«Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε “πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα”, αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση».