Η διεθνώς απονομιμοποιημενη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δεν συνιστά μόνο μια κατάφωρη παραβίαση του άρθρου 2 παρ. 4 του χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, αλλά εγείρει ευρύτερα ερωτήματα τόσο ως προς το ρόλο-λειτουργία του διεθνούς δικαίου και συνεπακόλουθα του κεφαλαιώδους ζητήματος της διεθνούς τάξης, όσο και ως προς τη νέα μορφή διακρατικών συγκρούσεων, απότοκη του αμερικανικού δόγματος του νέο-επεμβατισμού (ή νεοαποικιοκρατίας) που θεμελιώθηκε στην μεταψυχροπολεμική περίοδο.
Είναι νωπές οι μνήμες από τους μακροχρόνιους νατοϊκούς βομβαρδισμούς της Σερβίας-Μαυροβουνίου για τη δημιουργία ενός εδαφικού τετελεσμένου (Κόσσοβο) και τις αμερικανικές επιθέσεις στο Αφγανιστάν (2001) και στο Ιράκ (2003) υπό την επίκληση της αρχής της προάσπισης της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας.
Στο πλαίσιο της ίδιας συλλογιστικής θα πρέπει να ειδωθεί και η απόφαση της Ρωσίας να επιτεθεί στην Ουκρανία, επιχειρώντας να ανασχέσει τη στρατηγική της περικύκλωση από τις ΗΠΑ-ΝΑΤΟ. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην έκθεση της Ρωσικής Ομοσπονδίας για τη στρατηγική εθνικής ασφάλειας (2015), ο αξονικός στόχος της υψηλής της στρατηγικής συνίσταται στην ανάπτυξη-διατήρηση μιας ανεξάρτητης εσωτερικής-εξωτερικής πολιτικής, καθιστώντας εναργή τη στρατηγική της αναγκαιότητα για τη δημιουργία ενός γεωπολιτικού αναχώματος στα εδάφη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Περιγράφοντας ως άμεση απειλή για την εθνική της ασφάλεια τη συσσώρευση του στρατιωτικού δυναμικού της Βορειοατλαντικής συμμαχίας στις παρυφές των ρωσικών συνόρων και την ανάληψη στρατιωτικών δραστηριοτήτων κατά παράβαση των κανόνων του διεθνούς δικαίου, συνδυαστικά με την επέκταση της αμερικανικής αντιπυραυλικής άμυνας στην Ευρώπη, την Ασία, τον Ειρηνικό και την Εγγύς Ανατολή, καταδεικνύει την αναφυόμενη ρευστότητα στην πλανητική και περιφερειακή σταθερότητα.
Το αέναο δίλημμα ασφάλειας και η απουσία ισορροπίας ισχύος σε περιφερειακό και πλανητικό επίπεδο συνωθεί τις Μεγάλες Δυνάμεις στην εκδήλωση αναθεωρητικών συμπεριφορών για τη δημιουργία ενός εξωτερικού περιβάλλοντος ασφαλείας.
Στη συγκαιρινή περίπτωση το προκείμενο για τη Ρωσία είναι η άμεση αλλαγή του πολιτικού καθεστώτος στην Ουκρανία, μέσω της χρήσης ένοπλης βίας. Πρόκειται για μια ασύμμετρη στρατιωτική αναμέτρηση που δύναται να οδηγήσει τη Μόσχα σε πολιτικοστρατηγικό αδιέξοδο, εάν και εφόσον δεν επιτευχθεί η άμεση επιβολή της βουλήσεώς της. Γιατί μπορεί ο πόλεμος να έχει τη δική του γραμματική, αλλά ως συνέχεια της πολιτικής επικοινωνίας με την προσθήκη και άλλων μέσων, η λογική του διαμορφώνεται από την πολιτική.
Να θυμίσουμε ότι στην καταλογογράφηση των ασύμμετρων στρατιωτικών αναμετρήσεων των τελευταίων διακοσίων χρόνων, το ποσοστό της νίκης για το λιγότερο ισχυρό κράτος ανέρχεται στο 41%.
Στο περιβάλλον αυτό η αποτυχία πραγμάτωσης του σχετικού διακυβεύματος και το ισχνό μέτρο αποτελεσματικότητάς της στρατιωτικής στρατηγικής του ισχυρού οδηγούν στην ήττα του. Λαμβάνοντας υπόψιν ότι κάθε στρατηγική έχει και μια ιδανική αντί-στρατηγική, η ορθή διάγνωση της φύσης της στρατιωτικής στρατηγικής του ισχυρού και η εφαρμογή της ανάλογης αντί-στρατηγικής δύναται να περιορίσουν τις πιθανότητες επιτυχίας του ή να του προκαλέσουν ένα απαγορευτικό κόστος.
Όπως χαρακτηριστικά περιέγραψε ο Μάο, «η ήττα είναι το αμετάβλητο αποτέλεσμα όπου οι γηγενείς δυνάμεις πολεμούν με κατώτερα όπλα ενάντια στις εκσυγχρονισμένες δυνάμεις σύμφωνα με τους όρους των τελευταίων».
Ο αιτιώδης μηχανισμός που συνδέει το διακύβευμα, το συμφέρον και την αποφασιστικότητα με τη νίκη σε μια ασύμμετρη στρατιωτική σύγκρουση επικεντρώνεται στην πολιτική ευπάθεια.
Ο εν λόγω θεωρητικός προβληματισμός υποστηρίζει ότι τα λιγότερο ισχυρά κράτη μάχονται για την επιβίωση τους και ως εκ τούτου ο πληθυσμός τους είναι πρόθυμος να δεχτεί μια αιματηρή -παρατεταμένη σύγκρουση.
Συνεπαγόμενα το διακύβευμα (επιβίωση) για το λιγότερο ισχυρό κράτος είναι υπέρτερο, γεγονός που αυξάνει την αποφασιστικότητα και το μέτρο συμμετοχής του εθνικού πληθυσμού και μειώνει την πολιτική ευπάθεια.
Τουναντίον για τον ισχυρό κρατικό δρώντα το συμφέρον επιβίωσης είναι διασφαλισμένο, ενώ τα διακυβευόμενα συμφέροντα είναι χαμηλότερης αξίας (ζωτικά ή γοήτρου-κύρους) γεγονός που απομειώνει το μέτρο αποφασιστικότητας του εθνικού του πληθυσμού. Στην περίπτωση που δεν επέλθει μια γρήγορη και αποφασιστική νίκη, ο εθνικός πληθυσμός υφίσταται την κόπωση από τον παρατεταμένο πόλεμο και δεν επιθυμεί να συνδράμει το μέγεθος των πόρων που απαιτούνται για τη νίκη.
Πέρα από το μέγεθος της ισχύος και το σχετικό διακύβευμα, ανάλογη σημασία αποδίδεται στον τρόπο χρήσης της στρατιωτικής ισχύος – στρατηγική, δόγμα και τακτικές– μεταξύ των αντιτιθέμενων κρατών, αξιολογώντας τον παράγοντα της «στρατηγικής αλληλεπίδρασης».
Κατά τούτο διακρίνουμε δύο ιδανικούς τύπους στρατηγικών προσεγγίσεων, την άμεση και την έμμεση.
Στην άμεση στρατηγική προσέγγιση — π.χ., συμβατική επίθεση και άμυνα— στόχος είναι η καταστροφή των ενόπλων δυνάμεων του αντιπάλου, εξουδετερώνοντας τη στρατιωτική του ικανότητα.
Στην έμμεση στρατηγική προσέγγιση, στόχος είναι η εξασθένιση της βούλησης του αντιπάλου για προβολή αντίστασης, με τακτικές «βαρβαρότητας» (π.χ. δολοφονώντας, βασανίζοντας ή φυλακίζοντας άμαχους) και στρατηγική ανταρτοπολέμου οργανώνοντάς ένα τμήμα της κοινωνίας του με σκοπό την επιβολή κόστους (απώλεια στρατιωτικών, προμηθειών, υποδομών, κ.α.) στον αντίπαλο, χρησιμοποιώντας ένοπλες δυνάμεις εκπαιδευμένες για την αποφυγή άμεσων αντιπαραθέσεων, αποδυναμώνοντας τη θέληση του επιτιθέμενου.
Η στρατηγική αλληλεπίδραση ανάλογων προσεγγίσεων (έμμεση-έμμεση ή άμεση-άμεση) θα οδηγήσει σε ήττα του λιγότερο ισχυρού, επειδή δεν υφίσταται κάποια παρεμβαίνουσα μεταβλητή που να εκτρέπει το συγκριτικό πλεονέκτημα δυνάμεως του ισχυρού. Αντίστροφα οι αλληλεπιδράσεις διαφορικών προσεγγίσεων (άμεση – έμμεση ή έμμεση – άμεση) οδηγούν στη νίκη του λιγότερο ισχυρού δρώντα, εφόσον αρνείται να συμμετάσχει με τους όρους που θέτει ο ισχυρός, εξουδετερώνοντας το συγκριτικό του πλεονέκτημα (οικονομική-στρατιωτική-τεχνολογική ισχύς).
Στις περιπτώσεις που το μετρό αποτελεσματικότητα της στρατιωτικής στρατηγικής μιας μεγάλης δύναμης δεν οδηγεί αβίαστα και τάχιστα στην επίτευξη των στρατιωτικών-πολιτικών στόχων, αυξάνονται οι πιθανότητες να οδηγηθεί σε ήττα. Αυτό γιατί οι ευμεγέθεις προσδοκίες για την επίτευξη μια εύκολης και ταχείας νίκης οδηγούν στην εσωτερική υπονόμευση του εγχειρήματος.
«Καθώς ο πόλεμος εναντίον ενός λιλιπούτειου αντιπάλου παρατείνεται, οι υπερεκτιμήσεις της επιτυχίας αναγκάζουν τις πολιτικές και στρατιωτικές ελίτ είτε να κλιμακώσουν τη χρήση βίας για να ανταποκριθούν στις προσδοκίες τους (αυξάνοντας έτσι απροκάλυπτα το κόστος της σύγκρουσης), είτε να λένε ψέματα ή να φαίνονται όλο και πιο ανίκανες. […]. Όσο περισσότερο διαρκέσει ο πόλεμος τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες ο ισχυρός δρώντας απλά να τον εγκαταλείψει ανεξάρτητα από την στρατιωτική κατάσταση» στο θέατρο του πολέμου.
Τοιουτοτρόπως η αναμφίλεκτη στρατηγική αναγκαιότητα για περιορισμό του κόστους σε ανθρώπινο δυναμικό, οικονομικούς –στρατιωτικούς πόρους, δύναται να οδηγήσει τον ισχυρό στη χρήση μέσων-μεθόδων βαρβαρότητας, κάτι που εκτός από την εσωτερική-εξωτερική απονομιμοποίηση, συνωθεί στη δημιουργία εξισορροπητικών μηχανισμών από τους συνδαιτυμόνες του, αυξάνοντας ταυτόχρονα την παροχή στρατιωτικής και οικονομικής ενίσχυσης του αμυνομένου.
Καταληκτικά η επιδίωξη αρνητικών στόχων, δηλαδή ο αγώνας για την πλήρη ή μερική διατήρηση του status quo, απαιτεί περιορισμένους πόρους σε αντιδιαστολή με την επιδίωξη θετικών στόχων, δηλαδή τη διεξαγωγή επίθεσης για απόκτηση πόρων ή κατοχή εδαφών. Είναι πιο εύκολο να κρατήσεις αυτό που έχεις παρά να αποκτήσεις κάτι καινούργιο.
***
Διονύσης Τσιριγώτης, Επίκουρος Καθηγητής, Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, Διεθνών Σχέσεων & Διπλωματίας. Τμήμα Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πανεπιστημίου Πειραιώς.
Πρώτη δημοσίευση στο imerazante