Του Γιώργου Ατσαλάκη, Οικονομολόγου, Αναπληρωτή Καθηγητή Πολυτεχνείου Κρήτης Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης
Οι επενδυτές αναμένουν από τις κεντρικές τράπεζες να μην προχωρήσουν στις προγραμματισμένες αυξήσεις των επιτοκίων θεωρώντας ότι με αυτό τον τρόπο θα αποφευχθούν περαιτέρω χρεοκοπίες των τραπεζών. Υπολογίζουν ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες θα μειώσουν τα επιτόκια όχι επειδή έχει τιθασευτεί ο πληθωρισμός αλλά επειδή υπάρχει η απειλή πιθανών νέων τραπεζικών χρεοκοπιών. Εξ αυτού βλέπουμε να ανεβαίνουν οι τιμές των μετοχών με την προσδοκία ότι δεν θα γίνουν αυξήσεις των επιτοκίων δανεισμού ή ακόμα και ότι θα μειωθούν. Μια τέτοια απόφαση θα ήταν λανθασμένη και θα έδινε λάθος μήνυμα στην οικονομία, στις τράπεζες αλλά και στους καταθέτες.
Οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να προστατεύσουν τους πολίτες από τον πληθωρισμό.
Τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να έχουν ως κύριο μέλημα την προστασία των καταθετών. Μόνο τότε πράγματι εξασφαλίζουν την πίστη που χρειάζονται οι καταθέτες για να καταθέτουν τα χρήματά τους στην τράπεζα. Οι τράπεζες συνήθως χρεοκοπούν είτε επειδή οι δανειολήπτες δεν επιστρέφουν τα δάνεια που έλαβαν από την τράπεζα, είτε επειδή οι καταθέτες αποσύρουν τις καταθέσεις τους για διάφορους δικούς τους λόγους.
Η σημερινή κρίση των τραπεζών στην Αμερική δεν οφείλεται στους λόγους χρεοκοπίας του 2008. Η Credit Swiss bank και οι 3 αμερικανικές τράπεζες που χρεοκόπησαν αντιμετώπισαν ασυνήθιστες εκροές καταθέσεων και για να μπορέσουν να ανταποκριθούν πώλησαν τα ευκόλως ρευστοποιήσιμα περιουσιακά τους στοιχεία, κυρίως ομόλογα του δημοσίου. Όταν όμως ρευστοποιούνται ομόλογα του δημοσίου σε περιόδους που επικρατούν υψηλά επιτόκια που έχουν καθορίσει οι κεντρικές τράπεζες για να αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για πώληση. Σε περιόδους υψηλών επιτοκίων οι αποδόσεις των ομολόγων αυξάνονται αλλά η αξία τους μειώνεται, οπότε πωλούνται σε χαμηλότερη αξία από ότι είχαν αγοραστεί και καταγράφονται ζημιές. Εάν δε η τράπεζα δεν είχε κάνει ενέργειες για να αντισταθμίζει τον κίνδυνο της μεταβολής των επιτοκίων τότε καταγράφει ακόμα μεγαλύτερες ζημιές.
H Silvergate είχε ως πελάτες κυρίως, πολλούς μεγάλους διαχειριστές κρυπτονομισμάτων, καθώς έπρεπε να καταθέτουν σε κάποια τράπεζα τα δολάρια που λάμβαναν όταν πωλούσαν κρυπτονομίσματα. Λειτουργούσε ως κανονική τράπεζα και δάνειζε τα χρήματα των καταθετών (στους οποίους δεν πλήρωνε επιτόκιο) με εγγυήσεις σε ακίνητα αλλά και σε Bitcoins και άλλα κρυπτονομίσματα. Είχε διαθέσει περίπου $1,4 δισ σε δάνεια, και το μεγαλύτερο μέρος των καταθέσεων περίπου $11,4 δισ το είχε επενδύσει σε κρατικά ομόλογα.
Οι καταθέτες της Silvergate απέσυραν περίπου $9 δισ από τα 13 δισ καταθέσεων κατά το τελευταίο τρίμηνο το 2022 και μέχρι τον Φεβρουάριο του 2023. Τότε η τράπεζα έπρεπε να βρει χρήματα για να πληρώσει τους καταθέτες. Είχε δύο επιλογές είτε να ζητήσει από εκείνους που τους δάνεισε τα χρήματα να επιστρέψουν πίσω τα δάνεια πράγμα το οποίο είναι πολύ δύσκολο. Είτε να ρευστοποιήσει τα ομόλογα σε τιμές χαμηλότερο από την ονομαστική τους αξία προκειμένου να αποκτήσει τη ρευστότητα για να καλύψει τη μεγάλη ζήτηση αναλήψεων που αντιμετώπιζε.
Η Silvergate αναγκάστηκε να πωλήσει ομόλογα κάτω από την ονομαστική τους αξία και άρχισε να καταγράφει ζημίες που ξεπέρασαν το $1δισ. Για να καλύψει τις ζημιές έπρεπε να κάνει αύξηση μετοχικού κεφαλαίου. Δυστυχώς κάτω από αυτές τις συνθήκες κανένας επενδυτής δεν δέχεται να συμμετάσχει σε μια επιχείρηση που οδηγείται προς τη χρεοκοπία.
Ακολούθησε η Silicon Valley Bank που αντιμετώπισε ασυνήθιστα υψηλές εκροές καταθέσεων εξ αιτίας της απόσυρσης καταθέσεων από νεοφυείς επιχειρήσεις (start-ups). Οι νεοφυείς επιχειρήσεις μετά την αύξηση των επιτοκίων για να καταπολεμηθεί ο πληθωρισμός, δεν συνέφερε να δανείζονται και αρχίσαν να χρησιμοποιούν τις καταθέσεις τους για να υλοποιούν τα επενδυτικά στους σχέδια. Αντιμετώπιζε σταδιακά απόσυρση των καταθέσεων κυρίως μετά των περασμένο Μάιο που αυξήθηκαν τα επιτόκια της Ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ.
Αναγκάστηκε να πωλήσει ομόλογα κάτω από την ονομαστική της αξία, και να καταγράψει ζημίες για να ικανοποιήσει την απόσυρση των καταθέσεων. Η τράπεζα τοποθέτησε πολλά από αυτά τα μετρητά σε ομόλογα που είναι κλειδωμένα για δέκα χρόνια στο 1,56%. Πουλώντας τα ομόλογα κατέγραψε ζημίες πάνω από 2 δισ.
Η Credit Swiss bank αντιμετώπισε πρόσφατα εκροές καταθέσεων από τα 740 στα 540 δισ ελβετικά φράγκα. Άρχισε να αντιμετωπίζει εκροές καταθέσεων από το 2021 με την χρεοκοπία της Greensill Capital η οποία χρηματοδοτούσε εφοδιαστικές αλυσίδες και από την χρεοκοπία της Archegos Capital που κατέρρευσε το 2021 και απέσυραν τις καταθέσεις τους.
Παρουσίαζε σημεία τα τελευταία 5 τρίμηνα και στις 9 Μαρτίου δεν έδωσε στη δημοσιότητα τις οικονομικές καταστάσεις επειδή κλήθηκε από τις αμερικανικές ελεγκτικές αρχές. Τα ασφάλιστρα κινδύνου των CDS τετραπλασιάστηκαν.
Παρόμοια προβλήματα αντιμετώπισε και η Signature bank και οδηγήθηκε σε πτώχευση.
Όταν μια τράπεζα πτωχεύει ο πανικός που δημιουργεί φέρνει στο προσκήνιο την ερώτηση ποιος θα είναι ο επόμενος. Αυτό συμβαίνει επειδή οι καταθέτες αντιμετωπίζουν ζημιές για τα ποσά που δεν καλύπτονται από την εγγύηση των καταθέσεων.
Οι αμερικανικές αρχές προέβησαν σε δύο ενέργειες:
Α) Εγγυήθηκαν ότι θα πληρωθούν οι καταθέτες και πέρα από το ποσό των 250.000 δολαρίων που ήταν το όριο εγγύησης.
Β) Δεύτερη ενέργεια ήταν δημιουργία έκτακτου δανεισμού για τις τράπεζες που αντιμετωπίζουν άμεσο κίνδυνο ρευστότητας στις περιπτώσεις που αποσύρονται οι καταθέσεις και δεν έχουν τα απαιτούμενα κεφάλαια για να επιστρέψουν τα χρήματα των πελατών τους με ενέχυρο περιουσιακά τους στοιχεία.
Και άλλες τράπεζες οι οποίες αντιμετωπίζουν εκροή καταθέσεων και θα πρέπει να ρευστοποιήσουν ομόλογα θα βρεθούν αντιμέτωπες με πιθανές χρεοκοπίες. Τις επόμενες ημέρες οι επενδυτές θα αναζητούν ποιες τράπεζες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν απόσυρση καταθέσεων και θα τρέξουν να πουλήσουν τις μετοχές τους και να αποσύρουν τις καταθέσεις τους. Οι αθετήσεις των δανειοληπτών να επιστρέφουν τα δάνεια δεν έχουν ακόμα εμφανιστεί.
Παρ όλα αυτά, εάν συμβεί η αναβολή των προγραμματισμένων αυξήσεων των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών, με τις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών να βρίσκονται ακόμη σε πολύ υψηλά επίπεδα, θα αυξήσει τον πληθωρισμό και θα δημιουργήσει πολύ μεγαλύτερα προβλήματα όχι μόνο στους καταθέτες, αλλά σε όλους τους πολίτες, ακόμα και σε αυτούς που δεν έχουν καταθέσεις και στην πλειοψηφία τους είναι οι φτωχοί άνθρωποι που τόσο δύσκολα τα καταφέρνουν στη ζωή με τις τόσο υψηλές τιμές των βασικών αγαθών.