Το ΔΝΤ αμφισβητεί ξανά τις προβλέψεις Αθήνας και Βρυξελλών: 2,9% και όχι 3,5% το πρωτογενές το 2018

Πόσες φορές έχει πέσει έξω στις προβλέψεις του και γιατί «κινδυνεύουν» τα αντισταθμιστικά
Francois Lenoir / Reuters

Επιμένει στις εκτιμήσεις του το ΔΝΤ αναφορικά με την αδυναμία της ελληνικής οικονομίας να παράγει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% το 2018. Μέσω της έκθεσης Fiscal Monitor εκτιμά ότι το πρωτογενές πλεόνασμα για φέτος θα είναι στο 2,9% του ΑΕΠ, δηλαδή χαμηλότερα από το στόχο του 3,5% του ΑΕΠ που θέτει το Μνημόνιο για το 2018.

Ωστόσο, στην έκθεση του το Ταμείο κρύβει ένα «δώρο» για την ελληνική κυβέρνηση καθώς εκτιμά ότι η Ελλάδα θα καταφέρει να επιτύχει το στόχο του 3,5% του ΑΕΠ από το 2019 έως και το 2022. Η επίτευξη του στόχου βέβαια θα γίνει υπό την προϋπόθεση ότι θα εφαρμοστούν τα μέτρα που έχουν ήδη ψηφιστεί για το 2019 και το 2020. Μάλιστα, το ΔΝΤ και με βάση την εκτίμηση ότι ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ δεν θα επιτευχθεί φέτος, θεωρείται βέβαιο οτι θα επιμείνει στην ανάγκη ενεργοποίησης το 2019 του συνόλου των συμφωνηθέντων μέτρων 2% του ΑΕΠ (1% από συντάξεις το 2019 και 1% από το αφορολόγητο το 2020 όπως έχει ψηφιστεί).


Αντίστοιχα το Ταμείο μετά και τις νέες του προβλέψεις εκτιμάται ότι θα επιμείνει και στο «πάγωμα» ή τη μετάθεση για αργότερα των «αντισταθμιστικών» μέτρων για τα οποία υπήρξε συμφωνία να εφαρμοστούν μαζί με τα νέα υφεσιακά μέτρα το 2019 και το 2020, εφόσον όμως επιτευχθούν οι στόχοι του προγράμματος.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον ωστόσο έχει το γεγονός ότι το Ταμείο για ακόμα μια φορά αμφισβητεί τις προβλέψεις τόσο της ελληνικής κυβέρνησης, όσο και των Ευρωπαίων, έστω και αν η ιστορία έχει δείξει ότι έχει αποτύχει διαχρονικά σε όλες τις εκτιμήσεις του. Είναι ενδεικτικό ότι στις αντίστοιχες περσινές προβλέψεις του το ΔΝΤ τον Απρίλιο «έβλεπε» το πρωτογενές πλεόνασμα του 2017 μόλις στο 1,8% του ΑΕΠ, ενώ οι προβλέψεις δείχνουν ότι τελικά θα κλείσει κοντά στο 3,5% και η νέα εκτίμηση του ΔΝΤ είναι ότι θα κλείσει στο 3,7% του ΑΕΠ- υπερδιπλάσιο του στόχου που θέτει το Μνημόνιο.

Εντελώς διαφορετικές ήταν οι εκτιμήσεις και για το 2018, καθώς το Ταμείο πέρυσι τον Απρίλιο «έβλεπε» πρωτογενές πλεόνασμα μόλις 2% του ΑΕΠ, έναντι στόχου για 3,5% του ΑΕΠ, ενώ στη φετινή έκθεση η εκτίμηση του τελικά είναι για πρωτογενές πλεόνασμα 2,9% του ΑΕΠ. Ακόμα χαμηλότερες ήταν οι εκτιμήσεις του τον περασμένο Οκτώβριο όταν για το 2017 «έβλεπε» πρωτογενές πλεόνασμα στο 1,7% του ΑΕΠ και για το 2018 στο 2,2% του ΑΕΠ.

Εντελώς άστοχες ήταν οι περυσινές εκτιμήσεις του ΔΝΤ τον Απρίλιο και για το πρωτογενές πλεόνασμα από το 2019 έως το 2022, καθώς προέβλεπε ότι και πάλι δεν θα επιτευχθεί ο στόχος του 3,5% του ΑΕΠ καθώς την τετραετία το πρωτογενές πλεόνασμα θα έφτανε μόλις στο 1,5% του ΑΕΠ. Αντίθετα στη φετινή έκθεση οι τεχνοκράτες του Ταμείου βλέπουν ότι ο στόχος του 3,5% θα επιτευχθεί από το 2019 έως και το 2022 και η νέα εκτίμηση είναι ότι θα επιστρέψει στο 1,5% το 2023.

Θέσεις μάχης

Οι νέες εκτιμήσεις του ΔΝΤ σε συνδυασμό με τις χθεσινές προβλέψεις οι οποίες «κουρεύουν» τους στόχους για το ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής Οικονομίας, δείχνουν ότι για ακόμα μια χρονιά στο περιθώριο της Εαρινής Συνόδου στην Ουάσιγκτον θα υπάρξει ακόμα μια «μάχη» μεταξύ Ταμείου και Ευρωπαίων αναφορικά με τη ρύθμιση του χρέους, τη λήψη των μέτρων, αλλά και των προβλέψεων που κάνει το Ταμείο σχετικά με τις δυνατότητες της Ελληνικής Οικονομίας να επιτύχει τους στόχους.

Ο νικητής αυτής της ιδιότυπης «διελκυστίνδας» είναι αυτός που θα καθορίσει τη δημοσιονομική πολιτική των επόμενων ετών, το χαρακτήρα που θα έχει η επόμενη ημέρα μετά την ολοκλήρωση των Μνημονίων, το μέγεθος της διευθέτησης του χρέους και το ρόλο του ΔΝΤ. Δεδομένο είναι ότι οι δύο πλευρές προσέρχονται στις διαπραγματεύσεις με συγκεκριμένες θέσεις καθώς το Ταμείο επιμένει ότι συνιστά παράλογη απαίτηση η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ για τα επόμενα χρόνια, χωρίς να υπάρξει γενναία ρύθμιση του χρέους ή επίσπευση της εφαρμογής των δημοσιονομικών μέτρων.

Αντίθετα, οι Ευρωπαίοι επιμένουν ότι οι στόχοι του προγράμματος θα επιτευχθούν, ενώ δεν είναι πρώτης προτεραιότητας η εφαρμογή των ήδη αποφασισμένων μέτρων για τη διευθέτηση του Ελληνικού χρέους. Πολλά θα κριθούν και από τις επίσημες ανακοινώσεις της Eurostat σε λίγες ημέρες αναφορικά με τα οριστικά στοιχεία του 2017, ωστόσο όλα δείχνουν ότι το ΔΝΤ επιμένει να ανακοινώνει προβλέψεις οι οποίες τελικά δεν επαληθεύονται.

Στη χρονοσειρά των ελλειμμάτων από το 2009 έως και το 2023 φαίνεται ξεκάθαρα το βάρος που σήκωσαν οι Έλληνες εξαιτίας των μνημονιακών πολιτικών προκειμένου να επιτευχθεί η δημοσιονομική προσαρμογή την οποία επέβαλαν οι δανειστές.

Το 2009, το έλλειμμα είχε εκτοξευθεί στο 15,1% του ΑΕΠ. Η βελτίωση στη συνέχεια είναι ραγδαία. 11,2% το 2010, 10,3% το 2011, 6,6% το 2012, 3,6% το 2013, 4% το 2014, 2,9% το 2015, πλεόνασμα 0,5% το 2016 και ισοσκελισμένος προϋπολογισμός το 2017. Και εδώ το Ταμείο έπεσε έξω στις περσινές τους εκτιμήσεις καθώς είχε προβλέψει επιστροφή σε έλλειμμα της τάξης του 1,5% του ΑΕΠ για το 2017.

Με βάση τις φετινές προβλέψεις του ΔΝΤ το 2018, θα καταγραφεί οριακό έλλειμμα 0,1%, ισοσκελισμένος προϋπολογισμός το 2019, πλεόνασμα 0,1% το 2020, 0,2% το 2021, έλλειμμα 0,1% το 2022 και «βουτιά» το 2023 σε έλλειμμα 2,4%.

Στο μέτωπο του χρέους, τέλος, καταγράφεται αποκλιμάκωση, η οποία όμως προφανώς δεν είναι ικανή να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητά του. Από 181,9% του ΑΕΠ πέρυσι, το δημόσιο χρέος εκτιμάται ότι το 2018 θα εκτοξευτεί στο 191,3%, για να επιστρέψει το 2019 στο 181,8% και στη συνέχεια να αρχίσει να μειώνεται σημαντικά από το 2020 (177%) και μετά, καταλήγοντας στο 165,1% του ΑΕΠ το 2023.

Δημοφιλή