Η καταστροφική έκρηξη στο λιμάνι της Βηρυτού πριν από έναν χρόνο ήταν η θρυαλλίδα που επιτάχυνε την αποσύνθεση του Λιβάνου και βύθισε ακόμη περισσότερο τη λιβανέζικη κοινωνία σε μια βαθιά οικονομική και πολιτική κρίση.
Επιπλέον, η έκρηξη του περασμένου Αυγούστου και οι δραματικές οικονομικές επιπτώσεις αποτύπωσαν ακόμη πιο έντονα τη μόνιμη παράλυση στην οποία βρίσκεται το λιβανέζικο πολιτικό σύστημα, αλλά και τον ανελέητο και αυτοκαταστροφικό ανταγωνισμό μεταξύ της πολιτικής ελίτ της χώρας. Ο Λίβανος βρίσκεται πια σε ελεύθερη πτώση.
Το αργό τέλος της χώρας, έτσι όπως αυτό εξελισσόταν τα τελευταία χρόνια, έχει μετατραπεί σήμερα σε μια ανεξέλεγκτη και επικίνδυνη πορεία με άγνωστη κατάληξη.
Προς το τέλος της δεκαετίας του 2000, με μια πολιτική συμφωνία στη Ντόχα (2008), ο Λίβανος είχε προσπαθήσει να αφήσει πίσω του τα βαθιά τραύματα εκείνης της ταραγμένης περιόδου –τη δολοφονία του πρώην πρωθυπουργού Ραφίκ Χαρίρι (Φεβρουάριος 2005), την έντονη πόλωση και την αποχώρηση των συριακών δυνάμεων μετά από τρεις δεκαετίες, τις πολιτικές δολοφονίες που την ακολούθησαν όπως εκείνη του δημοσιογράφου και συγγραφέα Σαμίρ Κασίρ (Ιούνιος 2005), τη σφοδρή στρατιωτική σύγκρουση ανάμεσα στη Χεζμπολά και το Ισραήλ τον Ιούλιο-Αύγουστο του 2006 και τέλος τον σύντομο εμφύλιο ανάμεσα στη Χεζμπολά και τις παραστρατιωτικές δυνάμεις των σουνιτών και των δρούζων τον Μάιο του 2008.
O εμφύλιος της Συρίας
Όμως μόλις δύο χρόνια μετά, το 2011, το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου στη γειτονική Συρία έφερε τον Λίβανο ξανά αντιμέτωπο με τα τραύματά του, τα οποία η πολιτική συμφωνία στη Ντόχα είχε προσπαθήσει να κρύψει, αλλά όχι και να επουλώσει.
Ο κλιμακούμενος πόλεμος στη Συρία έφερε τις αντοχές του εύθραυστου λιβανέζικου πολιτικού συστήματος, που βασίζεται στον κοινοτισμό, στα όρια του.
Ο άμεσος κίνδυνος εκείνα τα πρώτα χρόνια του πολέμου στη γειτονική Συρία ήταν η διάχυση της σύγκρουσης στον Λίβανο. Εξάλλου, ένα μέρος της σουνιτικής κοινότητας του Λιβάνου στήριζε ενεργά την αντικαθεστωτική εξέγερση των Σύρων σουνιτών κατά του αλαουίτη Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ.
Στην δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Λιβάνου, την Τρίπολη, ξέσπασαν πολύμηνες ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα σε ομάδες της σουνιτικής κοινότητας της πόλης και την μειονότητα των αλαουιτών που κατοικούν στην περιοχή του Τζαμπάλ Μοχσέν.
Ενώ η εμπλοκή των μαχητών της Χεζμπολά στον εμφύλιο της Συρίας και στο πλευρό του Άσαντ είχε ως αποτέλεσμα τη νέα όξυνση των σχέσεων της σιιτικής οργάνωσης με την σουνιτική κοινότητα, αλλά και την έξαρση βομβιστικών επιθέσεων σουνιτών ισλαμιστών σε σιιτικές περιοχές, όπως το Χάρετ Χρέικ στα νότια προάστια της Βηρυτού.
Ταυτοχρόνως, ο Λίβανος έγινε αποδέκτης εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων από τη Συρία και σύντομα μετατράπηκε στη χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό προσφύγων στον κόσμο με περίπου 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες σε πληθυσμό σχεδόν 7 εκατομμυρίων.
Με ορατό τον κίνδυνο της διάχυσης του συριακού πολέμου στον Λίβανο, οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας επέλεξαν το πάγωμα των κοινοβουλευτικών διαδικασιών της χώρας, τη συγκρότηση προσωρινών και αδύναμων κυβερνήσεων «ενότητας» και τη τήρηση μιας «πολιτικής ουδετερότητας» στον συριακό εμφύλιο.
Το αποτέλεσμα ήταν η παγίωση της πολιτικής παράλυσης του Λιβάνου, αλλά και η περαιτέρω επιβεβαίωση του ισχυρού πολιτικού και στρατιωτικού ρόλου της Χεζμπολά, η οποία συνέχισε να μάχεται στα μέτωπα της Συρίας σε έναν πόλεμο που η ηγεσία της θεωρούσε υπαρξιακό ζήτημα για τη σιιτική οργάνωση.
Την ίδια στιγμή, η οικονομία του Λιβάνου είχε ήδη αρχίσει να επιδεινώνεται, έχοντας δεχθεί πολύ μεγάλη πίεση από τον πόλεμο στη γειτονική Συρία, από τη σημαντική υποχώρηση των τουριστικών εσόδων και από την διαρκή παράλυση των κυβερνητικών θεσμών, ενώ το δημόσιο χρέος της χώρας, ένα από τα υψηλότερα στον κόσμο, συνέχισε να διογκώνεται.
Το φθινόπωρο του 2019 ξέσπασαν στον Λίβανο αντικυβερνητικές διαδηλώσεις, που για πρώτη φορά είχαν τόσο έντονο διακοινοτικό χαρακτήρα και οι οποίες στόχευσαν ολόκληρη την πολιτική ελίτ του Λιβάνου, ζητώντας την αλλαγή του πολιτικού συστήματος.
Οι δυνάμεις ασφαλείας απάντησαν με σφοδρότητα, όπως άλλωστε και τα περισσότερα κόμματα που έχουν μοιράσει το κράτος του Λιβάνου μεταξύ τους και δεν επιθυμούν να χάσουν τα κέρδη δεκαετιών. Υπό την πίεση της κυβερνητικής αντίδρασης και των κομμάτων και στη συνέχεια της πανδημίας, οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις υποχώρησαν και ο Λίβανος επέστρεψε στη γνώριμη πολιτική παράλυση.
Όμως η φονική έκρηξη της 4ης Αυγούστου του 2020 στο λιμάνι της Βηρυτού, αποτέλεσμα της ανεπάρκειας και αδιαφορίας των πολιτικών της χώρας, ήταν ταυτοχρόνως και μια έκρηξη στα θεμέλια του πολιτικού συστήματος. Οι επόμενοι μήνες που ακολούθησαν αποκάλυψαν τη θραύση που είχε προκληθεί στις δομές του κράτους και της κοινωνίας.
Ταυτοχρόνως, παρά το γεγονός πως η ένταση του συριακού πολέμου έχει μειωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, οι κυρώσεις που έχουν επιβάλλει οι ΗΠΑ στο καθεστώς Άσαντ έχει πολύ σημαντικό αντίκτυπο στην λιβανέζικη οικονομία, καθώς έχουν εκτοξεύσει το λαθρεμπόριο καυσίμων, τροφίμων και άλλων αγαθών προς τη γειτονική χώρα και βυθίζουν ακόμη περισσότερο την οικονομία του Λιβάνου.
Μια πολυδιάστατη κρίση
Σήμερα ο Λίβανος βρίσκεται σε πλήρη οικονομική κατάρρευση.
Η λιβανέζικη λίρα έχει χάσει σχεδόν το 90% της αξίας της, η ανεργία έχει εκτοξευθεί και ένα μεγάλο ποσοστό των πολιτών ζουν στο όριο της φτώχειας.
Ταυτοχρόνως, η χώρα αντιμετωπίζει μια πρωτοφανή ενεργειακή και επισιτιστική κρίση, ενώ σε κίνδυνο κατάρρευσης βρίσκεται και το σύστημα υδροδότησης της χώρας, εξέλιξη που θα αποτελέσει ανθρωπιστική καταστροφή.
Αυτή η οικονομική κρίση έχει έλθει να προστεθεί στη μακροχρόνια πολιτική κρίση της χώρας, αλλά και στις πιέσεις που δέχεται ο Λίβανος από το δύσκολο γεωπολιτικό περιβάλλον της Μέσης Ανατολής, δημιουργώντας έτσι ένα εξαιρετικά επικίνδυνο μείγμα με απρόβλεπτες διαστάσεις.
Η έξοδος από αυτήν την πολυδιάστατη κρίση διαφαίνεται εξαιρετικά δύσκολη.
Ένα εμπόδιο αποτελεί η προσπάθεια των βασικών πόλων του πολιτικού συστήματος να διατηρήσουν τα όποια πλεονεκτήματα διαθέτουν σε έναν διαρκή ανταγωνισμό πολιτικής ισχύος.
Ο πρώην πρωθυπουργός Σαάντ Χαρίρι, πρόεδρος του σουνιτικού Κινήματος για το Μέλλον, και ο Τζεμπράν Μπασίλ, πρώην υπουργός Εξωτερικών και πρόεδρος του χριστιανικού Ελεύθερου Πατριωτικού Κινήματος, βρίσκονται σε έντονο πολιτικό ανταγωνισμό.
Παράλληλα, η Χεζμπολά διατηρεί μια στάση αναμονής καθώς η παρούσα παράλυση της παρέχει το ρόλο του πολιτικού ρυθμιστή και συντηρεί το στρατιωτικό πλεονέκτημα της οργάνωσης σε ένα κράτος το οποίο έχει αποδομηθεί.
Από την άλλη, αν το σύστημα καταρρεύσει ολοκληρωτικά, τότε το πεδίο ανοίγει εκ νέου. Μια τέτοια εξέλιξη θα αποσταθεροποιήσει πλήρως τον Λίβανο και θα συμπαρασύρει και τη Χεζμπολά.
Ένα ακόμη εμπόδιο αποτελεί η σύνθετη γεωπολιτική κατάσταση στη Μέση Ανατολή, η οποία έχει εγκλωβίσει τον Λίβανο.
Στο πολιτικό σύστημα του Λιβάνου, που βασίζεται στον κοινοτισμό, στον καταμερισμό της πολιτικής ισχύος στις θρησκευτικές κοινότητες, αντικατοπτρίζονται οι περιφερειακοί ανταγωνισμοί της περιοχής, κυρίως εκείνος ανάμεσα στο σιιτικό Ιράν και τη σουνιτική Σαουδική Αραβία.
Υπό αυτό το πρίσμα, οι βασικοί πόλοι του λιβανέζικου πολιτικού συστήματος δεν κινούνται με βάση μόνο τις πολιτικές φιλοδοξίες ή την εκπροσώπηση των συμφερόντων της κοινότητας από την οποία προέρχονται, αλλά και από την περιφερειακή πολιτική της Τεχεράνης και του Ριάντ.
Ένα τρίτο εμπόδιο αποτελεί μια ακόμη έκφανση του πολιτικού συστήματος του Λιβάνου, η ύφανση ενός διακοινοτικού πλέγματος εξουσίας το οποίο, παρά τον διαρκή πολιτικό ανταγωνισμό στο εσωτερικό του, έχει ως στόχο τη διατήρηση και προστασία της πολιτικής ελίτ και τη θωράκισή της απέναντι στο μεγαλύτερο κομμάτι της λιβανέζικης κοινωνίας.
Αυτό το πλέγμα εξουσίας είναι εκείνο που προσπαθεί να διατηρήσει τα προνόμιά του. Μαζί με αυτό, όμως, απειλείται πλέον ολόκληρο το πολιτικό σύστημα του Λιβάνου το οποίο, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών, μετασχηματίστηκε από ένα σύστημα καταμερισμού της πολιτικής ισχύος σε ένα σύστημα διαμοιρασμού του ίδιου του κράτους του Λιβάνου.
Το αποτέλεσμα είναι πως ο Λίβανος αντιμετωπίζει πλέον μια σύνθετη κρίση που υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να απειλήσει την ίδια του την ύπαρξη.