Στὴ βραδινὴ ἀκολουθία τῆς Μ. Πέμπτης, ποὺ ἀποτελεῖ τὸν Ὄρθρο τῆς Μ. Παρασκευῆς, παρακολουθοῦμε τὰ Πάθη τοῦ Χριστοῦ βῆμα βῆμα. Οἱ διηγήσεις τῶν Παθῶν ἀναπτύσσονται μέσῳ τῆς ὑμνολογίας καὶ μέσῳ τῶν κειμένων τῶν τεσσάρων εὐαγγελιστῶν. Αὐτὲς οἱ δεύτερες, διασπαρμένες σὲ ὅλη τὴν Ἀκολουθία, ἔχουν αὐτοτελὴ τίτλο: τὰ Δώδεκα Εὐαγγέλια. Οἱ διηγήσεις ἀρχἰζουν ἀμέσως μετὰ τὸ Δεῖπνο καὶ τελειώνουν μὲ τὴν ταφὴ καὶ τὸ σφράγισμα τοῦ μνημείου. Περιλαμβάνουν δηλαδὴ τὰ δραματικὰ γεγονότα δύο ἡμερῶν, Πέμπτης καὶ Παρασκευῆς τῆς ἑβδομάδας ἐκείνης τοῦ ἰουδαϊκοῦ Πάσχα, ποὺ μάλιστα ἐκείνη τὴ χρονιὰ συνέπιπτε νὰ εἶναι Σάββατο, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐκεῖνο τὸ Σάββατο χαρακτηρίστηκε «μεγάλο»: «ἦν γὰρ μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνη τοῦ Σαββάτου» (Ἰωάν. 19,31).
Τὸ πρῶτο εὐαγγέλιο, ποὺ εἶναι ἐκτενές, ὀνομάζεται «Διαθήκη» καὶ περιλαμβάνει τέσσερα καὶ μισὸ κεφάλαια ἀπὸ τὸ Κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιο (13,31-38, 14,1-31, 15,1-37, 16,1-33, 17,1-26, καὶ 18,1). Ἀρχίζει μετὰ τὸ Δεῖπνο καὶ τελειώνει πρὶν ἀπὸ τὴ σύλληψη τοῦ Χριστοῦ («Ταῦτα εἰπὼν ὁ Ἰησοῦς ἐξῆλθε σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ πέραν τοῦ χειμάρρου τῶν Κέδρων, ὅπου ἦν κῆπος, εἰς ὃν εἰσῆλθεν αὐτὸς καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ»). Πρόκειται γιὰ μιὰ σύνοψη τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ καὶ συγχρόνως γιὰ μιὰ ἀνάδειξη τοῦ ἔργου τὸ ὁποῖο ἀνέλαβε νὰ φέρει εἰς πέρας ὑλοποιώντας τὴ βούληση τοῦ οὐρανίου Πατρός (βλ. τὸν στ. 4 τοῦ 17ου κεφ.: «Ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω»). Οἱ στίχοι 31-38 τοῦ 13ου κεφ. ἀποτελοῦν εἰσαγωγὴ στὰ ὅσα θὰ ἀναπτυχθοῦν στὰ τρία ἑπόμενα κεφάλαια (14ο, 15ο, 16ο), τὰ ὁποῖα ἀντιλαμβανόμαστε ὡς παρακαταθήκη τοῦ Ἰησοῦ πρὸς τοὺς μαθητές του πρὸ τοῦ θανάτου του, καὶ συγχρόνως ὡς σύνοψη τοῦ λόγου του, γι᾽ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ ὀνομάστηκε αὐτὸ τὸ Α´ εὐαγγέλιο (ἀπὸ τὰ Δώδεκα) «Διαθήκη».
Ἐξαιρετικὴ εἶναι ἡ προσέγγιση καὶ ἐπισήμανση τοῦ Παπαδιαμάντη γιὰ αὐτὸν τὸν ὅρο, σὲ δύο ἄρθρα του γιὰ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα: «Τῇ ἑσπέρᾳ ταύτῃ ψάλλεται ὁ Ὄρθρος τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς […] Ἡ ἑσπερινὴ τῆς σήμερον ἀκολουθία, διακρινομένη καθ᾽ ὅλα ἀπὸ τῆς τῶν παρελθουσῶν ἡμερῶν, ἄρχεται κατανυκτικώτατα ἀναγινωσκομένου ὡς πρώτου τοῦ εὐαγγελίου τοῦ ὀνομαζομένου Διαθήκη ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου. Ἐν αὐτῷ ὁ ὑψιπέτης ἀετὸς ὡς ὀνομάζεται ἀπό τινα ἐκκλησιαστικὸν συγγραφέα Ἰωάννης ὁ Θεολόγος [βλ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ὁμολογία Πίστεως (Περὶ Μνημοσύνων), 1819: «ὁ ὑψηπέτης ἀετὸς τῆς θεολογίας»], περιλαμβάνει τὴν μακρὰν ὁμιλίαν τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς μαθητάς του ἣν ἀπήγγειλε μετὰ τὸν Δεῖπνον. Ἐν αὐτῇ ἀναπτύσσεται μάλιστα ἡ ὅλως νέα διὰ τὸν κόσμον ἐντολὴ τῆς χριστιανικῆς πρὸς τὸν κόσμον ἀγάπης. Ἐν γένει τὸ εὐαγγέλιον τοῦτο διακρίνεται διὰ τὸ μεγαλεῖον καὶ τὸ κάλλος τῶν ἐν αὐτῷ περιεχομένων διδαγμάτων» (Ἀλ. Παπαδιαμάντη, Ἅπαντα, Δόμος, τόμ. 5, σελ. 73: «Ἡ ἑβδομὰς τῶν Ἁγίων Παθῶν. Μεγάλη Παρασκευή»). Καί, ἐπίσης, «Ἡ ἱστορία τῶν Παθῶν περιέχεται ἐν τῇ ἀκολουθίᾳ τῆς ἑσπέρας ταύτης. Ἐκ τῶν 12 ἀναγινωσκομένων Εὐαγγελίων, διακρίνεται ἰδίως τὸ Α´λεγόμενον Διαθήκη. Τί ἕτερον εἶχεν ὁ Ἰησοῦς νὰ συστήσῃ ἐν τῇ τελευταίᾳ μακρᾷ ὁμιλίᾳ πρὸς τοὺς μαθητάς του εἰ μὴ τὴν ἐντολὴν τῆς ἀγάπης πρὸς ἀλλήλους; Ἀκούσατέ την μετὰ προσοχῆς ἀπόψε τὴν ὁμιλίαν αὐτὴν τὴν θείαν!» (ὅ.π., σελ. 87: «Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάς. Μεγάλη Πέμπτη»).
Πράγματι, στὸν στ. 34-35 τοῦ 13ου κεφ. κατατίθεται αὐτὴ ἡ νέα ἐντολὴ τῆς ἀγάπης: «Ἐντολὴν καινὴν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καὶ ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις». Βρισκόμαστε στὸ ἐπίκεντρο τῆς θείας διδασκαλίας. Ἡ ἀγάπη, γιὰ τὴν ὁποία μιλάει ὁ Χριστός, δὲν ἔχει ἠθικὸ περιεχόμενο, ἀλλὰ ὀντολογικό. Πρόκειται γιὰ τρόπο ὑπάρξεως. Κριτήριο αὐτῆς τῆς ἀγάπης τὴν ὁποία καλοῦνται νὰ ἐνεργοῦν οἱ μαθητές, εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Στὸ 15ο κεφ. (στ. 12-13) θὰ ἐπαναλάβει τὴν «ἐντολὴ» τῆς ἀγάπης ὡς προϋπόθεσης αὐτῆς τῆς νέας πραγματικότητας ποὺ ἐγκαινίασε, ἐπισημαίνοντας ὅτι ἡ δική του ἀγάπη γιὰ τὸν κόσμο θὰ φανερωθεῖ μὲ τὴ θυσία του ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ: «Αὕτη ἐστὶν ἡ ἐντολὴ ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς. Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ».
Πρέπει νὰ μάθουμε ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ Θεὸς-ἀγάπη. Γιὰ νὰ μάθουμε ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ Θεός, πρέπει νὰ ἔρθει ὁ Υἱός του, νὰ γίνει ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς, καὶ ὡς ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς νὰ μᾶς τὸν ἀποκαλύψει, νὰ μᾶς ἀποκαλύψει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὑπάρχει αὐτὸς ὁ Θεός. Στὴν Α´ καθολικὴ Ἐπιστολή του (4,8) ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης συγκεφαλαιώνει τὸν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ: «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί»· ὄχι ὁ Θεὸς ἀγαπάει, ἀλλὰ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη. Αὐτὴ λοιπὸν τὴν ἀγάπη καταθέτει ὁ Ἰησοῦς ὡς δρόμο καὶ ὡς ὁδό, δηλαδὴ ὡς τρόπο ὑπάρξεως γιὰ τοὺς μαθητές του καὶ γιὰ τοὺς μαθητὲς τῶν μαθητῶν του καὶ γιὰ ὅσους πιστεύουν σ’ αὐτόν.
Τὸ 14ο κεφάλαιο ἔχει μιὰ χρονικὴ αὐτοτέλεια, ἀφοῦ ὁ διάλογος ποὺ περιέχει καὶ οἱ παρατηρήσεις τοῦ Ἰησοῦ τοποθετοῦνται μέσα στὸ πλαίσιο τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου ὡς κατακλείδα του, ὅπως φαίνεται στὸν τελευταῖο στίχο: «Ἐγείρεσθε, ἄγωμεν ἐντεῦθεν». Στὰ οἱονεὶ διαλογικὰ μέρη αὐτοῦ τοῦ λόγου λαμβάνουν μέρος οἱ μαθητὲς Θωμᾶς, Φίλιππος καὶ Ἰούδας ὁ Λεββαῖος ἢ Θαδδαῖος («οὐχ ὁ Ἰσκαριώτης», ὅπως ἐπισημαίνεται στὸ κείμενο). Τὸ κεφάλαιο αὐτὸ θὰ μπορούσαμε νὰ τὸ χωρίσουμε σὲ τρία μέρη, ἀλληλοεξαρτώμενα ὅμως μεταξύ τους: α) ἡ διακήρυξη ὅτι ἡ ὁδὸς πρὸς τὸν Θεό (τὸν Πατέρα) διέρχεται διὰ τοῦ Υἱοῦ (τοῦ Χριστοῦ), β) ἡ ὑπογράμμιση τῆς ὑποστατικῆς σχέσης Πατρὸς καὶ Υἱοῦ, γ) ἡ ἀναφορὰ στὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ θὰ ἔλθει νὰ ὁλοκληρώσει τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ παραμείνει στὸ πλευρὸ τῶν μαθητῶν καὶ ὅλων τῶν μετέπειτα πιστῶν.
“Κατ’ οὐσίαν ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὅλη ἡ ἱστορία, εἶναι μία ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ.”
Μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐρώτηση τοῦ Θωμᾶ γιὰ τὴν ὁδό («Κύριε, οὐκ οἴδαμεν ποῦ ὑπάγεις· καὶ πῶς δυνάμεθα τὴν ὁδὸν εἰδέναι;», ὁ Χριστὸς θὰ ἀποκαλύψει ὅτι ἡ ὁδὸς (καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ) εἶναι ὁ ἴδιος. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ, μονοσήμαντη καὶ ἀποκαλυπτική, ἀνοίγει νέο δρόμο στὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου. Κανένας δρόμος δὲν ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία, παρὰ μόνον αὐτὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴ σχέση μὲ τὸν Χριστό. Αὐτὸς τελικὰ εἶναι ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου, καὶ ἡ σχέση μαζί του εἶναι ἡ μόνη ἀλήθεια τοῦ κόσμου, καθὼς ἐπίσης εἶναι ἡ μόνη ποὺ εἰσάγει στὴν πραγματικὴ ζωή. Γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ θεία υἱοθεσία, ἡ θέωση, κατὰ τὴν πατερικὴ ὁρολογία, χρειάζεται ἡ σχέση μὲ τὸν Χριστό, ὄχι μόνον στὸ ἐπίπεδο τῆς πίστης, ἀλλὰ σὲ ὑπαρξιακὸ ἐπίπεδο.
Ἡ πίστη σὲ Θεὸ ποὺ παραμένει ἄγνωστη, δηλαδὴ ἄ-σχετη, εἶναι μιὰ στάση τῶν ἀνθρώπων ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ μὴ πίστη σὲ Θεὸ κατὰ τοὺς ὕστερους αἰῶνες μετὰ τὴν Ἀναγέννηση καὶ τὴν ἐμφάνιση τῆς ἀθεΐας. Καὶ οἱ δυὸ τάσεις εἶναι ὁμόλογες, καὶ οἱ δυὸ τάσεις γεννοῦν ἀγνωσία, δηλαδὴ καθεστὼς θανάτου. Ἡ πίστη ὅμως στὸν Χριστὸ καὶ κατὰ συνέπεια στὸν Πατέρα τοῦ Χριστοῦ, καθιστᾶ σχέση μὲ τὸν Θεὸ διὰ τοῦ Υἱοῦ του, δηλαδὴ παρέχει ζωή. Ἡ γνώση τοῦ οὐρανίου Πατρὸς διέρχεται διὰ τῆς σχέσεως μὲ τὸν Θεάνθρωπο Υἱό του. Ὁ Υἱὸς-Χριστὸς μᾶς φανερώνει τὸν Πατέρα-Θεό, ποὺ σημαίνει ὅτι μᾶς συνδέει μ᾽ αὐτόν. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐρώτηση τοῦ Φιλίππου («Κύριε, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα καὶ ἀρκεῖ ἡμῖν») ἐπιτρέπει στὸν Ἰησοῦ νὰ ἀποκαλύψει ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Πατρός («Ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα»).
Τελικά, πέραν τῶν ὅσων εἶπε καὶ ἔπραξε ὁ Χριστὸς γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου, τὸ κορυφαῖο ἔργο του ἦταν ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ὡς Πατρός του. Κατ’ οὐσίαν ἦρθε νὰ μᾶς πεῖ ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, νὰ μᾶς ἀποκαλύψει τὸν Θεό. Ὡς θεότητα τὸν Θεὸ τὸν εὐσεβοῦνταν οἱ Ἰουδαῖοι, ἀπὸ τοὺς ὁποίους προῆλθε ὁ Χριστός, τὸν εὐσεβοῦνταν καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι ἔξω ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους. Ἔχουμε μαρτυρίες ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι εὐσεβοῦνται τὸν Θεὸ καὶ ψάχνουν νὰ τὸν βροῦν. Κατ’ οὐσίαν ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὅλη ἡ ἱστορία, εἶναι μία ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως, ὡς Χριστός, εἶναι ὁ μόνος ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει ποιὸς εἶναι ὁ Θεός. Μέχρι τότε μπορούσαμε νὰ μάθουμε τὰ περὶ τὸν Θεόν, δὲν μπορούσαμε ὅμως νὰ γνωρίσουμε τὸν Θεό, οὔτε κἂν νὰ τοῦ ἀποδώσουμε ἕνα ὄνομα. Γιὰ πρώτη φορὰ μαθαίνουμε λοιπὸν πῶς λέγεται ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν Υἱό, ὅταν ὁ δεύτερος μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ Θεὸς λέγεται «Ὁ Πατήρ μου», εἶναι ὁ Πατέρας μου. Ὁ Πατὴρ ἔχει Υἱό, ὁ Πατὴρ ἀποστέλλει τὸν Υἱὸ στὸν κόσμο γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ κόσμος. Γι’ αὐτὸ θὰ ἐπιμείνει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Πατρὸς ἀνάμεσά μας, ὅτι ἡ μόνη δυνατότητα νὰ γνωρίσουμε τὸν Πατέρα εἶναι νὰ σχετιστοῦμε μὲ τὸν Υἱό. Ὄχι νὰ γνωρίσουμε τὸν Υἱὸ ἀφηρημένα, ὡς ἕνα μεγάλο διδάσκαλο, ὡς ἕναν σπουδαῖο ἄνθρωπο, ὡς ἕναν δίκαιο ἄνθρωπο, ἀλλὰ νὰ ἔρθουμε σὲ σχέση μαζί του. Αὐτὴ ἡ σχέση μᾶς συνδέει μὲ τὸν Πατέρα.
Ἀλλὰ καὶ ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπισημαίνεται ὡς οὐσιώδης, ὄχι μόνον γιὰ τὴ θεμελίωση ἀλλὰ καὶ γιὰ ὁλοκλήρωση τοῦ σωτηριώδους ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Κατὰ τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἐπισήμανση τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς μαθητές του, «ὁ παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν», ἀποκαλύπτει τὴ συνθήκη ποὺ ὅπως γνωρίζουμε ἐγκαινιάσθηκε κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ τροφοδοτεῖ τὸν ἐκκλησιαστικὸ βίο. Τὸ «σχῆμα» ποὺ παρουσιάζει ὁ Ἰησοῦς στοὺς μαθητές του εἶναι τὸ ἑξῆς: Θὰ ἔλθει ὁ Παράκλητος, αὐτὸ εἶναι τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας. Αὐτὸς θὰ σᾶς πεῖ ὅλη τὴν ἀλήθεια. Δὲν θὰ σᾶς τὴν πεῖ ἀπὸ μόνο του, θὰ σᾶς τὴν πεῖ ἐκ μέρους μου, διότι ἡ ἀλήθεια εἶμαι ἐγώ. Οὐσιαστικὰ θὰ σᾶς συνδέσει μ᾽ ἐμένα. Δίνοντάς σας ἐμένα τὸ Πνεῦμα, σᾶς δίνει τὸν Πατέρα, γιατὶ ἐγὼ ὑπάρχω ἐπειδὴ ὑπάρχει ὁ Πατέρας, ἐγὼ ἀπὸ τὸν Πατέρα τὰ ἔχω πάρει ὅλα. Πρόκειται γιὰ τὸ μυστήριο τῆς υἱοθεσίας.
Στὸ 15ο κεφάλαιο ἔχουμε μιὰ ἐνδιαφέρουσα περιγραφὴ τοῦ εἶναι τῆς Ἐκκλησίας μέσῳ τῆς εἰκόνας τῆς ἀμπέλου καὶ τῶν κλημάτων της, μιᾶς εἰκόνας ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ τὴν ὀνομάσουμε «παροιμία», ὅρο ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ἀντὶ τοῦ ὅρου «παραβολὴ» ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές. Μὲ τὴν εἰκόνα αὐτὴ ὁ Χριστὸς περιγράφει τὴ σχέση του μὲ τοὺς μαθητές του καὶ τοὺς προσκαλεῖ νὰ μένουν πάντοτε συνδεδεμένοι μαζί του ὥστε νὰ εἶναι ἐπίσης συνδεδεμένοι μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα του. Γνωρίζουμε ὅτι τὴν ἐποχὴ ποὺ γράφτηκε τὸ εὐαγγέλιο ἡ Ἐκκλησία γινόταν ἀντιληπτὴ καὶ μέσῳ τῆς εἰκόνας τοῦ «σώματος», μιᾶς εἰκόνας ποὺ εἶχε εἰσαγάγει στὸν ἐκκλησιαστικὸ βίο ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καὶ ἡ ὁποία ἐπεκράτησε στὶς θεολογικὲς ἀναπτύξεις τῶν Πατέρων. Μὲ αὐτὲς κυρίως τὶς δύο εἰκόνες (παροιμίες) ἀντιλαμβανόταν ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ τί σημαίνει νὰ ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἐμφανίστηκε – εὐτυχῶς– ἀνάγκη νὰ προσδιοριστεῖ τὸ εἶναι τῆς Ἐκκλησίας μὲ κάποιον ὁρισμό, δεδομένου ὅτι γινόταν ἀντιληπτὴ ὡς βιούμενη πραγματικότητα. Μόλις στὰ τέλη τοῦ 15ου αἰώνα ἐμφανίζεται ἕνα εἶδος ὁρισμοῦ, ποὺ διατυπώνεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα: «ἡ Ἐκκλησία σημαίνεται ἐν τοῖς μυστηρίοις», διατύπωση ποὺ πηγάζει ἀκριβῶς ἀπὸ τὶς δύο εἰκόνες: α) τῆς ἀμπέλου καὶ τῶν κλημάτων της, ποὺ εἰσήγαγε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, καὶ β) τοῦ σώματος Χριστοῦ (ὅπου κεφαλὴ εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ μέλη του οἱ πιστοί), ποὺ εἰσήγαγε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Δὲν χρειάζεται ἰδιαίτερη ἀνάλυση γιὰ νὰ γίνει κατανοητὸ ὅτι οἱ δύο εἰκόνες καὶ ὁ «ὁρισμὸς» κορυφώνονται ὡς ἐμπειρία ζωῆς στὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, περιγράφουν δηλαδὴ τὴν Ἐκκλησία ὡς θεία Κοινωνία. Εἰδικὰ ὡς πρὸς τὴν εἰκόνα τῆς ἀμπέλου καὶ τῶν κλημάτων, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἐπάνω σ᾽ αὐτὴν θεμελίωσε ἡ Ἐκκλησία ἀκόμα καὶ τὸν τρόπο τῆς διοικήσεώς της. Βλέπουμε ὅτι σὲ πάρα πολλὲς Συνόδους ἢ σὲ ἀποφάσεις της, ἀνατρέχει σ’ αὐτὴ τὴν εἰκόνα – ἴσως τὴν καλύτερη εἰκόνα γιὰ νὰ μαρτυρήσει τὴν ἑνότητά της καὶ τὴν καρποφορία της σὲ σχέση μὲ τὸν Χριστό. Ἡ ἄμπελος εἶναι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία θὰ ἀποκαλυφθεῖ ὡς ἐνυπόστατη σοφία στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ ἡ Σοφία-Χριστὸς εἶναι ποὺ βλασταίνει τὴ θεία Χάρη καὶ τὰ ἄνθη του παράγουν θεία δόξα καὶ θεῖο πλοῦτο. Τὰ γεννήματά του, ποὺ μᾶς τρέφουν καὶ μᾶς χορταίνουν, προαναγγέλλουν τοὺς καρποὺς τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὅπως ὁ ἴδιος ἐπεσήμανε (βλ. στὸ 6ο κεφάλαιο: «Ἐγὼ εἶμαι ἡ τροφή, ἐμένα θὰ φᾶτε, καὶ ἂν φᾶτε ἐμένα θὰ ζήσετε»). Ὅλη ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι θεμελιωμένη πάνω στὴν ἀντίληψη ὅτι μόνο ἡ σύνδεση μὲ τὸν Χριστὸ μπορεῖ καὶ νὰ ἀξιολογήσει καὶ νὰ ἀξιοποιήσει τὸν ἄνθρωπο. Χωρὶς τὴ σύνδεση μὲ τὸν Χριστό, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἔχει τὴ δυνατότητα ἀσφαλῶς νὰ φέρει πολλοὺς καρπούς, ἀλλὰ ὅλοι αὐτοὶ οἱ καρποὶ εἶναι καρποὶ εἰς θάνατον, δὲν εἶναι καρποὶ εἰς ζωήν. Πολλὰ μπορεῖ νὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος χωρὶς τὸν Χριστό. Ὅλα αὐτὰ τὰ πολλά, τὰ πάμπολλα, εἶναι τελικὰ «οὐδέν» («χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν»). Ἑπομένως τὸ περιεχόμενο τῆς δράσεως τοῦ ἀνθρώπου μετακινεῖται σὲ ἄλλο ἐπίπεδο, μᾶς πάει σὲ «ἄλλον τόπο». Ναὶ μὲν εἴμαστε μέσα στὸν τόπο αὐτῆς τῆς ἱστορίας, ἀλλὰ συνδεμένοι μὲ τὸν Χριστὸ σὲ «ἄλλον τόπο» καὶ μὲ «ἄλλον τρόπο» γινόμαστε διαχειριστὲς μιᾶς ἱστορίας ποὺ λαμβάνει νόημα ἀπὸ τὴ θεία Βασιλεία. Οἱ καρποὶ ποὺ παράγονται ἀπὸ τὰ μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἀνοίγονται πέραν τῆς ἱστορίας («οὗτος φέρει καρπὸν πολύν»), ἀνάγονται στὶς αἰώνιες ἀξίες τῆς Βασιλείας. Ἡ ἄρνηση σχέσης μὲ τὸν Χριστό, πολὺ περισσότερο οἱ δράσεις καὶ ἐνέργειες ἐρήμην τοῦ Χριστοῦ ἢ ἐναντίον του, ἔχουν ὡς συνέπεια τὴν ἐξορία ἀπὸ τὴν κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας του.
“Ἡ ἀγάπη, γιὰ τὴν ὁποία μιλάει ὁ Χριστός, δὲν ἔχει ἠθικὸ περιεχόμενο, ἀλλὰ ὀντολογικό. Πρόκειται γιὰ τρόπο ὑπάρξεως”
Θὰ ἔμενε ἴσως μετέωρη αὐτὴ ἡ ὑπόδειξη τοῦ Χριστοῦ, ἐὰν δὲν συνδεόταν μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Πατρός («Καθὼς ἠγάπησέ με ὁ πατήρ»), καὶ μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ σῶμα τῶν μαθητῶν (= τῶν πιστῶν) («κἀγὼ ἠγάπησα ὑμᾶς· μείνατε ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐμῇ»). Ὁ Πατὴρ ἀγαπάει τὸν Υἱὸ καὶ κατὰ ὁμόλογο τρόπο ὁ Υἱὸς ἀγαπάει τοὺς μαθητές. Καλοῦνται λοιπὸν καὶ οἱ μαθητὲς νὰ πραγματοποιήσουν αὐτὸν τὸν τρόπο ὑπάρξεως. Οἱ ἐπισημάνσεις αὐτὲς ἀναπτύσσουν τὴ σχέση τῶν πιστῶν μὲ τὸν Χριστὸ καὶ δι᾽ αὐτοῦ μὲ τὴ θεότητα, δηλαδὴ μὲ τὴν Ἁγία Τριάδα. Ἐὰν αὐτὴ ἡ καταστατικὴ ἀγάπη ποὺ ὑπάρχει μέσα στὴ θεότητα καὶ ποὺ τὴν καταθέτει ὁ Χριστὸς ὡς ἀγάπη Πατρὸς καὶ Υἱοῦ, ἐὰν αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ἐλευθερία τῆς θεότητας, αὐτὴ ἡ ἀγάπη κατατίθεται καὶ ὡς ζητούμενο τῆς ἀγάπης μέσα στὸν κόσμο. «Ἐγώ», λέει ὁ Χριστός, «σᾶς ἀγάπησα κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ μὲ ἀγαπάει ὁ Πατήρ, δὲν σᾶς ἀγάπησα μὲ ἕναν ἠθικὸ τρόπο, δὲν σᾶς ἀγάπησα ἐπειδὴ εἶσθε καλοὶ ἁπλῶς, σᾶς ἀγάπησα ἐπειδὴ συνδέθηκα μαζί σας, αὐτὴ ἡ σύνδεση φανερώνει καὶ τὸν τρόπο ποὺ ὑπάρχω». Γι’ αὐτὸ ἡ πατερικὴ θεολογία ὑπογραμμίζει ὅτι ὁ ἐνανθρωπίσας Χριστὸς χωρὶς τοὺς μαθητές του, χωρὶς τοὺς πιστούς, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει, μετὰ τὴν ἐνανθρώπησή του. Ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχουμε καὶ ἐμεῖς χωρὶς τὸν Χριστό, ὁ ἄνθρωπος χωρὶς τὸν Χριστὸ δὲν ὑπάρχει, γιατὶ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς ὑπάρξεώς του.
Τέλος, μποροῦμε νὰ ἀντιληφθοῦμε τώρα καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ ὡς πλήρη φανέρωση τῆς θείας ἀγάπης πρὸς τὸν ἄνθρωπο (τὸν κάθε ἄνθρωπο), ὅταν τὸν ἀκοῦμε νὰ δηλώνει ὅτι μέτρο τῆς μεταξύ μας ἀγάπης εἶναι ἡ δική του ἀγάπη: «Αὕτη ἐστὶν ἡ ἐντολὴ ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς. Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ».
Τὸ εἶναι τῆς κοινωνίας (ὡς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ) ποὺ θὰ ἀποκαλύψει ὁ Χριστός, καὶ ποὺ ἀνοίγει διάπλατα τὸ περιεχόμενο τοῦ σωτηριώδους ἔργου του, διατυπώνεται στὸ τέλος τῆς ἐκτενοῦς περικοπῆς τοῦ Α´ εὐαγγελίου τῆς Μεγάλης Πέμπτης: ἕνας νέος λαὸς τοῦ Θεοῦ, τὰ μέλη τοῦ ὁποίου κοινωνοῦν μεταξύ τους γιατὶ κοινωνοῦν μὲ τὸν Χριστό, κατὰ ὁμόλογο μάλιστα τρόπο ποὺ τὰ πρόσωπα τῆς τριαδικῆς θεότητας σχετίζονται μεταξύ τους («ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν, ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσιν τετελειωμένοι εἰς ἕν»), κατάσταση ποὺ τὴν ὀνομάζουμε ἀγάπη. Καταλαβαίνουμε τώρα πλήρως γιατί ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγιναι Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ διῆλθε τὰ στάδια τοῦ Πάθους καὶ ὑπέστη τὸν θάνατο τοῦ Σταυροῦ, ὅπως θὰ ἀκούσουμε ἀπὸ τὶς διηγήσεις τῶν ἄλλων ἕνδεκα εὐαγγελικῶν περικοπῶν: «ἵνα ἡ ἀγάπη ἣν ἠγάπησάς με [Πάτερ] ἐν αὐτοῖς ᾖ κἀγὼ ἐν αὐτοῖς».