Στα ημερολόγια καταστρώματoς οι θαλασσοπόροι σημείωναν ό,τι τους συνέβαινε την ημέρα και ό,τι τους απασχολούσε στη διάρκεια της νύχτας. Με τον «θαλασσινό» όπως αποκαλούνταν Γιώργο Σεφέρη, έχει κάνει πολλά ταξίδια ο Γιώργος Κόρδης. Πάνω από δυο δεκαετίες τον συντροφεύει ο ποιητής με το αντίτυπο από τα «Ποιήματα» (10η έκδοση), ενόσω γυρίζει τον κόσμο και ιστορεί ναούς. Σχεδίαζε, υπογράμμιζε, κρατούσε σημειώσεις επάνω στο βιβλίο, διαβάζοντας και νιώθοντας, κι επεξεργαζόταν βράδια, κυρίως, επιστρέφοντας στο «κελί». Τα σχόλια δεν στοχεύουν στο ποιητικό βάθος οπωσδήποτε, αλλά κυρίως σε εικόνες που δίνει ο ποιητής. Έτσι, σε μερικές σελίδες υπάρχουν εικόνες που σχεδίασε ο ζωγράφος θέλοντας να γράψει την εικόνα που ιστορεί το ποίημα. Πολλές από αυτές αργότερα τις μετέφερε, σχεδόν αυτούσιες, στο τάμπλετ που χρησίμευε σαν ημερολόγιο.
Ο Σεφέρης είναι ποιητής που δεν είναι εύκολο να σχολιάσεις εικαστικά. Κι αν το τολμήσεις, ερώτημα παραμένει πώς να εικονογραφήσεις. Διότι ο λόγος του δεν μιλάει για το παροντικό, για το γεγονός, αλλά εκφράζει τη μνήμη. Κάθε στίχος του είναι μια άσκηση στην ιστορία. Ο ίδιος ο Σεφέρης γράφει:
«Σπάνια μου πέτυχαν τα ζευγαρώματα των τεχνών. Ήταν πάντα για μένα κάτι σαν δυο άλογα ζεμένα στο ίδιο αμάξι που ξαφνικά τραβούν προς αντίθετες κατευθύνσεις. Έτσι, άκουσα με πολύ δισταγμό την ιδέα του Ίκαρου να ζητήσει από το Γιάννη Μόραλη να εικονογραφήσει τα ποιήματά μου. Ωστόσο όταν, ύστερα από αρκετούς μήνες, ο Μόραλης μου έδειξε τις ζωγραφιές του, κατάλαβα πως μπορεί κάποτε να μην υπάρχει διόλου αμάξι, παρά μόνο δυο ελεύθερα άλογα καλπάζοντας ανεξάρτητα σ’ ένα πράσινο λιβάδι.(…) Έτυχε να με ρωτήσουν αν αυτές οι εικόνες είναι η σωστή ζωγραφική ερμηνεία των ποιημάτων μου. Ο επαρκής παρατηρητής εύκολα βλέπει πως δεν υπάρχει περιεχόμενο σ’ ένα τέτοιο ερώτημα. Η ερμηνεία κάθε έργου είναι ερμηνεία του εαυτού μας, όχι εκείνου που το δημιούργησε, αλλά εκείνου που το διαβάζει, το βλέπει ή το ακούει» [Δοκιµές, τ. Γ΄, Αθήνα 2000, σ. 174-175].
Έτσι και τα σχέδια του Κόρδη στις σελίδες του Σεφέρη έχουν στοιχεία αναφοράς, αλλά δεν θα βρεις εικονογράφηση. Ανιχνεύεις, όχι τα βήματα του ποιητή, αλλά την έκφραση του ζωγράφου. Παρ΄όλ αυτά, δεν πρόκειται απλώς για έναν έντιμο και οικείο διάλογο των δύο. Υπάρχει μία υπόγεια σχέση που υπήρξε καθοριστική, όχι μόνο στα έργα αυτά, αλλά συνολικά, στο ιδίωμα του ζωγράφου.
Στο βιβλίο ο Κόρδης στέκεται στο τρίτο μέρος της σύνθεσης «Ημερολόγιο Καταστρώματος», αυτό που χορήγησε στον ποιητή η Κύπρος που τόσο την αγάπησε. Ο Σεφέρης όταν επισκέπτεται την Κύπρο (φθινόπωρο του 1953), με τη βοήθεια φίλων του, μεταξύ των οποίων ο ζωγράφος Αδαμάντιος Διαμαντής, καταγίνεται με πάθος στην ανακάλυψη του νησιού. «Από εδώ νιώθει κανείς την Ελλάδα (ξαφνικά) ευρύχωρη, πιο πλατιά. Το αίσθημα πως υπάρχει ένας κόσμος που μιλά ελληνικά, είναι ελληνικός» σημειώνει με ενθουσιασμό στο ημερολόγιό του. Εκεί, ο ποιητής ανακαλύπτει τη διευρυμένη έννοια του ελληνισμού που αναζητά πέρα από τα όρια του ελληνικού κράτους. Βλέπει ενσαρκωμένο το ποιητικό του όραμα που σχετίζεται με την έννοια της πνευματικής αποκατάστασης του σύγχρονου ελληνισμού. Το ίδιο αίσθημα για την Κύπρο γνώρισε ο Κόρδης, χρόνια μετά, μέσα από την αφήγηση ενός άλλου ζωγράφου που υπήρξε δάσκαλός του.
«Ο Συμεών Συμεού – μια ασκητική μορφή σαν όρθια παύλα από το χωριό της Ξυλοτύμβου - πέρασε μεγάλο κομμάτι της νιότης του σε διάφορα ξωκκλήσια με τη γιαγιά του. Στους μάστορες - αγιογράφους της τουρκοκρατίας, γνώρισε τον τόπο και την εποχή του: τα σπίτια, τα φυτά, τους χειμάρρους, χτίζοντας μια σχέση ανάμεσα στην εικόνα και το περιβάλλον. Η ματιά του αυτή μετέφερε με τρόπο ποιητικό όλη την ιστορία του νησιού. Κι από τις ιστορίες των απλών ανθρώπων και τα πάθη τους είδα κι εγώ το νησί με ένα “βίωμα” εξίσου αποκαλυπτικό. Αυτό το στοιχείο είναι που με έκανε να αγαπήσω τον κόσμο της βυζαντινής ζωγραφικής» ομολογεί ο ζωγράφος.
Όλο το έργο του Σεφέρη είναι µια συνοµιλία µε την παράδοση. Αλλά το παρελθόν για τον ποιητή δεν προσεγγίζεται νοσταλγικά, μα καλλιεργείται διαρκώς αισθητικά. Μύθος και ιστορία συνδέονται με το σήμερα. Ο πλούτος των παραποµπών που χρησιµοποιεί στην ποίησή του από τον αρχαίο κόσµο και από τα χριστιανικά κείµενα χαρίζει βάθος σε αυτήν, υφαίνοντας έναν ιστορικό ιστό, σε µια σύνθεση διαφορετικών εποχών και µορφών του Ελληνισµού. Μας αποκαλύπτει έτσι ένα κόσµο που είναι ο κόσµος του Οµήρου, του Μακρυγιάννη και του Παπαδιαµάντη, αλλά και ο κόσµος µας, που κουβαλά µέσα του την µακρά και αδιάσπαστη λαϊκή παράδοσή µας βαθιά ριζωµένη, φωνές πολλών ανθρώπων και όχι ενός µονάχα, προσχώσεις πολλών γενεών που είµαστε εµείς οι ίδιοι, όλοι µαζί: πεθαµένοι και ζωντανοί, αλληλέγγυοι και συνυπεύθυνοι για να μιλήσουμε τη γλώσσα του ποιητή. Εδώ είναι που συναντιέται ο Κόρδης με τον Σεφέρη, καθώς γοητεύεται από την ιστορία, έχοντας το βλέμμα στραμμένο στην ίδια τη ζωή.
Η αναμφίβολη σχέση του ζωγράφου με την παράδοση υπογραμμίζεται από τις ρητές ή υπαινικτικές αναφορές του στην ελληνική τέχνη διαχρονικά, από τα θραύσματα των αγγείων έως τον Παρθένη, σε όλους τους δημιουργούς που διάλεξε ως δασκάλους ή συμπαραστάτες και στις εκλεκτικές του συγγένειες με το έργο τους. Εδώ, λοιπόν, ο ζωγράφος κάνει χρήση κι απολαμβάνει τη θαλπωρή του μύθου της Κύπρου.
Όλη η ιστορία του νησιού απλώνεται σαν καμβάς που του επιτρέπει να αλιεύει μορφές που βρίσκονται πέρα από τα όρια του χρόνου και του χώρου, πέρα από κάθε αντιστοιχία και αναλογία, αλλά πάντως όχι πέρα από την αναγνώριση της ανθρωπιάς τους. Είναι μορφές μιας πραγματικότητας φτιαγμένης με υλικά της μνήμης του ανθρώπου.
Υπάρχει, όμως, και μια βαθύτερη συγγένεια ανάμεσα στο ζωγράφο και στον ποιητή, ένας εσωτερικός λόγος που διατρέχει την ημερολογιακή γραφή στο έργο των δύο. Σε μία συζήτηση του Σεφέρη με τον Θεοτοκά τον Μάρτιο του 1940, ο τελευταίος του αποκαλύπτει ότι συχνά σχίζει σελίδες από το τετράδιο του ημερολογίου του όταν ανακαλύπτει ότι δεν τον αντιπροσωπεύουν πια. Ο Σεφέρης προσπαθεί να του εξηγήσει ότι το ημερολόγιο δεν είναι όλες οι στιγμές ή η πεμπτουσία της ζωής, είναι το σημάδι μιας οποιασδήποτε στιγμής, και ότι με αυτό τον τρόπο δεν γράφει ημερολόγιο αλλά λογοτεχνία [Σεφέρης, Μέρες Γ‘, σσ. 177-178]. Ο αποσπασματικός χαρακτήρας του ημερολογίου δεν συνεπαγόταν, λοιπόν, για τον Σεφέρη αναγκαίο κακό αλλά αντίθετα πλεονέκτημα, διότι η «στιγμή» ταυτιζόταν γι’ αυτόν με την έμπνευση, τη φευγαλέα εντύπωση, που ήταν ο κινητήριος μοχλός της λογοτεχνικής δημιουργίας. Η τεχνική του μοντάζ στην ποίησή του έχει την ακριβή αντιστοιχία της στην αποσπασματική μνήμη του ημερολογίου.
Αναλόγως συμπεριφέρεται και ο Γιώργος Κόρδης. Όπως σε όλο το έργο του, ο ζωγράφος αποδίδει τα αντικείμενα και τα σώματα με τρόπο πέρα από το σουρεαλιστικό, με τρόπο ερωτικό, τρόπο που δείχνει τον δημιουργό παρμένο θάλεγες από τον έρωτα για το πρόσωπο που εικονίζει. Η ρευστότητα της πραγματικότητας πάντα παρούσα, με υπογραφή της τα καράβια, πάντοτε παρόντα στα ψηφιακά έργα, μετέχοντας ζωηρά στην περι-γραφή. Αυτό το ζωγραφικό μοντάζ οφείλεται και σε μία κατάκτηση του Κόρδη που τον διαφοροποιεί από πολλούς ζωγράφους της γενιάς του. Απηχεί τη μακρά εμπειρία του στη ζωγραφική μεγάλης κλίμακας, την μνημειακή εικονογραφία. Όταν πρέπει να διαχειριστείς μεγάλα τοιχογραφικά σύνολα, να δημιουργείς ενότητες σε μεγάλες επιφάνειες και με ποικίλα θέματα, είσαι υποχρεωμένος να δώσεις μία συνοχή. Ένας εικονογράφος πρέπει να βρίσκει λύσεις για να οικονομήσει τα πράγματα επάνω στην σκαλωσιά. Όλη αυτή η παιδεία τον έχει προικίσει με μία σκηνογραφική ελευθερία που μεταφέρει με απίστευτη άνεση στη μικρή επιφάνεια του τάμπλετ.
Η ενότητα αυτή των ψηφιακών έργων έρχεται ως αντίδωρο στον ίδιο τον Σεφέρη. Μοιάζει παράδοξο, ίσως, αλλά στον ποιητή ο ζωγράφος βρίσκει την ιδανική απάντηση για την ουσία και τις λύσεις που προσφέρει η βυζαντινή ζωγραφική. Να τι γράφει ο Σεφέρης όταν είχε επισκεφθεί τα «πετροκομμένα» μοναστήρια της Καππαδοκίας:«Η τέχνη αυτή χαρακτηρίζεται από µια ροπή προς το ζωντανό, το πραγµατικό, το συγκεκριµένο, το χειροπιαστό. Προτιµά πάντα τη δραµατική απεικόνιση, την σκηνοθέτηση, από την αφηρηµένη κοµψότητα. […] Θέλει τη ζωντανή λεπτοµέρεια....» [Γ. Σεφέρη, ∆οκιµές, Β΄, σ. 88]. Και στις παραδόσεις του στο πανεπιστήμιο και στα γραφτά του, ο Κόρδης ευθυγραμμίζεται με την άποψη του Σεφέρη.
«Στον αντίποδα της τρέχουσας αντίληψης, η βυζαντινή είναι μία ζωγραφική που ενδιαφέρεται για την ζωντάνια, για το χειροπιαστό. Αυτό με οδήγησε στον ορισμό του παραμυθητικού ρεαλισμού(διάλεξη Γ. Κόρδη στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, Θεσσαλονίκη 2016).«Μπορεί να μοιάζει αντιφατικό αλλά το πλεονέκτημα αυτής της γλώσσας σε σχέση με αυτό που είναι η ποίηση, είναι ότι καθώς δεν είναι αναπαραστατική, αλλά μια ελεύθερη σύνθεση, μπορεί να γίνει ό,τι θέλει. Δεν έχει φόβο να βάλει δίπλα δίπλα ετερόκλητα στοιχεία (ως προς τον χρόνο και το χώρο) και να τα ανασυνθέσει με τον τρόπο της ποίησης. Τέτοιες αφαιρέσεις κάνει κι ο Σεφέρης. Αυτό, λοιπόν, της δίνει τη δυνατότητα να είναι κοντά στο ύφος μιας τέτοιας ποίησης» μου εξηγεί. «Είναι ένα είδος παραμυθητικού ρεαλισμού, το βλέπεις και έχεις την αίσθηση ενός παραμυθιού, με την ελευθερία αρμογής των πραγμάτων, τις αφαιρέσεις και τις λειτουργικές προσθέσεις του∙ η βυζαντινή ζωγραφική δε νοιάζεται να κάνει πιστή αναπαράσταση, δεν ενδιαφέρεται για την αληθοφάνεια. Ούτε θέλει να πείσει. Απλά παρουσιάζει».
Το «Ημερολόγιο» ενός σύγχρονου «θαλασσοπόρου» γράφτηκε με ψηφιακή γραφίδα και βασίστηκε στο βυζαντινό ζωγραφικό σύστημα φερμένο όμως στις συνθήκες του σήμερα και στους όρους μια τέχνης σύγχρονης. Όπως τα παραμύθια μας θέλγουν γιατί μας ταξιδεύουν αλλού, σ′ έναν άλλο τόπο, μακρινό, σ′ έναν άλλο χρόνο, στο «μια φορά κι έναν καιρό» ο Κόρδης σε βοηθά να νιώσεις ότι ο πόντος είναι ο χρόνος, ότι δεν υπάρχουν αντι-κείμενα αλλά πάκτωση ονείρου.
Δεν ενδιαφέρεται τόσο να είναι «ζωγραφικός», καθώς κρατά σε κάποια σημεία την τραχύτητα που δίνει το ψηφιακό εργαλείο. Ενίοτε έχει πλακάτα χρώματα που εντάσσονται σε ένα άγριο περίγραμμα κι επίπεδες επιφάνειες που απηχούν την θητεία του στα βυζαντινά. Σε πολλά έργα του δείχνει την αγάπη του προς τα γαιώδη χρώματα. Εδώ βλέπουμε πώς χρησιμοποιεί την ψηφιακή τεχνολογία υποτάσσοντάς την στα χρώματα του δειλινού. Το δειλινό είναι από μόνο του χρώμα του χρόνου. Σε αυτά τα έργα, το δειλινό αναπτύσσει έντονη σχέση με το μπλε και την ετέρα μορφή του, το γαλάζιο. Το κοινό καλείται λοιπόν να εικάσει την αισθητική τους σχέση, να κρατήσει μια ενεργητική στάση απέναντι σ΄ αυτήν τη μέθεξη.
Γεννημένος το 1956, ο Γιώργος Κόρδης είναι ζωγράφος, συγγραφέας και πανεπιστημιακός καθηγητής. Δίδαξε εικονογραφία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, στο Γέιλ και συνεχίζει τα σεμινάρια σε εκπαιδευτικά ιδρύματα της Ελλάδας (Εικονουργία) και του εξωτερικού. Πειραματίζεται με διάφορα μέσα, υλικά και τα τελευταία χρόνια εργάζεται ψηφιακά.
Η περιοδική έκθεση με τίτλο «Ημερολόγιο» εγκαινιάζεται στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού την Παρασκευή 16 Οκτωβρίου, στην αίθουσα πολλαπλών χρήσεων «Ευτυχία Κουρκουτίδου – Νικολαΐδου». Την ημέρα των εγκαινίων θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας με περιορισμένο αριθμό συμμετεχόντων (δηλώσεις παρουσίας στα τηλ. 2313306421, 2313306422). Η έκθεση θα διαρκέσει έως 31/12. Είσοδος ελεύθερη.