Διπλό είναι το πρόβλημα που επιφέρει η ενεργειακή κρίση στη χώρα μας: ο κίνδυνος της έλλειψης καυσίμων και η ακρίβεια. Η έλλειψη συναρτάται με τα χαμηλά διαθέσιμα του εισαγόμενου φυσικού αερίου σε συνδυασμό με την μεταβλητότητα της παρεχόμενης ενέργειας από τις ΑΠΕ, η οποία συναρτάται με τα καιρικά φαινόμενα.
Ενδεικτική της πίεσης είναι η σημερινή δήλωση του ΑΔΜΗΕ για φόβους υπερφόρτωσης του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας λόγω υψηλής ζήτησης κατά την διάρκεια του ελαύνωντος χιονιά της «Ελπίδας».
Μπροστά στον κίνδυνο μαζικού black out ορθώς η Κυβέρνηση έχει θέσει σε λειτουργία τις λιγνιτικές μονάδες –αυτές που κατά τα άλλα θέλει να κλείσει οριστικά μέχρι το 2028-.
Παρ όλα αυτά δεν αποκλείει να προβεί σε έκτακτες εισαγωγές ενέργειας από Τουρκία, Βουλγαρία και Σκόπια, επιβεβαιώνοντας την ενεργειακή εξάρτηση από χώρες -όπως η Τουρκία- που εύκολα μπορεί να εκβιάσει προκειμένου να επιτύχει τις αναθεωρητικές επιδιώξεις της.
Παράλληλα πολύ ακριβότερα θα κληθούν να πληρώσουν τα νοικοκυριά φέτος την θέρμανση τους, ακόμα και σε περιοχές όπως τα νησιά του Αιγαίου που εκδηλώνεται αυτές τις μέρες το καιρικό φαινόμενο.
Ενδεικτικά στο Λεκανοπέδιο Αττικής ένα νοικοκυριό, που δεν δικαιούται το επίδομα θέρμανσης, θα κληθεί να πληρώσει 30% επιπλέον για την ίδια ποσότητα καυσίμου σε σχέση με πέρσι ενώ μεσοσταθμικά 50% επιπλέον είναι η επιβάρυνση στο λογαριασμό της ΔΕΗ μετά την Κρατική επιδότηση.
Το υψηλό ενεργειακό κόστος δεν μπορεί ν’ αντιμετωπιστεί με επιδοματικές πολιτικές όπως επιχειρεί να το κάνει η Κυβέρνηση δείχνοντας από την άλλη υπερβάλλοντα ζήλο στην εφαρμογή της αποτυχημένης ευρωπαϊκής στρατηγικής για την «πράσινη μετάβαση». Η αξιωματική αντιπολίτευση δεν έχει δικαίωμα να κουνάει το δάχτυλο φέρνοντας τροπολογίες για κατάργηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα όταν ως Κυβέρνηση το 2016 τον αύξησε προκειμένου να κλείσει η διαπραγμάτευση για το 3ο Μνημόνιο!
Υπό την σκιά μιας ενεργειακής κρίσης μακράς διάρκειας και των γεωπολιτικών αντιπαραθέσεων ΝΑΤΟ-Ρωσίας, η Ελλάδα θα πρέπει να αποκτήσει εκείνο το ενεργειακό μείγμα που θα της διασφαλίσει υψηλούς βαθμούς ενεργειακής αυτονομίας.
Πρωτίστως απαιτείται αναθεώρηση των «σφικτών» χρονικών ορίων της από-λιγνιτοποίησης, όπως πράττει η Γερμανία (2038) και άλλες χώρες της Αν. Ευρώπης, εφαρμόζοντας παράλληλα τεχνολογίες αιχμής για την μείωση των εκπομπών CO2.
Δεδομένου ότι το φυσικό αέριο θα αποτελέσει το στρατηγικό καύσιμο στο πλαίσιο της «πράσινης μετάβασης», και παρά τις πολιτικές αντιδράσεις των «Πρασίνων», θα πρέπει να μειώσει την εξάρτηση της από το εισαγόμενο μέσω Τουρκίας και Αζερμπαϊτζάν φ.α, εκμεταλλευόμενη τα δικά της κοιτάσματα υδρογονανθράκων στην Αν Μεσόγειο και στην Κρήτη με την χάραξη ΑΟΖ Ελλάδας-Κύπρου.
Τέλος απαιτείται η άμεση αξιοποίηση εγχώριων πηγών όπως η γεωθερμία, η υδροηλεκτρική ενέργεια και οι ΑΠΕ στο πλαίσιο μιας σοβαρής στρατηγικής εξοικονόμησης ενέργειας, εγχώριας παραγωγής τεχνολογίας και συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας και ενεργοποίησης των ενεργειακών κοινοτήτων για την άμεση ωφέλεια νοικοκυριών και μικρο-μεσαίων επιχειρήσεων.
(Ίσως η μόνη Ελπίδα για φέτος εναπόκειται στη Φύση με την ευχή να μην έχουμε παρατεταμένα κρύα ή καύσωνες….)