«Θέλησα απλώς να δείξω ότι μέσα στην δημοκρατική ψυχική διάθεση υπάρχει μια μεγάλη προσπάθεια που κινείται αντίρροπα προς την φύση»
Ανρί Μπερξόν, «Οι δύο πηγές της ηθικής και της θρησκείας»
Οι πολλαπλές δοκιμασίες της Ευρώπης ωρίμασαν την ίδια προκειμένου να μην εκπλήσσεται από το παράδοξο που κυοφορούν οι πολιτικές παρακρούσεις. Υπό την έννοια αυτή, οι οριστικές εκπλήξεις έπαψαν συλλήβδην να λογίζονται ως τέτοιες, όταν κατά τις προεδρικές εκλογές του 2002 ο Ζαν Μαρί Λεπέν από το πολιτικό περιθώριο βρέθηκε στο επίκεντρο των εξελίξεων, εξασφαλίζοντας δικαίωμα συμμετοχής στον δεύτερο γύρο. Σήμερα, η συμμετοχή της κόρης και διαδόχου του στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών είχε περισσότερο τα χαρακτηριστικά της κοινοτοπίας ενός κακού που σκιάζει εδώ και αρκετά χρόνια τη χώρα, παρά μιας αιφνίδιας πολιτικής και κοινωνικής τομής, όπως πολλές φορές υποστηρίζεται.
Τα χρόνια όμως που ακολούθησαν από τότε για τη Μαρίν Λεπέν ήταν κομβικής σημασίας για να μετριάσει τον σκληρό και άκαμπτο ακροδεξιό πολιτικό της λόγο, όχι όμως και να τον αποποιηθεί. Ιδίως μετά την ήττα της στις εκλογές του 2017, εργάστηκε πάνω στο μοντέλο της δημιουργίας νέων, λιγότερο τρομακτικών σε πολλούς εντυπώσεων γύρω από τα ομιλιακά της ενεργήματα ούτως ώστε να εξωραΐσει το πολιτικό της προφίλ.
Ο εμφανής μετριασμός των αρχικών αδιάλλακτων θέσεων στο πεδίο της αντιμεταναστευτικής ρητορικής και του ευρωσκεπτικισμού, ήταν μέρος του εργώδους διαβήματος για την καλλιέργεια μιας αληθοφανούς και νοθευμένης φυσιογνωμίας. Η προσπάθεια ωστόσο για μεταμόρφωση αφορούσε τους τύπους και όχι την ουσία.
Οι συνθήκες υψηλής αστάθειας και οι εύκολες απαντήσεις σε σύνθετα προβλήματα τροφοδότησαν τον ακροδεξιό, εν προκειμένω, λαϊκισμό στον βαθμό που εκείνος μόνο επί τη βάσει αλλεπάλληλων κρίσεων μπορούσε να φιλοτεχνηθεί. Τα ρήγματα της ανασφάλειας και της πόλωσης των πολιτών που επέφερε η πανδημία, η ενεργειακή κρίση και η αποτυχία αποτροπής διεξαγωγής του πολέμου στην ευρωπαϊκή ήπειρο, εκμεταλλεύτηκε η ίδια υποσχόμενη ένα καλύτερο μέλλον, με καλύτερους βιοτικούς όρους στα καταπονημένα λαϊκά στρώματα. Ο πουτινικός πόλεμος και οι τρέχουσες οικονομικές του παρενέργειες ήταν τα κεντρικά της συνθήματα για να καταστήσει τον αντίπαλό της θύμα των δημαγωγικών δυνάμεων.
Η σύγκρουση μεταξύ του Εμανουέλ Μακρόν και της Μαρίν Λεπέν ήταν μια σύγκρουση δύο διαμετρικά αντίθετων ιδεολογικών θεωρήσεων για τις πολιτικές ιδέες που θέλουμε να πρωταγωνιστούν σε Ευρώπη και Γαλλία, με τον μεν πρώτο να υπογραμμίζει ότι η ενίσχυση της ευρωπαϊκής ιδέας, ιδίως σήμερα όπου τελούμε σε καθεστώς νέων προκλήσεων και άρα γεννάται η ανάγκη για επινόηση νέων κανόνων, είναι πιο αναγκαία από ποτέ, και την μεν δεύτερη να αντιτείνει εντονότερη εσωστρέφεια, αντανακλώντας μια στάση φοβική και ιδίως μια αποτυχημένη ερμηνεία του διαρκώς μεταβαλλόμενου κόσμου.
Οι πολιτικές τοποθετήσεις του δικού της διαμετρήματος και όλων όσοι υιοθετούν παρόμοια εργαλεία χαρτογράφησης της σημερινής, αρκετά διαφορετικής πραγματικότητας αποτελούν εκδηλώσεις μιας εσφαλμένης πρόσληψης ενός μοντέλου διακυβέρνησης για την εξασφάλιση ενός σταθερού βηματισμού στα διεθνή συμφραζόμενα.
Το τελικό αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία έφερε μια βαθιά και λυτρωτική ανάσα στους φιλελεύθερους ανά τον κόσμο κύκλους καθώς και στην προοπτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, δεδομένης της ανάληψης της εξουσίας από έναν πολιτικό που πιστεύει σε αυτή και δεν την εξετάζει με σκεπτικισμό, ιδίως δε μετά τις πυκνές και σύνθετες εξελίξεις οι οποίες μπορούν να υπονομεύσουν τις διεργασίες ενοποίησης.
Η εκλογή του Μακρόν κατέδειξε ότι τα δημοκρατικά αντανακλαστικά, έστω και αν στον πρώτο γύρο έδειξαν πολλαπλά σημάδια κόπωσης, τελικώς λειτούργησαν προσφέροντας ανακούφιση στους υποστηρικτές του δημοκρατικού τόξου και σε όλους όσοι επιθυμούν μια αξιόπιστη Ευρώπη, με ξεκάθαρο προσανατολισμό.
Η εκλογική νίκη όμως πρέπει να αποτιμηθεί στην σωστή της διάσταση: Η άνετη νίκη που σημειώθηκε το βράδυ της Κυριακής επιβεβαίωσε την βαθιά ριζωμένη ταυτοτική σχέση της Γαλλίας με την Ευρώπη. Η ιστορική ωστόσο άνοδος της Άκρας Δεξιάς με ανησυχητικά για την Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία ποσοστά, τα οποία κατάφεραν να ξεπεράσουν το 40%, δεν μπορεί αψήφιστα να εκτοπιστεί και να αποτελέσει εύπεπτη βορά στο πεδίο της μετεκλογικής μέθης.
Η Λεπέν ηττήθηκε, όχι όμως και ο Λεπενισμός.