«Αύριο όλος ο κόσμος θα παραμιλάει για την μεταμοντέρνα φουστανέλα σου»
.
.
.

Το σπίτι, ένα ψηλό επιβλητικό πενταώροφο σε στυλ Art Deco, δέσποζε στη γωνία δυο πολυσύχναστων δρόμων μαζί με άλλα ασυνάρτητα γκρίζα κουτιά. Χωρίς μπαλκόνια με κλιμακωτές εσοχές και σιδερένια διακοσμητικά που τέμνονταν ή έτρεχαν ελεύθερα σ’ όλο το ύψος του, μαρτυρούσαν μια αισθητική και μια εποχή που πέρασαν χωρίς ν’ αφήσουν τίποτα πίσω τους. Κι όπως έσβηνε το φως κι άρχισαν να ανάβουν τα νυσταγμένα φώτα της πόλης, έμοιαζε με πρασινογάλαζο βράχο στην καρδιά μιας όασης περιτριγυρισμένης από κίτρινους θάμνους.

Στα σβηστά παράθυρα κάποιων ορόφων διαγράφονταν άλλα κτήρια με τα ίδια πεθαμένα μάτια ενώ ψηλά, στον τελευταίο όροφο, οι φωνές και τα γέλια κατρακυλούσαν σαν καταρράκτες και μπλέκονταν με τις μυρωδιές και τις κόρνες του δρόμου. Διάστικτα σύννεφα σκοτείνιαζαν τον ουρανό κι όπως ήμουν ολομόναχος ψάχνοντας παρέα, ασυναίσθητα τα χέρια μου ψαχούλευαν την τρύπια τσέπη μου… Μια παρέα κατέβηκε από ένα ταξί με φωνές και γέλια. Γυναίκες και άντρες νεαρής, κυρίως, ηλικίας είχαν λουλούδια στα αυτιά και κρατούσαν κρεμάστρες. Με παραμέρισαν και έτρεξαν στην μαρμάρινη είσοδο του κτηρίου με τις μαρμάρινες παραστάδες. Έμεινα να τους χαζεύω για τη δροσιά και τα νιάτα τους κι όταν κινδύνευα να τους χάσω, τους ακολούθησα χωρίς ντροπή και τρύπωσα μαζί τους στο ασανσέρ. Η παρέα αιφνιδιάστηκε αλλά δεν έδειξε να ενοχλείται.

Αγόρι. Εσείς που πάτε ;

Ήρωας. Εγώ…

Κορίτσι. Δεν θυμάστε τον όροφο;

Η. Έχω ξανάρθει, ήταν ψηλά… Πέμπτος, έκτος θα σας γελάσω.

Α. Εμείς πάμε πέμπτο. Τελευταίος. Ελάτε μαζί μας κι αρχίστε από εκεί να κατεβαίνετε.

Κ. Εκτός αν πάτε στον πέμπτο.

Η. Ναι, στον πέμπτο. Είναι ο όροφος μου. Το θυμήθηκα τώρα.

Α. Όλοι οι δρόμοι οδηγούν απόψε στον πέμπτο.

Κ. Είστε και σεις καλεσμένος ;

Η. Καλεσμένος;

Α. Στο ντεφιλέ της Μadame Paris.

Η. Τι εστί Madame Paris;

Κ. Σοβαρολογείτε; Δεν γνωρίζετε τον παρισινό οίκο; Μα πού ζείτε;

Α. Πλάκα κάνει. Από επίδειξη έρχεται! Κοίτα τον… Κοντομάνικο πουκαμισάκι με κοψίματα στα μανίκια, μπεζουλί παντελόνι με πιέτα κάτω από τον αστράγαλο και μοκασίνι Louis Jourdan με φουντάκια. Πιο έϊτις πεθαίνεις!

Κ. Είστε έτοιμος για πασαρέλα!

Η. Αυτά είχα, αυτά έβαλα. Κακό είναι;

Κ. Αριστούργημα. Θέλω το τηλέφωνο της στυλίστας σας. Ελάτε, βιαστείτε πριν κλείσουν οι πόρτες.

Η. Ποιοι άλλοι θα είναι;

Α. Μόνο οι ένοικοι και οι φίλοι αυτού του ερείπιου που στέκει όρθιο διακόσια χρόνια και δεν λέει να γκρεμιστεί ν’ αδειάσει ο χώρος.

Η. Εσείς τι θα φορέσετε ;

Κ. Είναι έκπληξη. Το θέμα είναι η ”Εθνική Παλιγγενεσία και η κατάληξη του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων του 1821″, με ταυτόχρονο homage στον Αδαμάντιο Κοραή!

Η. Και ;

Α. Δεν έχει ”και”. Η φετινή κολεξιόν αντλεί την έμπνευση από τη φουστανέλα και όλα τα super models θα παρελάσουν με πλισαρισμένες ”τουτού”, σιγκούνια και λάιτ εκδοχές της Δέσπως Μπότσαρη και της Αστέρως.

Κ. Η άλλη Σουλιώτισσα, η κολλητή της Δέσπως, η Μόσχω θα παρελάσει με εσθήτα και δεκάμετρη ουρά υπό τους ήχους του: ”Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά τουφέκια πέφτουν” σε ρυθμό χάουζ.

Η. Τι να σας πω, δεν κατέχω το θέμα, αλλά αφού επιμένετε, να μη σας δυσαρεστήσω.

Η παρέα μπαίνει σε ένα τεράστιο πάλλευκο διαμέρισμα όπου όλοι οι καλεσμένοι είναι ντυμένοι αρχαίοι Έλληνες ή περίπου...Τα φώτα είναι χαμηλωμένα. Πυρσοί σε μαρμάρινες κολώνες φωτίζουν υποβλητικά το χώρο ενώ σε μπρούτζινα δοχεία καίνε αρωματικά λιβάνια. Δυο νεαρές αυλητρίδες με ξύλινους αυλούς σάλπιζαν παιάνες, δίσκοι με φρούτα, μέλι και ξηρούς καρπούς γεμίζουν κι αδειάζουν εν ριπή οφθαλμού, ευσταλείς εύζωνοι αποδίδουν τιμές σε μια κατάμαυρη Αφροδίτη που αναδύεται από τα σεντόνια φορώντας φέσι αντί του φύλλου συκής. Ένα βουητό ζωντάνιας, έκπληξης και αστείρευτης έμπνευσης αναβλύζει από κάθε τετραγωνικού αυτού του υπέροχου σπιτιού που δεν κρύβει την ηλικία του.

Η. Δεν ξέρω τι να πρωτοθαυμάσω. Είναι πραγματικό κόσμημα κι όπως το φώτισαν… Τι κάλλος Θεέ μου.

Κ. Ναι, ναι είναι όλες καλλονές. Από το Παρίσι κατ’ ευθείαν.

Η. Κοίτα να δεις που δεν ξέρουμε σε ποια χώρα ζούμε. Να’ ναι καλά οι Γάλλοι που μας άνοιξαν τα μάτια.

Α. Εσείς, δεν θα ντυθείτε;

Η. Μα μου είπατε πως ταιριάζω.

Α. Για άλλο concept. Το σημερινό θέλει εξτραβαγκάντσα.

Κ. Ελάτε μαζί μου. Θα πάμε στο μπάνιο και θα φορέσετε ότι βρείτε. Όλο και κάποια πετσέτα, κάποιο μπουρνούζι περίσσεψε. Στην ανάγκη, ξηλώστε την κουρτίνα του μπάνιου, φέρτε τους χαλκάδες κι εγώ θα πω στη στυλίστα να εμπνευστεί ένα σύνολο που θα φέρνει κάτι από Οδυσσέα Ανδρούτσο με λίγη εσάνς από Νικήτα Σταματελόπουλο ή Νικηταρά τον τουρκοφάγο όπως είναι γνωστός τοις πάσι. Το φέσι αφήστε το σε μένα. Πάντα περισσεύουν...

Η. Θα κολλάω ή θα είμαι ξένο σώμα ;

Α. Και πού το πρόβλημα; Σου είπε κανείς πως εμείς κολλάμε; Βρε ανόητε, κοίτα γύρω σου! Η μισή Αθήνα θα έδινε το ένα της χέρι να είναι παρούσα απόψε και η άλλη μισή και το ένα της πόδι. Από τη στιγμή όμως που είσαι ΕΣΥ εδώ, τι σε νοιάζουν οι άλλοι; Αύριο όλοι θα λένε πως ήταν παρόντες κι ας μη τους είδαμε. Αύριο όλος ο κόσμος θα παραμιλάει για την μεταμοντέρνα φουστανέλα σου κι ας έγινε με την κουρτίνα της Τζάνετ Λι από το Ψυχώ του Χίτσκοκ! Κατάλαβες;

Η. Δώστε μου λίγο χρόνο να το ξανασκεφτώ. Μπορώ να καπνίσω;

Α. Κάνε ότι θες. Εμείς δεν θα χάσουμε το σόου για πάρτη σου.

Πλησίασα στο μεγάλο παράθυρο και κοίταξα έξω το ασημένιο φεγγάρι που φλερτάριζε σ’ ένα εκθαμβωτικό μπλε ουρανό. Πίσω μου το σόου είχε αρχίσει μέσα σε απόλυτη σιωπή. Ακροπατώντας, έφτασα στην εξώπορτα και την άνοιξα.

Είχε νυχτώσει για τα καλά κι η λάμψη στους δρόμους από τις φωτεινές πινακίδες τύλιγε τα ψηλά κτήρια με ένα κόκκινο της φωτιάς. Ένας δυνατός αέρας σηκώθηκε και τέντωνε τα σχοινιά στα πολύχρωμα λάβαρα με τους πρωτεργάτες της Επανάστασης να μας κοιτούν γαλήνιοι και φρεσκοβαμμένοι φορώντας τα καλά τους ενώ οι περαστικοί έγερναν προς τα μπρος με τη σκόνη του χρόνου στα μάτια τους να τσιμπάνε και να δακρύζουν και να καίνε.

Δημοφιλή